Στο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΑΜΟΥ» δεν έχουμε κάτι τέτοιο, οπότε φεύγουμε και πάμε αλλού, προς άλλη κατεύθυνση κι από εκεί το εξετάζουμε. Ξεκινώντας, όμως, από τη διαπίστωση πως όταν οι χαρακτήρες δεν έχουν κοινωνικό υπόβαθρο, όταν δεν υπάρχει έντονη κοινωνική αναφορά, τότε όλα χαμηλώνουν, απαλύνουν, γίνονται περιστατικό κι από τη στιγμή που γίνεται περιστατικό, δεν ξέρουμε και πόσο μπορεί να μας ενδιαφέρουν (η «πράξη η σπουδαία και τέλεια» που είπαμε μόλις πιο πάνω). Οσο κι αν οι κριτικοί τα σπρώχνουν ακριβώς επειδή προτιμούν τα …αποδραματοποιημένα.
Διότι , στο «Ιστορία γάμου», το πρόβλημα είναι ότι δύο άνθρωποι οδηγούνται στο διαζύγιο χωρίς να υπάρχει κανένας επί της ουσίας ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ λόγος. Μια ηθοποιός του σινεμά που θέλει να μένει στο Λος Αντζελες κι ένας σκηνοθέτης θεάτρου που θέλει να μένει στη Νέα Υόρκη. Ούτε το θέμα του παιδιού προβάλλεται έντονα ούτε βλέπουμε το λόγο για να γίνει αυτή η ιστορία διαζυγίου ταινία.
ΚΙ ΟΜΩΣ…ΚΙ ΟΜΩΣ… ΚΙ ΟΜΩΣ.. τα καταφέρνει και γίνεται
Γίνεται επειδή αυτό το περιστατικό, το τόσο εγωιστικά τοποθετημένο, με δύο ήρωες που κοιτάζουν την πάρτη τους κι ειδικά η γυναίκα, χωρίς αυτό να τίθεται σε κανενός είδους στόχαστρο, γράφεται και σκηνοθετείται με τέτοια λεπτομέρεια στις ψυχολογικές αντιδράσεις τους, που μέσα από αυτά βγαίνει ιστορία, βγαίνει υπόθεση, βγαίνουν εξαιρετικά γραμμένοι χαρακτήρες όσο κι αν κάποιες στιγμές σου έρχεται να αναφωνήσεις «μωρέ, δεν μας παρατάτε ήσυχους που δεν ξέρετε τι θέλετε και σας κάνουμε και ταινία».
Ούτε ο γάμος, ως γάμος, μπαίνει σε κανενός είδους στόχαστρο, ως θεσμός, ως κάτι.. Το focus γίνεται σε αυτούς τους δύο και παρόλο ότι βλέπουμε ιστορία ζευγαριού, κεντρικός ήρωας μεταξύ των δύο είναι η γυναίκα.
Η εισαγωγή της ταινίας είναι ένα σεναριακό υπόδειγμα. Τόσο ως σύλληψη όσο κι ως εκτέλεση. Ο ένας δίνει πληροφορίες για τον άλλο, τι του αρέσει πάνω του/πάνω της, τι δεν του αρέσει καθόλου.Ο ικανότατος ΝΟΑ ΜΠΑΟΥΜΠΑΧ, το εχει κάνει αυτό με πολλά καρέ, που ξεκινούν από το σενάριο ώστε να πέφτουν ατάκες κι εικόνες και να δουλεύει ένα μοντάζ που παρακάτω θα εξελίσσεται, χωρίς να φαίνεται, με την εκτύλιξη της ταινίας σε αγαστή σύμπνοια και θα δίνει στο εγχείρημα κινηματογραφικότητα.
Τους γνωρίζουμε λοιπόν και τους δύο, μας είναι χαριτωμένοι και συμπαθείς, μας γίνονται οικείοι, ναι, με τον άνθρωπο που είσαι κάποια πράγματα του τα αγαπάς πολύ και για αυτό είσαι μαζί του, κάποια άλλα δεν σου ταιριάζουν κι από αυτό το σημείο ξεκινά η ένσταση που έχει να κάνει με την εξέλιξη της ταινίας. Με το σημείο όπου κι εκείνα που δεν σου ταιριάζουν επιχειρείς να τα κατανοήσεις και να τα αποδεχθείς αφού πρόκειται για στοιχεία του δικού σου ανθρώπου κι όλα μαζί είναι ένα πακέτο. Οι ήρωες όμως του σεναρίου δεν διακατέχονται από τέτοια αισθήματα αλλά ούτε κι ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης επιχειρεί να τους βάλει σε τέτοιο βαγόνι, να τους εξετάσει κάτω από μια τέτοια κρησάρα. Ξαφνικά χωρίζουν. Πρώτα δοκιμαστικά , μεταβατικά, κι ύστερα το επιχειρούν και πρακτικά. «Γιατί χωρίζετε βρε παιδιά;» «Μέ τέτοια ευκολία;» σου έρχεται να αναφωνήσεις αφού δεν είδες να τους χωρίζουν τίποτε σοβαρές διαφορές ουσίας,ούτε βίαιες συμπεριφορές ούτε τρίτο πρόσωπο ούτε όλα εκείνα που θα μπορούσαν να πάψουν να είναι «αποδέξου τον άλλο και με εκείνα που δεν σου ταιριάζουν διότι είναι ο άνθρωπος σου» μα με μια ευκολία, που αν δε σε έχουν πουσάρει οι κριτικές ότι θα δεις «νέο Κράμερ», αρχίζεις κι αναρωτιέσαι για τους ήρωες. Και περιμένεις το παρακάτω τους. Το παρακάτω τους προχωράει κανονικά στο διαζύγιο. Κι οι σεναριακές λεπτομέρειες και τα ευρήματα του Μπάουμπαχ σε κρατούν στο ύψος των διαθέσεων του διότι επαναλαμβάνω και τονίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο γράφει και με τον οποίο σκηνοθετεί το σενάριο του, είναι ιδιαίτερος. Εχει μια ανάλαφρη διάθεση, έχει χιούμορ, το χιούμορ είναι για να διαποτίζει τις ατακες, όχι για να τις κάνει εξυπνακίστικες αλλά για να τους δίνει ένα αερα ελαφράδας, έναν αέρα..LA- να το πω καλύτερα…. Στην υπόθεση μπαίνουν οι δικηγόροι. Και γράφει τρεις εξαιρετικούς ρόλους για δικηγόρους, με πρώτη τη ΛΟΡΑ ΝΤΕΡΝ, η οποία φτιάχνει ένα τύπο δικηγορίνας του Λος Αντζελες που της προσφέρει ένα από τους καλύτερους ρόλους της και η ίδια μας προσφέρει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της. Μιας δικηγόρου κενής περιεχομένου, όσο κενή περιεχομένου είναι κι η υπόθεση διαζυγίου που παρακολουθούμε. Είναι αληθινά υπέροχη η Λόρα Ντερν. Στον αντίποδα ο αντίδικος, ο ΡΕΪ ΛΙΟΤΑ». Με λίγες σκηνές φτιάχνει ωραίο τύπο αντίδικου. Κι ο θαυμάσιος ΑΛΑΝ ΑΛΝΤΑ στο ρόλο του δικηγόρου που στο μεταξύ απολύθηκε…
Πάντως ούτε από αυτούςς δημιυργείται κανενός τύπου κοινωνική αναφορά όπως δεν δημιουργείται ούτε από το ρόλο της μητέρας της κοπέλας που την παίζει η ΤΖΟΥΛΙ ΧΑΓΚΕΡΤΥ ανταποκρινόμενη πλήρως στον ερμηνευτικό τόνο του συνόλου, της οποίας, όμως, ο ρόλος δεν παρεμβαίνει δραματουργικά στην υπόθεση, όπως ας πούμε παρενέβαινε ο ρόλος της Τζέην Αλεξάντερ στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ»…
Πινελιές είναι όλες αυτές, πινελιές παντού, πανέμορφες πινελιές, ωραίες, σύντομες σκηνές, όπου η κάθε μια κάτι έχει να πει, που όλες συμβάλουν σε ρυθμό στο έργο, πινελιές κι όταν κατά την κλιμάκωση πρέπει να φανούν και κάποια συναισθήματα κι όντως φαίνονται κι όντως με πινελιές τα επισημαίνει ο Μπάουμπαχ , τρυφερότατες αντιδράσεις που πάλι καταλήγουν στο ίδοο σημείο «Μα γιατί να χωρίσετε;»
Είπα για το μοντάζ πόσο συμβάλει, θα πω και για τη μουσική πόσο συνοδεύει κι αυτή χωρίς να φαίνεται και βέβαια για τη φωτογραφία η οποία η οποία έχει πάρει κάτι από το φως του Λος Αντζελες και δεν επιτρέπει καμία δυσάρεστη όψη στην ταινία. Ακόμα κι όταν δείχνει τη Νέα Υόρκη δεν τη δείχνει ως ένα τόπο αντίθεσης φωτεινού και γκρίζου, την πάει στην ομοιογένεια. Κι η ομοιογένεια έχει να κάνει με το ότι η φωτογραφία αυτή είναι σκηνοθετική άποψη πάνω σε τι είδους ατμόσφαιρα θέλει ο Μπάυμπαχ να στεγάσει την ιστορία του και να είναι συνυφασμένη με την επιπολαιότητα της αντιμετώπισης του γάμου που διακατέχει το όλον.Διότι, με πινελιές, περνά και σχολιασμούς που «δεν φαίνονται» όπως του δικαστή που επικαλείται το ότι στους εννόρκους υπάρχουν κι άνθρωποι που δενέχουν να φάνε (επειδή παρακολοθιούν μια δίη που…σιγά το πρόβλημα), όπως επίσης και μια αλά Κράμερ αναφορά από στόματος δικηγόρου περί ρόλου πατέρα που στυς ήρωες είναι κάπως αχνό.. Και δεν είναι τυχαίο πως αυτά τα συναισθήματα που μεταφέρω μου βγήκαν κατά την παρακολούθηση. Η ίδια η ταινία μου τα γέννησε. Είναι μέρος ή αποτέλεσμα της σκηνοθετικής προσέγγισης του σεναρίου και της σεναριακής προσέγγισης του θέματος από τον σεναριογράφο-σκηνοθέτη. Και με το επίσης συναισθηματικό κλείσιμο της ταινίας, πάλι την ίδια αναρώτηση είχα «μα γιατί να χωρίσετε» Η αίσθηση-νοοτροπία Λος Αντζελες, σε όλα τα επίπεδα , είναι που δίνει υπογραφή στη σκηνοθεσία, στην εξέταση του θέματος, στους ρόλους, στις ερμηνείες
Και με αυτές θα κλείσω. Η ΣΚΑΡΛΕΤ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ ηθοποιός λίγων κυβικών εν γένει εδώ δίνει το καλύτερο της σε ένα ρόλο που την προστατεύει και την καλύπτει. Ο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΪΒΕΡ , όμως, είναι ΗΘΟΠΟΙΟΣ πολλών κυβικών, παίζει σαν να μην παίζει, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΟΠΑΙΖΕΙ, είναι λιτός κι εσωτερικός όσο ο κινηματογράφος απαιτεί, είναι ρολίστας, δεν είναι σταρ, δεν είναι εκθαμβωτικός δεν είναι εκτυφλωτική προσωπικότητα, είναι όμως κι από όσους έχω δει ο πρώτος που θα μπορούσε να με κάνει λίγο να ανησυχήσω , απέναντι στον ΓΙΟΑΚΙΝ ΦΙΝΞ ως «JOKER». Γιατί; Επειδή είναι εκ διαμέτρου αντίθετος. Είναι ο άλλος πόλος. Δεν ηλεκτρίζει, δεν μαγεύει, δεν κόβει την ανάσα,είναι όμως ο χαρακτήρας στο πέρα για πέρα του.
Αυτά, όμως, όταν έρθει η ώρα των οσκαρικών, ερμηνευτικών αναλύσεων του PANTIMO.