Διότι το πρόβλημα της «Φαντασίας» δεν είναι η ταινία νέτη-σκέτη, που αν καθίσεις να την δεις, να την αναλύσεις προσεκτικά, να δεις κάποιους κανόνες, όχι δεν είναι για τα μπάζα.
Το φίλτρο, όμως, από το οποίο διαπερνά είναι αυτό της ανειλικρίνειας. Το οποίο είναι και το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου για αυτό και δεν μπορεί να ορθοποδήσει και δεν είμαι και καθόλου αισιόδοξος ότι θα το καταφέρει κάποτε ή αργότερα.
Διότι η ανειλικρίνεια έχει να κάνει με τον ίδιο τον ελληνικό κινηματογράφο κι αναφέρομαι κατά βάση στον «εμπορικό» ή «ψυχαγωγικό» κινηματογράφο που είναι κι ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ.
Κι αυτό τον κινηματογράφο, κανείς ποτέ δεν τον πίστεψε, κανείς δεν τον στήριξε, οι περισσότεροι θέλουν να τον ειρωνεύονται, να τον λοιδορούν είτε τα έργα του είτε τα είδη του είτε τους ανθρώπους του,
Από τη στιγμή που η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία τα ονόματα ΦΩΣΚΟΛΟΣ, ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ, ΔΑΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ- για να αναφέρω πρόχειρα- πρόχειρα μερικούς, γίνονται αντικείμενο ειρωνείας και περιφρόνησης, όταν δεν διδάσκονται στις σχολές τα έργα εκείνου του κινηματογράφου, τα σενάρια του, οι σταρ του, οι πρωταγωνιστές του, όταν δεν αντιμετωπίζονται ως κινηματογράφος αλλά τα περιφρονούν και τα προσπερνάνε, προκοπή μην περιμένετε.
Κι όταν πάνε να δοκιμάσουν να κάνουν κάτι τέτοιο, είναι σαν μην το πιστεύουν κι ο κόσμος, που επίσης έχει γαλουχηθεί ανάλογα, που συμπεριφέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, τους γυρίζει την πλάτη. Η ανειλικρίνεια του «δασκάλου» συναντά την ανειλικρίνεια του «μαθητή».
Πότε πότε γίνεται και κάποια ταινία που για κάποιο λόγο έχουν αποφασίσει να την στηρίξουν οι περιφρονητές και σπεύδουν να ανταποκριθούν οι περιφρονούντες. Και μετά… τίποτα.
Συνεπώς, η «Φαντασία» προσκρούει σε όλο αυτό το παραπάνω.
Χωρίς να της λείπουν, επαναλαμβάνω κάποια προσόντα.
Όμως θες από το casting, όπου πουθενά δεν διδάσκεται το δόγμα του Μεγάλου Δαλιανίδη ότι «Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΝΟΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ», κάτι που μου είχε μάθει ο ίδιος ο Δαλιανίδης στην Ελλάδα κι όταν βρέθηκα κι έμεινα στην Αμερική και παρακολούθησα εκεί πανεπιστημιακά μαθήματα με συστατικές επιστολές από την Ακαδημία Κινηματογράφου, είδα το δαλιανίδειο δόγμα να διδάσκεται ως θεμελιώδες στο στήσιμο μιας ταινίας κι εδώ τον Δαλιανίδη να τον υποτιμούν, κατάλαβα….
Θες λοιπόν από το casting, θες από διάφορες φυσιογνωμίες που κυκλοφορούν στην ταινία, δημοσιογράφοι, κριτικοί, σινε-παράγοντες και παριστάνουν τους κομπάρσους κι οι οποίοι αυτού του είδους τον κινηματογράφο τον περιφρονούν, θες από τη φοβική χρήση του μελό, το έργο είναι μοιραίο να σκοντάψει.
Μολονότι πιστώνω στον ΑΛΕΞΗ ΚΑΡΔΑΡΑ τη σκηνή του επεισοδίου στο γάμο, όπου θέλησε να κάνει μελό κανονικό κι ήταν όντως μια σκηνή μελοδραματικής γνησιότητας αλλά ήταν ακατάλληλος ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ. Ξαναπέφτουμε δηλαδή στο casting, στη διανομή. Πρώτα από όλα ως ρόλο δεν τον είχαν καλά στήσει. Παίζει τον τραγουδιστή που θα γίνει εραστής της εκκολαπτόμενης τραγουδίστριας και δεν κατάλαβα για ποιο λόγο τον ξεκινούν με ντυσίματα και γυρίσματα βιντεοκλίπ της εποχής 90 αλα Φλωρινιώτη, και μετα τον περνούν στα κανονικά όπου ούτε ως ρόλος ούτε ως είδος τραγουδιστή έδειχνε κάτι τέτοιο. Δεν έχει σημασία αν είναι καλός ηθοποιός εν γένει ο Στάνκογλου. Σημασία έχει πως είτε δεν έκανε για το ρόλο είτε δεν σκηνοθετήθηκε ώστε να κάνει για το ρόλο. Και τη μελοδραματικη σκηνή που πάει με αναπηρικό καροτσάκι να τραγουδήσει σε ένα γάμο και δημιουργεί επεισόδιο, την έπαιξε αμήχανα.
Αυτό έχει να κάνει με το ότι το είδος δεν πήγαζε από μέσα τους.
Επίσης του πιστώνω του Αλέξη Καρδαρά που υπογράφει σενάριο και σκηνοθεσία και τις σκηνές αναγνωρίσεων , που κατάγονται από το αρχαίο δράμα κι είναι αυτές που φέρνουν τη συγκίνηση και την ανατριχίλα (η κραυγή του Ορέστη «Αδελφή ΜΟΥ!!!!!» στη σκηνή της αναγνώρισης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» είναι η σκηνή που λύνει τα χέρια σε όποιον θέλει να φτιάξει δράμα και φοβάται τους κριτικούς ότι θα του το βαφτίσουν «μελό») κι εδώ ενώ τις συλλαμβάνει και τις εντάσσει στην υπόθεση και τις επεξεργάζεται σωστά στην πλοκή, αποφεύγει την κορύφωση τους.
Δεν έχει πρόβλημα δομής, έχει πρόβλημα εσωτερικής αλήθειας.
Σε αυτό το πνεύμα λοιπόν είναι όλη η ταινία και με αυτό το πνεύμα ανατρέφονται και γενιές. Συνεπώς, τι να περιμένει κανείς; Ανταπόκριση; Οταν το έργο μάλιστα δεν είναι «σπρωγμένο».
Φυσικά, αν τα είχε κάνει αυτά που λέω, ακριβώς επειδή δεν είναι σπρωγμένο, πάλι διασυρμό θα έτρωγε. Όπως τον έφαγε κι ο Μανουσάκης στο «Ουζερί Τσιτσάνης» που από μελό ήξερε και δεν το φοβήθηκε. Οπωςτο έφαγε κι ο Τσαφούλιας με το «Ετερος εγώ» διότι είπαμε, η παθογένεια αφορά σε όλους όσους εμπλέκονται στον κινηματογράφο είτε δημιουργώντας είτε γράφοντας και βέβαια καταλήγει στο κοινό, το οποίο στη σημερινή εποχή του ιντερνετ και του face book, αποφασίζει και να μιμηθεί κριτικό λόγο.
Γι αυτό και λέω πως δεν υπάρχει σωτηρία παρά μόνο ευκαιριακές περιπτώσεις που δεν δίνουν λύση.
Από τη συνολική παθογένεια δεν γλύτωσε ούτε η πρωταγωνίστρια, η τραγουδίστρια ΡΕΝΑ ΜΟΡΦΗ, που θαρρείς και την έκαψαν ως χαρτί πριν ξεκινήσει καν να παίζεται η παρτίδα. Δεν ξέρω αν ήταν η στιγμή της για να βγει με ταινία στους ώμους της , εκείνο για το οποίο είμαι πεπεισμένος είναι ότι δεν σκηνοθετήθηκε. Και το «σκηνοθετήθηκε» έχει να κάνει και με το πλαισίωμα της, με το τι διανομή κάνεις όταν θέλεις να αναδείξεις νέα πρωταγωνίστρια ,πως την πλαισιώνεις, τι υποστηρίγματα της βάζεις. Μόνο τα κοντινά πλάνα με το λυπημένο βλέμμα και τη βοήθεια μιας καλής φωνής και τω ωραίων λαϊκών τραγουδιών πο της έδωσε ο ΜΙΝΩΣ ΜΑΤΣΑΣ δεν φτάνουν για να αποδείξουν αν έχεις κινηματογραφική φωτογένεια, αν σε θέλει ο φακός. Αν διδάσκονταν τις παλιές ελληνικές ταινίες κι ειδικά των σκηνοθετών της «Φίνος Φιλμ» και δύο-τριών ακόμα αξιοπρεπών εταιρειών, αν έβλεπαν με τι τρόπο οι σκηνοθέτες που προανέφερα και μερικοί ακόμα όπως ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ο ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΛΟΣ κλπ κλπ έφτιαχναν τις διανομές τους για να στηρίξουν ανερχόμενους ή να ανανεώσουν καθιερωμένους, θα ήταν άλλη κι η κινηματογραφία μας.
Από τη διανομή, αληθινό αριστούργημα ήταν ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ. Είχε κι ωραίο ρόλο, με καλογραμένες σκηνές, που του έδιναν τη δυνατότητα να κάνει δουλειά. Κι ο Μάινας το χειρίστηκε φιλότιμα κι ακολούθησε στο χαρακτήρα τις κλιμακώσεις του σεναρίου και το υποστήριξε όλο αυτό ερμηνευτικά, με τον καλύτερο τρόπο. Με το παίξιμο του άφησε εξ αρχής ίχνη υπαινιγμών, που του το επέτρεπε το σενάριο, να ιντριγκαριστεί ο θεατής περί της ταυτότητας του ήρωα.
Όλα αυτά τα λέω με λύπη επειδή την ταινία ΔΕΝ ΤΗΝ ΒΡΗΚΑ ΚΑΚΗ. Κι ούτε κοίταγα το ρολόι τι ωρα θα τελειώσει. Της αφέθηκα. Καθώς όμως της αφηνόμουν έβλεπα πάνω της το «είσαι γυναίκα μιας βραδιάς/ψεύτικα που αγαπάει». Όχι εμένα μα τον εαυτό της.