Διότι στο Netflix δεν δυσαρεστήθηκα καθόλου ενώ στο σινεμά σίγουρα κάπου θα είχα «σκοντάψει».
Ναι μεν τα θετικά υπερέχουν, όμως, λείπει εκείνο το ένα στοιχείο που στην αίθουσα θα διόγκωνε τη δυσαρέσκεια: Το κινηματογραφικό μεγαλείο. Μην μπερδέψουμε όμως το «κινηματογραφικό μεγαλείο» με την «κινηματογραφική αξία». Η δεύτερη υπάρχει και θα τα πούμε παρακάτω.
Είναι ταινία σεναρίου λοιπόν, και το έχει γράψει ο ΑΝΤΟΝΥ ΜΑΚ ΚΑΡΤΕΝ, που ειδικεύεται σε σενάρια υπαρκτών προσώπων, όπως «Η πιο σκοτεινή ώρα» και το «Bohemian Rhapsody» και με υποψηφιότητα για Οσκαρ στο «Η θεωρία των πάντων».
Εδώ έχει δύο Πάπες: Τον Γερμανό Πάπα Βενέδικτο, που κάποια στιγμή ενεπλάκη το όνομα του σε σκάνδαλο πολιτικό ως πρώην Ναζί και επίσης στα περί Καθολικής Εκκλησίας με τις αποπλανήσεις ανηλίκων από μεριάς ιερέων στο ότι για το τελευταίο δεν είχε πάρει δραστική θέση. Και τον Αργεντίνο Πάπα Φραντσέσκο, που τον διαδέχτηκε.
Οι δύο αυτοί Πάπες είχαν βρεθεί για πρώτη φορά ως Καρδινάλιοι-υποψήφιοι για τη θέση του Ποντίφηκα και ψηφίστηκε ο Γερμανός. Ο Αργεντίνος επέστρεψε στο ποίμνιο με σκοπό κάποια στιγμή, σύντομα, να συνταξιοδοτηθεί… τελικά η συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε να πάει και να συναντήσει τον Πάπα Βενέδικτο, να συζητήσουν πράγματα, να συγκρουστούν, να επικοινωνήσουν στη συνέχεια , να δεθούν και στο τέλος ο Βενέδικτος να παραιτηθεί παραχωρώντας τη σκυτάλη στον Φραντσέσκο κι οι δύο άνδρες να ενωθούν με φιλία.
Το σενάριο κατάγεται από το «θέατρο ιδεών». Ο συγγραφέας Αντονυ ΜακΚάρτεν χρησιμοποιεί τους δύο Πάπες, ως εκπροσώπους δύο κόσμων, δύο διαφορετικών θέσεων πάνω στην Καθολική Εκκλησία και πάνω σε αυτά τα ζητήματα στήνει το έργο και τους δύο «εξυπηρετικούς» χαρακτήρες. Ναι, εξυπηρετικοί διότι μέσω αυτών προβάλει τη σύγκρουση των δύο ιδεών για τη διάσωση και το παραπέρα της Καθολικής Εκκλησίας, της επαφής της με το ποίμνιο, με τον κόσμο γενικώς, με την κοινωνία, με τα ζητήματα. Ο Βενέδικτος εκπροσωπούσε το παλιό, ο Φραντσέσκο εκφράζει το καινούργιο.
Είναι ένα έργο που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν θεατρικό , διότι έχει θεατρική ρίζα κι αυτό του φαίνεται. Όμως ο Αντονυ Μακ Κάρτεν, το έχει γράψει κινηματογραφικά. Με «δράση», με «ντεκουπάζ», με σενάριο ροής με άλλα λόγια κι από αυτή την άποψη , δεν πλατειάζει, δεν επαναλαμβάνεται. Όμως και τα flash-back που δείχνουν την προϊστορία του Φραντσέσκου και το ότι στο παρελθόν του είχε κι αυτός φορτωθεί αμαρτίες, προσωπικές αλλά και πολιτικές επί Δικτατορίας Βιντέλα, είναι εξαίρετα, παίζονται από διαφορετικό ηθοποιό κι όχι από τον Τζόναθαν Πράις, δείχνουν και θεατρικότητα στην αντίληψη. Είναι σαν εκείνα τα flash-back με τα οποία εικονοποιεί ο διασκευαστής είτε είναι ο ίδιος ο συγγραφέας είτε άλλο πρόσωπο, όταν μεταφέρει θεατρικό έργο στην οθόνη, τις αφηγήσεις που ανατρέχουν σε παρελθοντικό γεγονός, για να αποφύγει τη στατικότητα.. Θέλω να πω ότι το έργο χαρακτηρίζεται από θεατρικότητα τέτοιου τύπου, θεατρικότητα σύλληψης συγγραφικής, όχι στατικότητας. Τα flash-back έχουν απόλυτη κινηματογραφικότητα στη γραφή και ξεκαθαρίζουν οριστικά ότι πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Τζόναθαν Πράις, διότι την ιστορία αυτού βλέπουμε και συνειδητοποιούμε ότι ο ρόλος του Βενέδικτου είναι απολύτως στηρικτικός, είναι για να στηρίζει τον Φραντσέσκο. Δεν βλέπουμε δηλαδή αντιστοίχως τα του Βενέδικτου, δεν βλέπουμε καν τα τωρινά του Βενέδικτου παρά μόνο εκείνα που ακούγονται σαν φήμες, αστραπιαία και τηλεγραφικά , και τα ακούμε όσο χρειάζεται για να πάει παρακάτω η ιστορία του Φραντσέσκο. Αρα, επισημότατα ο ρόλος του Αντονυ Χόπκινς είναι supporting του πρωταγωνιστή Πράις.
Κι οι δύο παίζουν εξαιρετικά, ο Πράις είναι πιο συγκρατημένος, πιο στέρεος, πιο κινηματογραφικός, ο Χόπκινς κάνει και λίγο επίδειξη προς τους θαυμαστές του που τους αρέσουν κάτι τέτοια , παίζει ουσιαστικά τον μεγάλο θεατρίνο που παίζει τον Πάπα.
Ως έργο ιδεών λοιπόν, χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες ως φορείς οπότε αυτό έχει και την επιρροή του πάνω στις ερμηνείες.
Οι χώροι έχουν μια «στατικότητα» επίσης, μια θεατρικότητα, σαν σκηνικό που στήθηκε για να πλαισιώσει τους ερμηνευτές. Η ξενάγηση στο Βατικανό και στους ιδιαίτερους χώρους δεν εντυπωσιάζει, αφενός γιατί έχουμε δει πλέον πολλά έργα με το Βατικανό, που δεν μας κάνει την ίδια εντύπωση, όπως ας πούμε είχε κάνει προ 50ετίας «Ο Ανθρωπος από το Κρεμλίνο» (The shoes of the fisherman) με τον Αντονυ Κουήν στο ρόλο ενός Πάπα από κομμουνιστική χώρα , που ουσιαστικά για πρώτη φορά μπαίναμε εκεί μέσα (εννοώ σκηνογραφικά, όχι ως φυσικό χώρο, ως location) η αργότερα στο «Νονό μέρος 3ο» όπου ο Ντην Ταβουλάρης με τον Κόπολα έστησαν ένα Βατικανό μυστηρίου κι αστυνομικής δράσης κι αυτές οι δύο ταινίες θεωρώ ότι για την ώρα έχουν υπογράψει σκηνογραφικά το Βατικανό. Οι «Πεφωτισμένοι» είχαν βρει έτοιμη την ιδέα και την αντίληψη από τον Ταβουλάρη και δεν έκαναν ξεχωριστή εντύπωση παρόλο ότι υποτίθεται πως όλο διαδραματιζόταν εκεί μέσα.
Εδώ το Βατικανό ως χώρος δεν εντυπωσιάζει , λειτουργεί ως πλαίσιο σκηνικού για τους χαρακτήρες- εκπροσώπους ιδεών.
Σκηνοθετικά ο ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΜΕΪΡΕΓΙΕΣ δεν έχει κάνει μεγαλειώδη σκηνοθεσία, διότι δεν πρόκειται και για μεγαλειώδη παραγωγή, δεν έχει κάνει , όμως , ούτε σκηνοθεσία εσωτερικής αναζήτησης κλπ.
Αυτό που έχει κάνει είναι να παρακολουθεί από κοντά τους δύο ερμηνευτές και τον τρόπο που παίζουν, σαν να καθοδηγείται από αυτούς παρά να τους καθοδηγεί ο ίδιος. Και βέβαια με την αξιοποίηση του ντεκουπάζ, την κάνει εξαιρετικά «παρακολουθήσιμη», ευχάριστη, διότι με αυτό το ντεκουπάζ έδωσε την ευκαιρία στον μοντέρ, να της χαράξει πορεία κι εναλλαγές. Του πιστώνω στη μουσική την έμπνευση χρήσης του «Bella ciao» που , σε διαφορετική ενορχήστρωση από το επαναστατικό εμβατήριο που ξέρουμε, το χρησιμοποιεί πολιτικά με την άλλη ενορχήστρωση όπου του βγάζει υπόγειο συναίσθημα, το χρησιμοποιεί όμως και με «εκκλησιαστική», αργή ενορχήστρωση σε σκηνή ιεροσύνης, σε σκηνή προβληματισμού αυτής της ιεροσύνης.. Και το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Με άλλα λόγια είναι ταινία, που σίγουρα κατ’ οίκον την απολαμβάνεις διότι οι δύο Πάπες λένε ενδιαφέρονται πράγματα κι ο τρόπος γραψίματος είναι τέτοιος ώστε αυτά που λένε να αποκτούν οικουμενικότητα και να αφορούν και τους μη Καθολικούς το θρήσκευμα.
Φαντάζομαι ότι και στην αίθουσα λόγω καλού ντεκουπάζ και ερμηνευτών - φορέων μηνύματος, θα την απόλαυσαν επίσης.