Λογόπαιξα με το Φατίχ..Μάνκιεβιτς, ενώ θα μπορούσα να αστειευτώ και με το Φατίχ..Αλεν, κατά τον Γούντυ. Όχι, ταιριάζει το πρώτο διότι ο Φατίχ Ακίν σε κάθε ταινία μας ετοιμάζει και μια έκπληξη θέματος και είδους.
Κι αυτό που με ενθουσιάζει στην περίπτωση του και στον κινηματογράφο του είναι πως κάθε φορά βρισκόμαστε προ εκπλήξεως με το θέμα του νέου του έργου και με το είδος με το οποίο θα καταπιαστεί. Κι ο ενθουσιασμός έγκειται στο ότι ενώ ξεκίνησε θριαμβευτικά με κάτι συγκεκριμένο, δεν στάθμευσε σε αυτό. Εννοώ πως δεν προσκολλήθηκε στο να παραμείνει κινηματογραφικά «Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ», στο να μας δείξει μια δυο τρεις φορές κι ύστερα να τον βαρεθούμε, μια ιστορία δηλαδή με Τούρκους μετανάστες στη Γερμανία. Παρόλο ότι εκείνες οι πρώτες ταινίες του ήταν εξαιρετικά δυνατές κι έδωσαν ένα νέο στοιχείο στον κινηματογράφο. Κι επέβαλαν και τον ίδιο.
Ο Φατίχ δεν περιορίστηκε σε αυτό, προχώρησε παρά πέρα, σε κάθε ταινία αναλαμβάνει κι ένα καινούργιο ρίσκο διότι αυτό που δείχνει και καταπλήσσει εκείνους που το εισπράττουν ή που το αντιλαμβάνονται ,είναι πως μέσα από εκείνες τις ταινίες, θέλησε να εξελιχθεί ως κινηματογραφιστής. Να πει κι άλλες ιστορίες, να τις πει με διαφορετικό ύφος, ανάλογα που τον πήγαινε ή κάθε ιστορία ή ανάλογα με το τι ήθελε να δοκιμάσει να διάλεγε την ιστορία που στη δεδομένη στιγμή θα του ταίριαζε. Αυτό σημαίνει εξέλιξη κι έτσι προχωράει ένας καλλιτέχνης. Ετσι εξελίσσει την Τέχνη του και δι αυτού του τρόπου εξελίσσεται κι ο ίδιος.
Διότι, σε ό,τι κι αν δοκιμάζει, υπάρχει κοινός παρονομαστής για όλα: Η ψυχή του. Το δικό του άγγιγμα, η δική του προσέγγιση.
Κι η υπογραφή Φατίχ Ακίν αποκαλύπτεται με τα χρόνια , καθώς συγκεντρώνονται έργα και το ρεπερτόριο διευρύνεται πως είναι Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ. Πως ήταν στον ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ εκείνο το ανθρωπιστικό στοιχείο, που έκανε τους παραγωγούς οι οποίοι είχαν αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου του ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΜΠΑΣΑΝΙ «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΦΙΝΤΣΙ ΚΟΝΤΙΝΙ», να το πάνε σε αυτόν; Κι όταν εκείνος τους είπε απορημένος «μα γιατί το φέρατε σε μένα; Αυτό ταιριάζει περισσότερο στον Βισκόντι ή στον Μπολονίνι», οι παραγωγοί του απάντησαν «ΕΠΕΙΔΗ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΊΝΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΚΙ ΟΧΙ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ».
Αυτό το ανθρώπινο άγγιγμα διαθέτει κι ο Φατίχ ως από Θεού χάρισμα κι από κει και πέρα περνάμε στις γνώσεις τις κινηματογραφικές, τις συγγραφικές, τις σεναριακές που είναι αδιαπραγμάτευτες.
Κι είναι αδιαπραγμάτευτες διότι δεν εκπλήσσει κάθε φορά μόνο με το θέμα αλλά και με ζητήματα καθαρώς κινηματογραφικά.
Στην περίπτωση του θέματος, σε τούτο το έργο έχουμε την ιστορία ενός κατά συρροήν δολοφόνου. Δεν καταλαβαίνω τι βλέπουν όταν παρακολουθούν μια ταινία, κάποιοι άνθρωποι, και στις κριτικές τους ή στις ανταποκρίσεις τους μίλησαν εως και για… «σπλατεριά». Αν είναι δυνατόν!!! Μα στραβοί είναι; Ετσι είναι οι σπλατεριές; Ακόμα και τον πρώτο φόνο, που είναι μια πολύ σκληρή σκηνή πράγματι, τον δείχνει με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουμε μόνο το σώμα και το φονικό εργαλείο του κατατεμαχισμού , απλώς ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ.. Οχι ότι δεν είναι ανατριχιαστική η σκηνή κι έτσι. Μα δεν είναι αυτό. Ούτε η σκηνή ούτε το έργο.
Καθότι έχουμε μια ιστορία, μέσα από λούμπεν προλεταριάτο της Γερμανίας των χρόνων του 70, που βασίζεται σε βιβλίο και το βιβλίο διάβασε ο Φατίχ και θέλησε να το μεταφέρει στην οθόνη επειδή είδε στοιχεία που τον άγγιξαν και πάνω σε αυτό θα ήθελε να κάνει κάτι καινούργιο. Τόσο ως κινηματογραφιστής όσο κι ως άνθρωπος.
Το βιβλίο, και κατεπέκταση το σενάριο του Φατίχ λέει την ιστορία ενός μανιακού δολοφόνου, που είναι ένας ΠΑΝΑΣΧΗΜΟΣ άνθρωπος, σχεδόν τερατόμορφος, με φοβερό σύμπλεγμα για αυτή την ασχήμια, η οποία τον έχει οδηγήσει στην απόρριψη, μια απόρριψη που έχει προηγηθεί κι εκτός από τον παράγοντα ασχήμια, για να πάμε πίσω, κι ο οποίος σκοτώνει κατά βάση ηλικιωμένες, κακοφορμισμένες πόρνες, της απόλυτης εξαθλίωσης, που είναι κι οι μόνες, οι οποίες, στα χαμαιτυπεία που συχνάζουν, του δίνουν τόση δα σημασία. Κι κείνος καταστρέφει αυτό που του γέλασε για ελάχιστα, έστω και σε καθεστώς εξαθλίωσης.
Διότι πολύ θα ήθελε την όμορφη ξανθιά κοπέλα που περνάει από τη γειτονιά με το ποδήλατο, μα και να το καταφέρει, «να του κάτσει» που λέμε, όπως αποδεικνύεται από την εκτύλιξη της ψυχολογίας του και του μύθου , της υπόθεσης δηλαδή που κινείται, πάλι κακό θα της έκανε διότι δεν γνωρίζει άλλο τρόπο πέραν της βίας. Βία παίρνεις βία δίνεις . Απόρριψη τρως, ακατεδεξιά δίνεις σε εκείνο που σε πρόσεξε έστω και μέσα στο πιόμα του. Κι υπάρχει κι η σκηνή με την ευπαρουσίαστη γυναίκα, που κάπως θα τα φέρει η κατάσταση, σε μια φάση αλλαγής τρόπου ζωής του ήρωα, να του εξομολογηθεί το δικό της δράμα, να τον συμπαθήσει, κι αυτός , σαν το σκορπιό με το βάτραχο, να της κάνει το κακό διότι μόνο αυτό ξέρει, διότι κατά τον «σκορπιό» «έτσι έπρεπε». Και γίνεται μια συγκλονιστική σκηνή μεταξύ τους.
Φυσικά το θέμα έχει εξέλιξη, έχει πλοκή, έχει αγωνία, έχει ενδιαφέρον, έχει κινηματογραφικότατη γραφή το σενάριο ώστε το μοντάζ, όταν αναλαμβάνει τα ηνία ο σκηνοθέτης Φατίχ, να γίνει μοντάζ ροής και υφέρπουσας αγωνίας, κομμένης ανάσας αλλά και διαρκούς προβολής του πληγωμένου συναισθήματος που διέπει τον ήρωα αλλά ως άξεστος που είναι, δεν γνωρίζει άλλο τρόπο.
Κινηματογραφικά, αυτή τη φορά, κολυμπάει στο σινεμά του Φασμπίντερ, χωρίς να τον μιμείται φυσικά αλλά όλες οι μεγάλες κινηματογραφικές σχολές, εμπνέουν νεώτερους δημιουργούς. Αν δεν το έκαναν αυτό, τότε δεν θα ήταν «σχολές». Το αν κάποιοι μπερδεύουν τη «σχολή» με τη «μίμηση», είναι πρόβλημα δικό τους, αποκλειστικά δικό τους κι η μόνη γιατρειά είναι η Γνώση ειδάλλως η Σιωπή. Κινείται λοιπόν σε αυτό το σινεμά, με δικό του τρόπο, με επίκεντρο ένα κακόφημο μπαρ που δίνει και τον τίτλο στο έργο, στο οποίο μπαρ μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι , σαν μικρογραφία υπόστασης της λουμπεναρίας, λούμπεν ψυχές που κουβαλάνε το προσωπικό τους δράμα κι εδώ έχουμε επίσης ένα επίτευγμα σεναριακής γραφής: Το πώς υπαινίσσεται για τον καθένα , το πρόβλημα που μπορεί να κουβαλάει, φτάνει μέχρι την υπόδειξη, κι έτσι συνθέτει περιβάλλον και κόσμο.
Με σκηνογραφία, χρωματική επιλογή, επιτρέψτε μου να το πώ, στο χρώμα του «σκατού». Ναι!! Αυτό ακριβώς. Είναι το χρώμα που υποδεικνύει ο σκηνογράφος ώστε να το φωτίσει ανάλογα ο διευθυντής φωτογραφίας και να βγάλει κι αυτή τη βρώμικη φωτογραφία , να δώσει την αίσθηση της βρωμιάς και του ανατριχιαστικού περιβάλλοντος που ζει ο ήρωας, όπου η δυσοσμία δηλώνεται συνεχώς μέσα στην ιστορία κι από τους περίοικους διότι υπάρχει λόγος μια κι εκεί μέσα κρύβει και τα κομμένα μέλη των θυμάτων του, χωρίς ο θεατής να τα βλέπει αυτά, διότι όταν τα δείχνει ο φακός είναι πάντα σκεπασμένα. Δεν υπάρχει πρόκληση των αισθήσεων του θεατή, κατά διάνοια. Γι αυτό και δεν καταλαβαίνω κάποιες φορές, τι βλέπουν αυτοί που γράφουν.
Αντίθετα αυτό που υπάρχει και που διαπνέει όλη την ταινία, μέσα από όλα αυτά τα αρνητικά πρόσωπα και πρότυπα, που μας δείχνει (με μόνους νοικοκυραίους μια ελληνική οικογένεια που ζει στον κάτω όροφο- α ρε φιλέλληνα Φατίχ που ακόμα κι έτσι κάνεις την επιλογή σου, όπως κι η πρώτη σκηνή στο μπαρ με τις πουτάνες που ακούγεται –ποιό άλλο; «Τα παιδιά του Πειραιά» στη γερμανική εκτέλεση όπου μας μπάζει με μεράκλωμα στο χώρο κι ύστερα προχωράμε στη σταδιακή κατάπτωση) είναι το βαθιά ανθρώπινο.
Προλαβαίνει κι υπαινίσσεται και για το μεταναστευτικό εις βάρος των Ελλήνων του 70, παρόλο ότι αυτή η οικογένεια μένει αλώβητη από τη λουμπεναρία, την ίδια ώρα που στο γνωστό μπαρ γίνεται ο χαμός. Με τα γερμανικά κουρέλια, που κουβαλούν τα βάρη από τους προγόνους κι από την κοινωνική απαξίωση που έλαχε στον καθένα κι έτσι λίγο λίγο, μέσα από όλα αυτά, έχουμε προσεγγίσει τους ανθρώπους, τους έχουμε νιώσει.
Κι έχουμε νιώσει και τον ήρωα, έχουμε νιώσει το δράμα του, δεν μπορούμε όμως να κάνουμε τίποτε για αυτό.
Η ταινία αφήνει γλυκό συναίσθημα στον θεατή, φεύγει από το σινεμά όχι ως να είδε κάτι φρικιαστικό – ήμαρτον!- αλλά έτσι όπως φεύγουμε μετά από ένα όμορφο δράμα. Τόσο γεμάτοι, με τόσο έντονα συναισθήματα.
Το άλλο επίτευγμα, κινηματογραφικής ικανότητας του Φατίχ, που είπα πιο πάνω ότι σε κάθε ταινία μας εκπλήσσει όχι μόνο με το θέμα που διαλέγει και με το πώς σεναριακά το επεξεργάζεται αλλά και με κάτι παραπάνω κινηματογραφικό. Στα πολλά κινηματογραφικά αυτής της ταινίας, είναι κι ο πρωταγωνιστής. Ο ΓΙΟΝΑΣ ΝΤΑΣΛΕΡ. Ο οποίος δίνει μια ερμηνεία συγκλονιστική, έτσι ως πανάσχημος άνθρωπος και με μια ψυχή που πάλλεται αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί με άλλο τρόπο παρά μόνο με το Κακό.
Μόνο που όταν τον είδα μπροστά μου τον πρωταγωνιστή, τα έχασα. Διότι πρόκειται για ένα κουκλί, μόλις 23 χρονών. Πήγα και τον ρώτησα τον Φατίχ. «Εξήγησε μου, το κίνητρο σου για το ρόλο ενός πανάσχημου ανθρώπου που διαπράττει εγκλήματα κατά συρροήν εξαιτίας της ασχήμιας του, εξαιτίας του κόμπλεξ που αυτή το προκαλεί, να πάρεις έναν άνθρωπο πανέμορφο, μια ομορφιά ζωγραφιστή, που αν τον κοιτάζεις στη φυσική κατάσταση από το δεξί προφίλ θυμίζει το δεξί προφίλ του Μάρλον Μπράντο στην ηλικία των 23 που είναι κι ο ΓΙΟΝΑΣ». Και ιδού η εξήγηση, ώστε να καταλάβουν κι οι θεατές, με τι κριτήρια κάνει casting ένας σκηνοθέτης: «Δεν τον ήξερα, τον γνώρισα στα βραβεία της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, τότε που η Νταϊάν Κρούγκερ βραβεύτηκε για τη δική μου ταινία, το «Μαζί ή τίποτα» κι ο Γιόνας έπαιρνε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου για μια άλλη ταινία. Όταν, λοιπόν, ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο και να πει τον ευχαριστήριο λόγο του, ΗΛΕΚΤΡΙΣΤΗΚΑ. Στη θέα του, στην ομιλία του, με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Εξέπεμπε τρομερή ενέργεια κι αυτή η ενέργεια προυποθέτει ψυχή, εκείνο το ρεύμα που πρέπει να στείλεις και στο θεατή. Κι είπα τότε «αυτός είναι ο ηθοποιός που θέλω για το ρόλο. Διότι αυτό που θέλω είναι την ψυχή, την ενέργεια. Τα υπόλοιπα είναι θέματα μακιγιάζ και ρυθμίζονται»
Καταλάβατε τώρα με τι κριτήρια διαλέγονται ηθοποιοί από σκηνοθέτες; Επειδή κάθε χρόνο διάφοροι αδαείς απορούν γιατί «πάχυναν» τον Γκάρι Ολντμαν και δεν πήραν πήραν ένα παχύ ηλικιωμένο για να παίξει τον Τσώρτσιλ, γιατί χόντρυναν τον Κρίστιαν Μπέηλ για το «Vice» και δεν πήραν ένα με τα κιλά του κλπ κλπ Διότι οι σκηνοθέτες τους διάλεξαν για άλλους λόγους, το μακιγιάζ είναι για να βοηθήσει ως περίβλημα. Ο Φατίχ δεν αναζητούσε έναν άσχημο άνθρωπο διότι ζητούμενο δεν ήταν η ασχήμια αλλά ένα ηθοποιό με ψυχή κι ενέργεια που να δώσει έτσι την ευκαιρία και στον ηθοποιό να κάνει κάτι εντελώς έξω από την εξωτερική εμφάνιση του.
Ετσι γίνονται τα έργα.