Οι δύο Μεγάλοι Ηθοποιοί είναι η ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ κι ο ΣΕΡ ΙΑΝ ΜΑΚ ΚΕΛΕΝ. Εκείνη πιό κινηματογραφική , πιο λιτή, εκείνος πιο.. «Θεατρινάρα» δίνουν αυτό που πρέπει για να μας γοητεύσουν και να μας κάνουν απολαυστική την έξοδο.
Ανήκει σε ένα είδος, λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, που στην Ελλάδα, με ορισμούς παλαιού θεάτρου θα ήταν ιδανική επιλογή για τον ΘΙΑΣΟ ΜΥΡΑΤ-ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ και δεν σας κρύβω πως όση ώρα το έβλεπα στην οθόνη και μαγευόμουν από την Ελεν Μίρεν και τον Σερ Ιαν Μακ Κέλεν, σκεφτόμουν αυτούς τους δύο, τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΥΡΑΤ και την ΒΟΥΛΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ. Σκεφτόμουν τον σκηνικό αέρα της Βούλας και τη βαρύνουσα «θεατρινιά» του Μυράτ και το απολάμβανα διπλά. Σκφτόμουν, μάλιστα, να το έβαζα και τίτλο στην κριτική, ως χαρακτηρισμό τυ έργου, να έγραφα δηλαδή «Ο ΘΙΑΣΟΣ ΜΥΡΑΤ-ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ ΘΑ ΕΣΠΕΥΔΑΝ ΝΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΟΥΝ». Σκέφτηκα, όμως, ότι πιθανόν λίγοι να καταλάβαιναν τι εννοώ, μια κι υπάρχει έλλειμμα σε μεταγενέστερες ομάδες θεατών κι έτσι το κράτησα για το κείμενο.
Είναι από αυτές τις αστυνομικές κομεντί που κατά καιρούς έπαιζαν οι δύο θεατρικοί πρωταγωνιστές μας και τις έπαιζαν με τέτοιο αέρα και με γνώση των κανόνων των θεάτρου σαν να υπηρετούσαν με το ίδιο δέος Πιραντέλο ή Ρακίνα.
Το ίδο κάνουν κι Μίρεν με τον Σερ Ιαν.
Και καταφεύγω στη θεατρική αναφορά επειδή το έργο είναι φτιαγμένο από γνώστες της θεατρικής γραφής, κι εννοώ του συγκροτημένου, δομημένου έργου, από γνώστες της φόρμας του καλοφτιαγμένου έργου.
Κι όσο κι αν ο ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ που το σκηνοθετεί είναι συγγραφέας ως βασική ιδιότητα,, συγγραφέας- σεναριογράφος που σκηνοθετεί τα σενάρια του, κι έχει ΤΙΜΗΘΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ για το «ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ», εδώ σκηνοθετεί το σενάριο ενός άλλου, του ΤΖΕΦΡΥ ΧΑΤΣΕΡ που προέρχεται από βιβλίο, κι όχι από θεατρικό έργο, του ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΡΛ κι η όλη σύλληψη στησίματος είναι θεατρική, Όμως, κινηματογραφικά καμωμένη, με πλήρη απουσία της οποιασδήποτε στατικότητας, δεν υπάρχει ούτε ίχνος τέτοιο, οι σκηνές του σεναρίου είναι σύντομες, και κάθε σύντομη σκηνή πάει την ιστορία παρακάτω, δεν υπάρχει τίποτε περιττό και τίποτε άκαιρο ή άχρηστο. Αντίθετα, μάλιστα, θα το σύστηνα σε ενδιαφερόμενους για το σενάριο, που είναι και το μεγάλο έλλειμμα της ελληνικής κινηματογραφίας στη σύγχρονη γενιά, μαζί με το έλλειμμα της παραγωγής, να πάνε να το δουν και να διαπιστώσουν πως κάθε φράση, κάθε υπαινιγμός, ακόμα και λέξη, ΝΑΙ, ΛΕΞΗ!!- έχει νόημα, δεν έχει μπει τυχαία εκεί μέσα, όλα θα τα βρούμε παρακάτω κι όχι μόνο έτσι όπως τα αφήσαμε αλλά να μας πηγαίνουν σε ανυποψίαστα σημεία κι ακόμα πιο κάτω στη συνέχεια να μας οδηγούν και σε θεμελιώδεις ανατροπές.
Το έργο ξεκινά με μια κυρία, την ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ, η οποία κάνει επαφές γνωριμιών μέσω διαδικτύου. Το ίδιο κάνει κι ένας συνομήλικος της , πάνω –κάτω, κύριος, ο ΣΕΡ ΙΑΝ ΜΑΚΚΕΛΕΝ, και έτσι πιάνουν επικοινωνία μεταξύ τους, και κλείνουν το πρώτο ραντεβού. Για φαγητό! Ανταλλάσσουν τις πληροφορίες στο μικρό και κομψό εστιατόριο του λονδρέζικου προαστίου, για να μας πουν κι οι δύο στο τέλος της σκηνής ότι είχαν δώσει ψεύτικα στοιχεία κι ότι ούτε εκείνος λέγεται έτσι όπως της συστήθηκε αλλά ούτε κι εκείνη. Και τι μ’ αυτό; Λογικό δεν είναι; Ξανασυστήνονται με τα αληθινά τους ονόματα και ξεκινά ένα φλερτ τρίτης ηλικίας, πολύ ωραία διανθισμένο, με πολλή χαρά, παρόλο ότι κι οι δύο κουβαλούν τα δικά τους που τους οδήγησαν εδώ, χηρεία και μοναξιά. Αν κι ο ένας έχει ένα γιό κι η άλλη έναν εγγονό με τον οποίο ζει από τότε που έχασε τους γονείς του κι εκείνη το γιό της και τη νύφη της.
Όμως στην δεύτερη -τρίτη σκηνή, σχεδόν αμέσως μετά το πρώτο εστιατόριο, ο Σερ Ιαν αποκαλύπτεαι στους θεατές ότι είναι ένας απατεωνίσκος , ο οποίος πάει και συναντάει κάποιους τύπους που κάνουν διαδικτυακές απάτες με ανύπαρκτο χρήμα και με ξέπλυμα λογαριασμών, και παρακάτω ενώ η σχέση θα προχωράει, πάει να κάνει πρόταση στην Κυρία Μίρεν, ώστε να του εμπιστευτεί χρήματα της για μεταφορά σε λογαριασμό τύπου νησιά Κάυμαν. Ο εγγονός δεν βλέπει με καλό μάτι όλη αυτή την ιστορία, πρώτα τη σχέση και μετά την οικονομική συναλλαγή.. Κι αποφασίζει να προχωρήσει σε μία έρευνα για να ανιχνεύσει το παρελθόν του μυστηριώδους κυρίου, προς μεγάλη αντίδραση της γιαγιάς του, η οποία γουστάρει την παρέα μαζί του και στην ηλικία που βρίσκεται θέλει να κάνει την τρέλα της και να μη δώσει λογαριασμό σε κανέναν…
Από δω και πέρα ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΤΙΠΟΤΑ διότι όλο αυτό που βλέπουμε είναι ένα αστυνομικό παιχνίδι με διαρκείς ανατροπές, εξαίρετα γραμμένο όπως είπα, σε ύφος κομεντί που ενώ είναι παιχνίδι, φτιάχνει και τις βάσεις για να λέει και κάτι μέσα από αυτούς τους ανθρώπους – Κι αυτό όχι για άλλο λόγο μα ως γνώστες των κανόνων της γραφής, οι δημιουργοί του έργου γνωρίζουν πολύ καλά ότι και το σκηνικό ή το κινηματογραφικό παιχνίδι, για να υπάρξει και να λειτουργήσει, χρειάζεται και χαρακτήρες. Κ όταν λέμε χαρακτήρες εννοούμε ζωντανά πλάσματα, με ολοκληρωμένη σεναριακή ζωή, πριν και μετά το έργο ώστε να φτιαχτεί το «κατά τη διάρκεια» και να μην είναι σαν κάτι ελληνικά που δεν ξέρουμε ποιος είναι ο άνθρωπος του οποίου την ιστορία βλέπουμε.. Εδώ έχουν λόγο οι χαρακτήρες διότι μόνο έτσι θα μπορέσει το αστυνομικό παιχνίδι να σταθεί στα πόδια του και να λειτουργήσει.
Ο ΜΠΛ ΚΟΝΤΟΝ ως σκηνοθέτης, μπορεί να μην έχει γράψει σενάριο αλλά σκηνοθετεί με βάση τη θεατρική του γνώση μα και την κινηματογραφική του σεναριογράφου. Αξιοποιεί τις σύντομες σκηνές με τη βοήθεια του μοντέρ που δίνει ρυθμό αλλά και σωστό κόψιμο στην ταινία ώστε και το αστυνομικό στοιχείο να λειτουργεί, και το κωμικό και το συναισθηματικό, κόβει σε καίρια σημεία που θα φρενάρουν την υπερβολή, που θα δώσουν αέρα και θα προβάλουν το πνεύμα των διαλόγων και την υφέρπουσα πλοκή, το υφέρπον μυστήριο. Και βέβαια θα προβάλουν με τον υπέρτατο τρόπο τους δύο βασικούς ερμηνευτές.
Πλάνα που αξιοποιούν τα προσόντα τους είναι η σκηνοθετική επιλογή του Κόντον, δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας είναι να τους φέρει στο σκηνοθέτη λαμπερούς και πνευματώδεις, με τα κοντινά πλάνα που του έχει ζητήσει, κι επίσης έχει εναλλάξει πανέξυπνα τα κοντινά πλάνα των δυο ερμηνευτών, εκείνα που υποδηλώνουν κινηματογραφικότητα του γκρο-πλαν στην περίπτωση της Μίρεν και μετωπικό παίξιμο στην περίπτωση του Σερ Ιαν που το έχει μάθει από τη Σκηνή κι ο Κόντον ως γνώστης του αντικειμένου, δεν θέλει να του το περιορίσει, θέλει να του το αξιοποιήσει.
Και το πλαίσιο για να κινηθούν αυτοί κι αυτά, είναι τα πλαίσιο μιας γκλαμ κομεντί ως όψη, με εξαιρετική εργασία στη σκηνογραφική διεύθυνση, με χώρους ολοζώντανους που πηγάζουν από το σενάριο (εξαιρετική εντύπωση μου έκανε η σκηνογραφία όταν μεταφέρονται στο γερμανικό περιβάλλον με εκείνα τα υψηλοτάβανα δωμάτια-χαρακτηριστικά δείγμα της γερμανικής αρχιτεκτονικής αλλά κι ο τρόπος με τον οποίο τα γεμίζει και τα διακοσμεί, ο ήχος της κομεντί που σου ανοίγει την όρεξη για το μαρτίνι-βότκα στης Μίρεν στο εστιατόριο έτσι όπως ακούγεται κι ο ήχος του μαρτίνι και συμβάλει στην ομορφιά της διάθεσης, ακόμα κι ο ήχος της ομιλίας των ηθοποιών στη διάρκεια της απόλαυσης ενός ποτού, όλα αυτά γίνονται σε συνεννόηση με τη Σκηνογραφική Διεύθυνση.. Με το χώρο που τους έφτιαξε και με τα αντικείμενα τους Και μια μουσική, μυστηριώδης και παιχνιδιάρικη και φυσικά τα ρούχα που είναι για να ντύσουν υπέρκομψα την Ελεν Μίρεν και τον Σερ Ιαν ΜακΚέλεν που κι αυτό δικαιολογείται από το σενάριο, μια συνταξιούχος καθηγήτρια της Οξφόρδης κι ένας μπον βιβερ απατεώνας που ξέρει να σαγηνεύει.
Δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο. Απλώς οι αναγνώστες που θα διαβάσουν την κριτική αφού έχουν δει την ταινία, θα δουν διατυπωμένο αυτό που τους γοήτευσε. Κι όσοι την απαρνήθηκαν επειδή παρασύρθηκαν από «αστεράκια» κι από κριτική του φιλμ αλά..Τσευλάν και θεωρία του auteur και τι θέλει να πει ο «σκηνοθέτης» μια και δεν ξέρουμε και τι ακριβώς είναι η σκηνοθεσία, μπορούν να πάνε τώρα.. αν είναι τυχεροί και το πετύχουν κάπου. Διότι έχουμε και το πρόβλημα της ελληνικής διανομής που τα εξαφανίζει τα έργα στη δεύτερη κιόλας εβδομάδα τους από τα κεντρικά και πρέπει να ανοίγεις τον χάρτη εκστρατείας για να δεις που πέφτει η περιοχή στην οποία το παίζει ένας κινηματογράφος , μόνο στις 6 το απόγευμα…