Φαντάζομαι τι μπορεί να του πουν οι «κανιβαλιστές» οπαδοί της κριτικής ειρωνείας, υπάρχουν κι εκείνοι που τον πατρονάρουν οι οποίοι θα πουν auter- ίστικες γενικότητες και θα έχουν προκαλέσει τη μήνι των πρώτων.
Ας τον αφήσουμε ήσυχο τον άνθρωπο και βασικά ας αφήσουμε ήσυχη την ταινία του κι ας δούμε τι ταινία είναι.
Καταρχάς, είναι ένα ελληνικό αστυνομικό σε επαρχία. Ας αφήσουμε πιά αυτό τον όρο «φιλμ νουάρ» που τον χρησιμοποιούν σε κάθε τι το αστυνομικό, μερικοί ακόμα πιο άσχετοι και σε κάθε τι …μαυρόασπρο πλην κωμωδίας. Ευτυχώς το έργο είναι έγχρωμο κι έτσι από αυτό δεν κινδυνεύει.
Ναι, θα μπορούσε να πει κάποιος και για «επιρροή» Ντέηβιντ Λυντς, το οποίο δεν ασπάζομαι αλλά και δεν θεωρώ εκ προοιμίου αρνητικό. Οι επιρροές είναι αποδεκτές στην Τέχνη, στην όποια μορφή της, και δεν σημαίνουν ούτε αντιγραφή ούτε μίμηση. Από την άλλη οι «επιρροές» είναι κι αυθαίρετες τοποθετήσεις εκείνων που δεν ξέρουν σινεμά κι οι ίδιοι κάνουν προβολή δικών τους «γνώσεων» σε κάτι που τους θυμίζει κάτι κι επειδή έχουν την πρόσβαση στα ΜΜΕ, το μεταβάλουν και σε «θέσφατο» (Εδώ έχουν βρει επιρροές… Κιούμπρικ στον Λάνθιμο την ίδια ώρα που εκείνος έδειχνε στους ηθοποιούς του το «Μια τρελλή, τρελλή οικογένεια» και το «Μια τρελλή, τρελλή καταδίωξη»)
Ναι, πιθανόν να μην είναι και πολύ «ελληνική» αυτή η επαρχία και ίσως κι η κεντρική ηρωίδα, η «μπατσίνα» έτσι όπως μιλά και συμπεριφέρεται.
Και γιατί, όμως, να μην είναι; Την έχουν μελετήσει τη σημερινή ελληνική επαρχία; Ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει; Αλλα κι αν την έχουν μελετήσει, λέμε τώρα, ο Τζουμέρκας δεν πήγε εκεί για να κάνει ντοκυμαντέρ για την ΕΡΤ 2 αλλά μια μυθοπλασία δικής του έμπνευσης, με διαστολές και διογκώσεις της καλλιτεχνικής αναδημιουργίας. Συνεπώς, όλα αυτά είναι αφορισμοί που εκθέτουν εκείνον που τους λέει παρά εκείνον στον οποίο προβάλλονται.
Το έργο του έχει συγκρότηση, ικανότατη αφήγηση, κρατά το ενδιαφέρον μέχρι τέλους τόσο ως αστυνομική περιπλοκή καταστάσεων όσο κι ως τρόπος αφήγησης της ιστορίας, καθαρά κινηματογραφικά όπου το μοντάζ κι η φωτογραφία των θαυμάσιων λήψεων, κάδρων, εικόνων και φωτισμών σπρώχνουν την ταινία μπροστά και δεν χαλαρώνουν το ενδιαφέρον του θεατή. Και με εκπληκτικούς ηθοποιούς σε όλους τους ρόλους
Μια μπατσίνα έχει μετακομίσει στο Μεσολόγγι, με δυσμενή μετάθεση, ύστερα από ένα φιάσκο με την αντιτρομοκρατική, όταν βρισκόταν στην Αθήνα, κι εκεί ζει τα τελευταία δέκα χρόνια. Το μόνο που θα μείνει αξεκαθάρισστο και θολό είναι ο γιός της από πού έχει προέλθει , αφήνει κάποια υπόνοια στην αρχή αλλά ήθελε λίγο παραπάνω διασαφήνιση ώστε να είναι πιο ολοκληρωμένα τα πράγματα. Μικρό, όμως, το κακό.
Η μπατσίνα κουβαλά σταυρούς δικούς της , για τους οποίους μαθαίνουμε και τη μαθαίνουμε, μιλά με τον πιο αθυρόστομο τρόπο και συμπεριφέρεται με την πιο ακραία εριστικότητα ενώ γύρω της υπάρχει ένα περιβάλλον ανθρώπων ανάλογων που συμπεριφέρονται με τους ίδιους θυμούς και με παρόμοιες ακρότητες.
Γνωρίζουμε το περιβάλλον της συγκεκριμένης επαρχίας της ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ (το τονίζω-μη και ξεσηκωθούν τίποτε Μεσολογγίτες κι αρχίζουν να λένε ότι «εμεις δεν είμαστε έτσι»), μπαίνουμε στους χώρους τους, στα κτήματα τους, στα σπίτια τους, στα μπαρ τους και στα νυχτερινά κέντρα τους, ένας κόσμος που συνθέτει περιβάλλον αστυνομικής λογοτεχνίας κι ο φόνος δεν θα αργήσει.
Συγχρόνως, όμως, ως έτερη ηρωίδα υπάρχει και μια άλλη γυναίκα, που είναι κι αυτή η οποία αντιπαραβάλλεται διαρκώς με την μπατσίνα, επίσης κοπέλα προκλητική, επιθετική, αηδιασμένη κι οξύθυμη, η Ρίτα, κι είναι αυτή στην οποία επικεντρώνεται ο τίτλος με τις συμβολικές διαστάσεις, που αφορά στα χέλια που «κατοικούν» στην περιοχή, στη λιμνοθάλασσα κι είναι το ταξίδι που κάνουν καθώς ξεχύνονται στο Ιόνιο κι από εκεί τραβάνε για τον Ατλαντικό ώσπου να φτάσουν στις Σαργάσσες και να λυτρωθούν, να μείνουν, να αράξουν ή να δεχτούν την τελική μοίρα τους.
Αυτά όλα η ταινία μας τα δείχνει, τίποτε δεν είναι αυθαίρετο προς ερμηνεία, είναι όλα καθαρά
Αυτή τη διαδρομή των χελιών, το σενάριο που συνέγραψαν ο σκηνοθέτης ΣΥΛΛΑΣ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑΣ με την συμπρωταγωνίστρια του έργου ΓΙΟΥΛΑ ΜΠΟΥΝΤΑΛΗ, που παίζει τη Ρίτα, έχει χρησιμοποιηθεί ως μπούσουλας στην ανάπτυξη του σεναρίου και στην εξακρίβωση του ενδιαφέροντος, την παράλληλη διαδρομή των δύο γυναικών , με καθρέφτη τη Ρίτα που παγιδευμένη στο Μεσολόγγι όπως τα χέλια προσπαθεί να ξεφύγει, να αποδράσει από αυτή τη ζωή, να ξεχυθεί στο κίνδυνο και …. Να κολλήσει για πάντα στις Σαργάσσες. …Στις οποίες κόλλησα κι εγώ, ίσως αυθαίρετα, αλλά από υποταγή θαυμασμού στο Νίκο Καββαδία, όπου είδα σενάριο και ποίημα πως συνέπλεαν…. Κι επιβιβάστηκα κι εγώ, ίσως λαθραία…
Το έχω ξανακάνει αυτό το λαθραίο θεωρώντας την «μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση» να συμπλέει απόλυτα με την «Φραγκοσυριανή» του Βαμβακάρη, σαν να λένε την ίδια υπόθεση. Κάτι ανάλογο έπαθα κι εδώ…
Καλή η ταινία, κινηματογραφικότατη, με δύναμη σκηνών, μα καλή ενσωμάτωση και των ονειρικών στοιχείων, χωρίς να καταλήγει σε… φεστιβαλιά, την είδα όλη πολύ θετικά.
Οι ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι. Τόσο η ΜΠΟΥΝΤΑΛΗ που κι ως σεναριογράφος έχει ελέγξει το ρόλο της και τον αποδίδει με απόλυτη αλήθεια όσο κι οι άλλοι από τους οποίους ξεχώρισα ως επικεφαλής αφενός την ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΟΥΛΙΑ στο ρόλο της μπατσίνας— Πόσο κινηματογραφική και πόσο ηθοποιός σε όλα τα στοιχεία του ρόλου που έχει αναμείξει και της έχουν αναμείξει και φτιάχνει ένα χαρακτήρα με προσωπικότητα… Οσο κι αυτός ο αληθινά υπέροχος ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΣΣΑΛΗΣ, που τον είχα θαυμάσει υπερ το δέον στο «Κυνόδοντα» και πιο πριν στο «Μαύρο λιβάδι» κι εδώ, κάποια χρόνια μετά, βγάζει πάλι μια έντονη κι απείρως γοητευτική κινηματογραφική παρουσία σε ένα ρόλο όπου συνυπάρχουν χίλια μύρια κι είναι από αυτούς τους ρόλους που δίνουν Οσκαρ β’ ανδρικού κι ο Πασσαλής τον παίζει επάξια.
Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΞΑΦΗΣ, που έχει αλλάξει το παρουσιαστικό του, πόσο υπέροχος στην υπόγεια χυδαιότητα, αλλά κι ο ηθοποιός που παίζει τον μουγγό, τον «Μιχάλη», ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΤΟΒΡΗΣ, κινηματογράφος πέρα για πέρα. Η κάμερα, η συνεργασία δηλαδή σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας, με τα πλάνα που κάνει στον καθένα, αναδεικνύει τις λεπτομέρειες τους. Ολους. Και τον ΛΑΕΡΤΗ ΜΑΛΚΟΤΣΗ, επίσης. Κι όλους τους άλλους. Και τον ΛΑΕΡΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ σε δύο σκηνές που ανατρέπει η δεύτερη τον κίνδυνο τυποποίησης της πρώτης.
Τι ωραία κοντινά που κάνει ο διευθυντής φωτογραφίας σε όλους, τι υπέροχα close-up που λέμε, και πόσο εκστατικά καταγράφει ο φακός τις σκηνές της σεξουαλικής παραζάλης. Και πόσο όμορφη η σκηνή στο νυχτερινό κέντρο, από όλες τις απόψεις , που είναι κι η μεγάλη σκηνή του Πασσαλή.
Η ταινία λειτούργησε θετικά, ως ευχάριστη έκπληξη.