Διότι μια «πειραματική» ταινία δεν κρίνεται με τους όρους μιας κανονικής αφηγηματικής ταινίας , κρίνεται εντελώς διαφορετικά, πάνω στο αποτέλεσμα ως ένα σύνολο. Το οποίο άλλους μπορεί να τους συναρπάσει κι άλλους να τους αφήσει ασυγκίνητους, κάποιους και να τους αγανακτήσει. Για τους τελευταίους δεν φταίει η ταινία καθαυτή.
Πρόκειται κατά βάση για ταινία ΑΙΣΘΗΣΗΣ, που παίζει πάνω στα φύλα αλλά και στις σχέσεις εξουσίας κι όλα αυτά με ένα εντελώς δικό της αφηγηματικό τρόπο, που σε βάζει μέσα στην παρακολούθηση της ιστορίας κι ο τρόπος με τον οποίο σε βάζει είναι κυρίως το «πως» και δευτερευόντως-αλλά όχι ανούσια- το «τι»
Ασπρόμαυρη με έγχρωμες τις σκηνές των φαντασιώσεων και των παραισθήσεων, μας δείχνει την ιστορία πέντε αγοριών, αισθητικά η ιστορία δεν προσδιορίζει τον χρόνο, ούτε και τον τόπο θα έλεγα, αυτά τα κάνει το δελτίο τύπου, όπου αυτά τα πέντε αγόρια τιμωρούνται και ένα πλοίο θα τους μεταφέρει σε κάποιο νησί, όπου στο πλοίο δοκιμάζονται καταστάσεις με τον καπετάνιο, ένα πολύ σεξουαλικά «μπρουτάλ» καπετάνιο μέσης ηλικίας, απέναντι στον οποίο θα επαναστατήσουν τα αγόρια, θα προχωρήσουν σε ανταρσία ενώ ταυτοχρόνως τον ποθούν και τον ορέγονται, η άγρια πλευρά του τους ερεθίζει.
Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι δοσμένο σκαμπρόζικα. Τίποτε από όλα αυτά δεν αποβλέπει στη σεξουαλική κλειδαρότρυπα. Τίποτε από όλα αυτά δεν παραπέμπει σε κανενός τύπου παραδοσιακή ομοφυλοφιλική ταινία. Και προπαντός τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σκοπό να σκανδαλίσει με την πρωτοβάθμια και φτηνή έννοια.
Η ταινία φτιάχνει μια σύνθεση, το πλοίο αλλά και το νησί στο οποίο καταλήγουν, αντιμετωπίζονται περισσότερο σαν ένα ΤΟΠΙΟ ΨΥΧΗΣ και λιγότερο ως ένας προσδιορισμένος γεωγραφικά χώρος. Κι ακριβώς αυτό γίνεται επειδή στο έργο υπάρχει ως κυρίαρχη μια ποιητική αντιμετώπιση που το ποιητικό στοιχείο εμποτίζεται στο σουρεαλισμό και ακολουθεί μια δική του πορεία προς μια δική του «αβάν γκαρντ».
Κι επειδή η ταινία είναι γαλλική, είναι πολύ λογικό οι θεατές να κάνουν αναφορές στον Ζαν Ζενέ, ακόμα κι αν αυτό δεν ήταν ηθελημένο από τον δημιουργό, που μπορεί και να ήταν, μπορεί να είναι κι επηρεασμένος αλλά όλα αυτά τα «μπορεί.» είναι υποθετικός λόγος και δεν αναλύεται ή κρίνεται ή και κριτικάρεται ένα έργο με βάση αυτά.
Ναι, υπάρχουν τέτοια στοιχεία αναγνωρίσιμα, τουλάχιστον από την ΠΡΩΤΗ ΜΑΤΙΑ του θεατή.
Το έργο έχει συγκρούσεις ,έχει έντονη δραματικότητα, έχει κι αναφορές στον σαιξπηρικό «Μάκβεθ» μέσα από κείμενο, θα μπορούσε να εκληφθεί κι ως μια οπτική μελέτη πάνω στα φύλα, πάνω στον ΑΝΔΡΌΓΥΝΟ (όχι στο… «αντρόγυνο», στο ζευγάρι), παίζοντας πολύ με τα σώματα, κάνοντας focus, εστιάζοντας σε αυτά, σαν να πειραματίζεται με δαύτα, και σε βάζει σε σκέψεις εξαρχής το γεγονός ότι στη διανομή των ρόλων συναντάς μόνο γυναικεία ονόματα πλην του καπετάνιου. Παραξενεύεσαι , όμως, επειδή βλέπεις αγόρια σε καταστάσεις σαν κι αυτές τις παραπάνω που είπαμε. Μόνο μια γυναίκα κυκλοφορεί επίσημα στην ιστορία, μια γυναίκα ώριμης ηλικίας που έχει να κάνει με τον καπετάνιο.
Όταν προχωρήσει η ταινία και φτάσει στην κλιμάκωση, τότε βλέπουμε να αποκαλύπτονται οι γυναίκες, τότε μας λύνεται η απορία και τότε αντιλαμβανόμαστε πλήρως το προς τα πού πήγαινε το πείραμα.
Ως μη οπαδός της θεωρίας του auteur δεν μπορώ να ξέρω ή να προβλέψω τι θα κάνει στο μέλλον ο σκηνοθέτης του φιλμ ΜΠΕΡΤΡΑΝ ΜΑΝΤΙΚΟ. Εκείνο που έχω να πω, όμως, είναι πως αυτό που είδα, αυτό το συγκεκριμένο πείραμα, είναι απολύτως ολοκληρωμένο στη σύλληψη του, στην εκτέλεση του, στο περιεχόμενο του, στην τόλμη του και στην τολμηρότητα του αλλά και στις ισορροπίες του και παρόλο ότι ο «πειραματικός κινηματογράφος» συνήθως με φοβίζει επειδή πίσω από την ταμπελίτσα κρύβονται του κόσμου οι απατεώνες ή οι αδυνατούντες να ψελλίσουν κάτι ή να πουν κάτι ολοκληρωμένο, τούτο εδώ είναι το ακριβώς αντίθετο. Οπότε, με κάνει να περιμένω να δω και κάτι επόμενο, να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει ένας σκηνοθέτης που βάλθηκε να ασχοληθεί με αυτά τα πράγματα αλλά μέσα του, στο κάθε τι παράτολμο, έχει απίστευτη συγκρότηση.