Το αγάπησα πολύ αυτό το έργο , από την πρώτη φορά που το είδα, προ μηνών, διότι το έχουμε στα ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ και πράγματι ενδιαφέρομαι για την τύχη του, τουλάχιστον στην κατηγορία του ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Το ξαναείδα κι απλώς πιστοποίησα όλα αυτά που μου άρεσαν.
Βασικά ταινία σεναρίου είναι αλλά με τον σεναριογράφο- σκηνοθέτη, τον Παλαιστίνιο ΣΑΜΕΧ ΖΟΑΜΠΙ που συνεργάζεται στο σενάριο με τον βετεράνο Ισραηλινό ΝΤΑΝ ΚΛΑΙΝΜΑΝ, να σκηνοθετεί αποτελεσματικά τις λεπτές αποχρώσεις του σεναρίου και να έχει τα κότσια να κάνει κωμωδία με το πρόβλημα που τους απασχολεί εκεί κάτω και το οποίο μόνο για γέλια δεν είναι.
Αυτή, όμως, είναι η αξία της ΚΩΜΩΔΙΑΣ ως είδος (διότι περί ΚΩΜΩΔΙΑΣ πρόκειται) να μπορεί να διογκώνει τη δυσάρεστη πραγματικότητα και να βγάζει γέλιο και μέσα από καταστάσεις που μόνο τρόμο προκαλούν. Από τον Αριστοφάνη με τη «Λυσιστράτη» και τη «λύση» στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως τον Τσάρλυ Τσάπλιν που γέλασε με τον Χίτλερ στον «Δικτάτορα» και τον Ρομπέρτο Μπενίνι που έκανε κωμωδία μέσα από το Ολοκαύτωμα με το «Η ζωή είναι ωραία», θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατάγεται και τούτο το έργο ως είδος- δεν συγκρίνω με τα προηγούμενα, απλώς τοποθετώ.
Κι οι συνεργαζόμενοι καλλιτέχνες εκεί κάτω , μέσα στο αίμα που χωρίζει τις δύο πλευρές, κάνουν κωμωδία βγαλμένη μέσα από τον παραλογισμό των επιπτώσεων της σύγκρουσης στην καθημερινότητα.
Φυσικά, Ελληνες της τελευταίας 40ετίας της Μεταπολίτευσης και του κινηματογραφικού κρατισμού (βλέπε κομματισμού) επ’ ουδενί θα τολμούσαν κάτι παρόμοιο, μη σας πω ότι θα υποτιμήσουν και τούτο για λόγους… αυτοάμυνας… Όταν βλέπω κάτι τέτοια φιλμ, ‘όπως τούτο το Μεσανατολικό (ή το καλοκαίρι το κυπριακό «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» του Μάριου Πιπερίδη), απελπίζομαι για την υπόθεση Ελληνικός Κινηματογράφος και για το δρόμο που έχει πάρει, χωρίς κανένα γυρισμό…
Διαβάστε λοιπόν υπόθεση, για να καταλάβετε τι σας λέω: Κεντρικός ήρωας του σεναρίου είναι ένας απελπισμένος Παλαιστίνιος που φιλοδοξεί να γράψει αλλά έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και μηδαμινή αυτοπεποίθηση. Εργάζεται σε ένα τηλεοπτικό στούντιο στη Ραμάλα, σε ένα σήριαλ, σε μια σαπουνόπερα από αυτές που παράγει σωρηδόν η Μέση Ανατολή και καθηλώνουν το κοινό. Συνεργάζεται στους εβραϊκούς διαλόγους διότι η σαπουνόπερα αφορά στον έρωτα ενός Ισραηλινού αξιωματικού και μιας Παλαιστίνιας πρακτόρισσας που παρουσιάζεται σαν Εβραία για να ξελογιάσει τον αξιωματικό, παραμονές του Πολέμου των Εξη Ημερών του 1967. Μια μέρα, στη ζώνη ελέγχου, μεταξύ Ραμάλα και Ιερουσαλήμ, τον σταματά ο Ισραηλινός αξιωματικός, του ελέγχουν τα πράγματα, βρίσκουν πάνω του το σενάριο του σήριαλ «Tel Aviv on fire»(ο ξένος τίτλος της ταινίας αφορά στον τίτλο της σαπουνόπερας που γυρίζεται στη Ραμάλα) κι ο Ισραηλινός αξιωματικός της μεθορίου διαπιστώνει ότι είναι αυτό που το παρακολουθούν μανιωδώς η γυναίκα του και οι συγγένισσες της, και ξεκινά μια σχέση Εξουσίας (προς τον Παλαιστίνο) και Φιγούρας (προς την σύζυγο) όπου ο Ισραηλινός αρχίζει και υποβάλει στοιχεία αυθεντικότητας συμπεριφορών, στον Παλαιστίνιο. Οι προτάσεις , που ο τελευταίος τις παρουσιάζει στην παραγωγή την παλαιστινιακή για δικές του, αρέσουν, αρχίζουν να τον βλέπουν πιο σοβαρά ως συγγραφέα, αρχίζει κι αυτός να νιώθει πιο όμορφα αν και χαμένος, αρχίζει να τον βλέπει διαφορετικά κι η κοπέλα του ενώ ο Ισραηλινός με τη σειρά του κάνει φιγούρα στη σύζυγο αλλά του βγαίνει σιγά σιγά κι ένα ψώνιο συγγραφέα που περισσότερο είναι ψώνιο για την τηλεόραση.
Όμως τα πράγματα δεν θα είναι τόσο εύκολα στην εξέλιξη τους καθώς ο Ισραηλινός θα προσπαθεί να του περάσει φιλο-ισραηλινές θέσεις πάνω στην εξέλιξη της ερωτικής σχέσης των ηρώων του σήριαλ, οι οποίες δεν γίνονται δεκτές από τους Αραβες χρηματοδότες της σειράς ενώ ο Ισραηλινός τον απειλεί και με απαγόρευση εισόδου αν δεν περάσει το δικό του. Ας σημειωθεί ότι το μόνο αντάλλαγμα που ζητά ο Ισραηλινός, όταν ο Παλαιστίνος του προτείνει να τον πληρώνει για την πολύτιμη συνεργασία που του εχει αφυπνίσει τις συγγραφικές φιλοδοξίες, είναι «χούμους από τις αραβικές περιοχές» που κατά τον Ισραηλινό ήρωα του σεναρίου (που το έχει γράψει Παλαιστίνιος) «είναι καλύτερο από το χούμους των εβραϊκών περιοχών», κάτι για το οποίο ερίζουν οι δύο αντιμαχόμενες μεριές- δεν τους φτάναν όλα τα άλλα , έχουν και το ποιος από τους δύο φτιάχνει το καλύτερο χούμους. Κατά τον ήρωα της ταινίας- όχι «κατά την ταινία», ας τις προσέχουμε αυτές τις διαφορές- το διαθέτουν οι αραβικές γειτονιές.
Η πλοκή εκτυλίσσεται θαυμάσια , κατά βάση με τους κανόνες της κωμωδίας, κατά δεύτερο λόγο και με τους κανόνες της πλοκής μιάς ταινίας συνωμοσίας, ενώ συγχρόνως δουλεύονται χαρακτήρες , που είναι ολοζώντανοι άνθρωποι, με καθημερινές, προσωπικές αλλά κι εθνικές αγωνίες αν κι η παρακολούθηση της σαπουνόπερας κι από τις δύο μεριές, δείχνει ότι κάπου αλλού θα μπορούσε να επέλθει η συνεννόηση- δεν μιλώ για συμφιλίωση, τους χωρίζει πολύ αίμα. Ας πούμε, στην αρχή της ταινίας, όταν ο Ισραηλινός αξιωματικός επιστρέφει στο σπίτι, μετά την πρώτη συνάντηση με τον σεναριογράφο και βλέπει τις γυναίκες καθηλωμένες στην TV να το παρακολουθούν, εκείνος πάει δήθεν να εξαγριωθεί πως είναι «αντιεβραϊκό» και τους κάνει παρατήρηση, η γυναίκα του κι οι συγγένισσες του βάζουν χέρι ότι «όλα τα βλέπεις πολιτικά, άσε μας ήσυχες να απολαύσουμε το ρομάντζο». Το ίδιο γίνεται κι από την άλλη μεριά, όπου , με πανέξυπνες εικόνες ευρηματικών λύσεων, βλέπουμε την εξέλιξη του love story της σαπουνόπερας, έτσι όπως την κατευθύνουν Ισραηλινοί και την ανατρέπουν Αραβες, κι αποφασίζεται κάποια στιγμή να κάνουν την Παλαιστίνια πρακτόρισσα να προσβάλλεται από…. καρκίνο, προκειμένου να βρεθεί μια φόρμουλα . Είναι εκπληκτικά δοσμένο το ότι αυτή τη σκηνή του σήριαλ μας τα δείχνει μέσα σε νοσοκομείο όπου οι ασθενείς κι ι επισκέπτες έχουν καθηλωθεί και κλαίνε για την τύχη της κατασκόπου που έπαθε καρκίνο ενώ ολόγυρα τους είναι αληθινοί καρκινοπαθείς…
Εξυπνο, δουλεμένο, τα μαθαίνουν πολύ καλά τα κινηματογραφικά εκεί στο Τελ Αβιβ, ο Παλαιστίνιος που έκανε την ταινία είναι πολύ καταρτισμένος, σίγουρα πρέπει να έχει κάνει κι Αμερικούλα και το υποπτεύθηκα όταν είδα κι εδώ έμφαση στο ψυγείο του ήρωα. Του Παλαιστίνου. Του λίγο χαμένου. Ο οποίος ζει μαζί με τη μητέρα του. Το σκηνικό δείχνει ένα σπίτι περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων αλλά και νοικοκυρεμένο. Φροντισμένο. Δεν πεινούν. Μας το επισημαίνει όταν βάζει τον ήρωα να ανοίξει το ψυγείο, όπου ενώ το επίλοιπο σκηνικό είναι των απαραιτήτως αναγκαίων, στο ψυγείο, αν και μικρού μεγέθους, υπάρχουν πράγματα , βούτυρο, φρούτα ,λαχανικά, ψυγειάκι μεν – εφοδιασμένο δε.
Οι δύο πρωταγωνιστές μου άρεσαν εξαιρετικά, ο «Παλαιστίνος» με το χάσιμο του, ο «Ισραηλινός» με την πονηράδα του και την τσαχπινιά του, κι οι δύο με απόλυτη αίσθηση της κωμωδίας, όπως κι οι γυναικείοι ρόλοι, τόσο η βασική, η ηθοποιός που παίζει την ηθοποιό που παίζει την πρακτόρισσα στη σαπουνόπερα, όσο κι η «στυλίστρια» που φιλοδοξεί να γίνει ηθοποιός και να της φάει το ρόλο, την οποία είδα και στη σειρά «Fauda» που λάτρεψα, όπου εκεί παίζει τη γιατρό που την εκβιάζουν κι οι δύο πλευρές.
Περιμένουμε να δούμε πως θα πάει στα Ευρωπαϊκα, ενώ την έχει προτείνει για το Ξενόγλωσσο Οσκαρ το… ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ. Ναι, μη σας ξαφνιάζει, τα λεφτά η παραγωγή από το Λουξεμβούργο τα έχει πάρει και προφανώς αυτή θα ήταν κι η συμφωνία, ότι σε Φεστιβάλ και Οσκαρ κλπ θα την «τρέχει» το Λουξεμβούργο. Αλλωστε, μην ξεχνάμε πως και το γαλλικό «Ζ» του Ελληνα Γαβρά, το ξενόγλωσσο Οσκαρ το πήρε ως… Αλγερία, με παρόμοιο τρόπο. Όπως και το γαλλικότατο «Amour» του Βαυαρού Μίκαελ Χάνεκε ,πήρε το Οσκαρ ως… Αυστρία.
Ετσι γίνεται με τις διεθνείς συμπαραγωγές και τις διεθνείς χρηματοδοτήσεις. Είναι θέμα συμφωνιών. Αυτά για όσους έχουν απορία!