Οπου η εντρύφηση μου εσχάτως στις σειρές, κυρίως τις …μίνι, μου έχει δώσει εκπληκτικά δείγματα γραφής και λατρεμένης ψυχαγωγίας, σε ένα είδος που προσωπικά ως θεατής αγαπώ ιδιαιτέρως κι ως κριτικός ένιωθα , κάθε φορά, την απουσία του.
Από το «ΕΚΔΟΣΗ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ» (Rendition), που ήταν του ίδιου σκηνοθέτη, του Νοτιο-Αφρικανού ΓΚΑΒΙΝ ΧΟΥΝΤ , ο οποίος την σκηνοθετική ικανότητα του μας την είχε συστήσει στο καθαρόαιμο δραματικό είδος , στο «ΤSOTS»I, για το οποίο είχε πάρει το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 2006 , είχα να δω κάτι τέτοιο. Και στο «Tsotsi» ο Χουντ έδειξε πόσο ήξερε να φτιάχνει αστυνομική αγωνία μέσα από το δράμα.
Εδώ, έχουμε ένα «θρίλερ μυστικών υπηρεσιών» που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, όπου το σασπένς κι η πλοκή κρατούν αδιάπτωτο (για να θυμηθούμε και λέξεις που χάνονται, που εξαφανίζονται από τη γλώσσα μας) το ενδιαφέρον του θεατή ενώ από κάτω υπάρχει κι εδώ ένα δράμα.
Ένα δράμα που αξιοποιείται από το σεναριογραφικό ζεύγος ΜΠΕΡΝΣΤΑΪΝ, τον ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ και τη ΣΑΡΑ, και βασίζονται σε βιβλίο ενός άλλου διδυμου, του «ζεύγους» ΜΙΤΣΕΛ, το «Η κατάσκοπος που προσπάθησε να σταματήσει ένα πόλεμο», όπου στο σενάριο έχει βάλει το χεράκι του κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, λαμβάνοντας επισήμως διαπιστευτήρια στους τίτλους. Κι έτσι όλο μαζί έχει μια ροή και μια απίθανη διαδικασία ανέλιξης ως την κορύφωση ενώ μεσολαβούν κι ανατροπές.
«Η κατάσκοπος που προσπάθησε να σταματήσει ένα πόλεμο» δεν είναι άλλη από την Αγγλίδα Κάθριν Γκαν, η οποία το 2003 ενεπλάκη σε υπόθεση κατασκοπείας, καταγγέλθηκε, κατηγορήθηκε, διασύρθηκε κι η περίπτωση της αναστάτωσε τότε την κοινή γνώμη. Διότι η Γκαν εργαζόταν μέσα στις μυστικές υπηρεσίες της πατρίδας της, ήταν συνδεδεμένη με ακτιβιστές, μισούσε τον Τόνι Μπλερ και την πολιτική του απέναντι στο Ιράκ και στη σχέση του με τους Αμερικάνους, τον θεωρούσε ψεύτη απέναντι στον αγγλικό λαό και κάποια στιγμή υπέπεσε στην αντίληψη της, στην προσοχή της, έγγραφο, υπόμνημα, που έδειχνε ξεκάθαρα ότι ο πόλεμος που ετοιμάζεται εναντίον του Ιράκ είναι ψεύτικος, τα αίτια είναι χαλκευμένα, η μυθολογία κατασκευασμένη και ότι λέει ψέματα στον αγγλικό λαό.
Αυτή είναι η αρχή.
Οι σεναριογράφοι κι ο Γκάβιν Χουντ μαζί τους, με βάση το βιβλίο με τα στοιχεία, έχουν γράψει ένα εκπληκτικό σενάριο ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ. Η διαδρομή του εγγράφου κι οι σταθμοί του είναι κι οι σταθμοί της πλοκής του έργου, οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε κάθε τέτοιο «σταθμό» γίνονται βάση για να προχωρήσει η ιστορία και να πάει παρακάτω κι ο θεατής δονείται συνεχώς με τα στοιχεία και τις αποκαλύψεις ενώ σε αυτή τη σοφή, πανέξυπνη έως και πρωτότυπη σεναριακή διαδρομή, ο σκηνοθέτης ακολουθεί τους κανόνες του κατασκοπικού φιλμ τόσο σε ατμόσφαιρα όσο και σε παρακολουθήσεις. Δεν υπάρχει ούτε ένας περιττός χαρακτήρας, από τους τόσους που μαζεύονται, δεν υπάρχει ούτε μία σκηνή που να μην πηγαίνει την ιστορία παραπέρα. Ενας βασικός (από τους πάμπολλους) κανόνας της σεναριογραφίας είναι πως η κάθε σκηνή πρέπει να πηγαίνει την ιστορία λίγο παρακάτω. Διαφορετικά είναι άχρηστη, για πέταμα, χαλάει το ρυθμό του έργου. Εδώ βρήκαν ένα σοφό τρόπο, μέσα από τη διαδρομή του εγγράφου, να στήσουν και να ανελίξουν την ιστορία τους.
Με θαυμάσιους συνεργάτες στη φωτογραφία που φτιάχνει ατμόσφαιρα υποδοχής κατασκοπικού έργου, σαν να βλέπαμε ψυχροπολεμικό του ’50 (πρέπει να τα έχει μελετήσει ο Γκάβιν Χουντ) με μια φωτογραφία όπου κυριαρχούν τα σκοτεινά χρώματα από την υπόδειξη του σκηνογράφου κι ο διευθυντής φωτογραφίας μας κρατά διαρκώς με τα φώτα χαμηλωμένα ως το μοντάζ που περιποιείται τις σύντομες σχετικά σκηνές οι οποίες θαρρείς κι είναι και γραμμένες έτσι ώστε να ανεβάζουν την ένταση, φτιάχνουν μια ταινία κινηματογραφικά πολύ ορεξάτη, μια ταινία να την ευχαριστηθεί ο κόσμος.
Κι η διανομή, το casting , είναι σε πολύ καλή ώρα, με την ΚΙΡΑ ΝΑΪΤΛΥ επικεφαλής, στο ρόλο της κεντρικής ηρωίδας , μια πολύ ώριμη Κίρα Νάιτλυ που έχει αποβάλει οριστικά (;) κι εκείνο το τικ να προτάσσει τα σαγόνια, όπως έκανε κάποτε και καθίστατο ενοχλητικό (για αυτό και δούλεψε φυσικά και το απέβαλε- το είχε ξεκινήσει στο «Παιχνίδι της μίμησης») η οποία είναι κι έκτακτα πλαισιωμένη. Εξαιρετικός βρετανικός «θίασος» την πλαισιώνει με ρόλους σχετικά μικρούς αλλά και τόσο έξυπνα από το σενάριο διασπαρμένους μέσα στην ταινία , μέσα στην ιστορία και την εξέλιξη της, ώστε όλοι οι θαυμάσιοι ηθοποιοί να συμβάλλουν τα μέγιστα. Ο ΡΥΣ ΙΦΑ’ΝΣ που λειτουργεί πάντα ως απίστευτη νότα ακόμα κι όταν τυποποιείται αλλά ξέρει να βάζει μια πινελιά και την τυποποίηση να την κάνει κέντημα, ο ΜΑΘΙΟΥ ΓΚΟΥΝΤ που τον ξέρουμε από πολλά (μεταξύ αυτών το «Match point» κι «Ο πύργος του Ντάουντον»), ο ανερχόμενος ΜΑΤ ΣΜΙΘ που παίζει στο τηλεοπτικό «Στέμμα» τον Φίλιππο της Αγγλίας κι είναι εξαιρετικός κι έχει και προσόντα για κοντινό πλάνο μεγάλης οθόνης (διαπεραστικό βλέμμα από σχιστά μάτια- είναι ένας κάποιος συνδυασμός), ο ΑΝΤΑΜ ΜΠΑΚΡΙ που παίζει τον Κούρδο σύζυγο της ηρωίδας κι έχει εκείνη την ευαίσθητη αλλά και θυμωμένη φάτσα που είχε και στον «ΟΜΑΡ», την εξαίσια Παλαιστινιακή ταινία που ήταν υποψήφια για Ξενόγλωσσο Οσκαρ το 2014 και βέβαια ο ΡΕΪΦ ΦΑΙΝΣ που, όπου κι αν τον δείς, σε ό,τι κι αν κάνει, πάντα «μέσα» είναι κι έχει εδώ και τον ωραίο και συμπαθητικό ρόλο, όλοι αυτοί είναι μέρος βασικό της μερακλίδικης σκηνοθεσίας του Γκάβιν Χουντ στο να μας δώσει ένα έργο να το ευχαριστηθούμε και φεύγοντας από το σινεμά να έχουμε πολλές συζητήσεις να κάνουμε με βάση τα ερεθίσματα που μας δίνει το περιεχόμενο του.
Σ-Ι-Ν-Ε-Μ-Α. Πήγαμε ΣΙΝΕΜΑ.