Από ό,τι κατάλαβα, βλέποντας την ταινία, είναι πως το ενδιαφέρον της περιορίζεται στην Αμερική, σε «εμφύλιο πόλεμο» μεταξύ οπαδών του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και εκείνων που τον απορρίπτουν μετά βδελυγμίας.
Η υπόθεση του έργου αντλείται από ένα σκάνδαλο που συντάραξε το «FOX NEWS», που είναι το κανάλι του ρεπουμπλικανικού κόμματος, που δηλαδή ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ τους Ρεπουμπλικάνους (δεν είναι ιδιοκτησία τους ούτε επιχείρηση τους), όπου κάποια στιγμή ο διευθυντής ειδήσεων Ρότζερ Αίιλις καταγγέλθηκε από γυναίκες δημοσιογράφους-παρουσιάστριες του καναλιού, για σεξουαλική παρενόχληση. Κι αυτά όλα συνδέθηκαν με τις Εκλογές του 2016, με τη σύγκρουση μιας παρουσιάστριας με τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο και τελικώς η αλήθεια έλαμψε κι έζησαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
Περιοριζόμενοι αποκλειστικά στο κύριο φιλέτο, που είναι το συγκεκριμένο σκάνδαλο, ο φίλος είχε δίκιο. Με τον τρόπο που το δείχνει μας ενδιαφέρει μόνο …κουτσομπολίστικα, στρέφει τον προβολέα αποκλειστικά στο συμβάν και σίγουρα είναι μια αντί –Τραμπ ταινία , που απηχεί και τις διαθέσεις του σημερινού Χόλυγουντ στο οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι είναι τραγική μειοψηφία ενώ κάποτε ήταν μοιρασμένοι ισόποσα με τους Δημοκρατικούς. Αυτό αποβαίνει εις βάρος της ταινίας κι εντός Αμερικής διότι οι οπαδοί του Τραμπ , δικαίως από τη μεριά τους, θα κατηγορήσουν το Χόλυγουντ, πως διάλεξε αυτό το θέμα για να κάνει την αντι-Τραμπ προαπαγάνδα του ενώ υπήρχαν παρόμοια θέματα με άτομα του Χόλυγουντ που είναι προσανατολισμένα στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Αρα, κουτσομπολίστικα αντιδρούν κι αυτοί, του στυλ «γιατί μιλάς για τον απέναντι και δεν λες για τον διπλανό που κάνει κι αυτός τα ίδια;»
Στη συγκεκριμένη αντίδραση, η ευθύνη βαραίνει την ταινία, η οποία μολονότι στους τίτλους διευκρινίζει-ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ- ότι τα γεγονότα είναι αληθινά, οι διάλογοι είναι επεξεργασμένοι και επινοημένοι σε πολλές περιπτώσεις, το ίδιο και τα πρόσωπα είναι μεν αληθινά αλλά οι χαρακτήρες που προήλθαν από αυτά είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Αυτό είναι και το μόνο καλλιτεχνικό που συμβαίνει διότι αυτή είναι κι η δουλειά της Τέχνης: Να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα, να την παραλλάσσει, να ενεργοποιεί τη σύμβαση και την ποιητική άδεια και να το μετατρέπει όλο αυτό σε δραματουργία.
Η ταινία αυτό το συγκεκριμένο το έκανε μόνο μερικώς και ..αβαθώς. Ηθελε να «πουλήσει» εμπορικά το σκάνδαλο.
Ο σεναριογράφος του φιλμ ΤΣΑΡΛΣ ΡΑΝΤΟΛΦ, ακολουθεί τη συνταγή που του χάρισε το ΟΣΚΑΡ Σεναρίου εκ Διασκευής το 2016, τη γραμμή δηλαδή από το «ΜΕΓΑΛΟ ΣΟΡΤΑΡΙΣΜΑ» που είχε συγγράψει με τον σκηνοθέτη εκείνου του φιλμ ΑΝΤΑΜ ΜΑΚ ΚΕΪ, την ίδια ακριβώς πανομοιότυπη τεχνική: Εκείνη που δεν ξέρεις που σταματά το σενάριο και που αρχίζει το μοντάζ. Στην τωρινή εφαρμογή, νομίζω ότι ζημίωσε επειδή έκανε την ιστορία πιο δυσνόητη ενώ φαινομενικά ήταν εύκολη και «καθαρή», σε αντίθεση με το «Μεγάλο σορτάρισμα» όπου είχε να παλέψει και με οικονομικούς και τραπεζικούς όρους, κι όμως είχε βγάλει τη δίνη της τραπεζικής, χρηματιστηριακής τρέλας. Εδώ αυτά δεν βγήκαν, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, στο δεύτερο έγινε πιο στρωτό διότι πλέον έπρεπε να επικεντρωθούμε στο σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει κι εξετάζαμε στην οθόνη.
Η σκηνοθεσία του ΤΖΕΪ ΡΟΑΤΣ, δεν είχε «ψυχή» περισσότερη από το να καταγράψει αυτό το «μονταζιακό» σενάριο, χωρίς να είναι και συν-σεναριογράφος ο σκηνοθέτης, όπως συνέβαινε στο «σορτάρισμα» κι άλλαζε τα δεδομένα. Βέβαια, ήταν και το θέμα στη μέση. Άλλο ένα τραπεζικό σκάνδαλο και το πώς μπορεί να οδηγηθεί η παγκόσμια οικονομία σε κατάρρευση με αιτία κι αφορμή τα «τερτίπια» των χρηματιστών κι άλλο ένα σκάνδαλο τηλεοπτικού καναλιού που δεν το έχουν και σε εκτίμηση παρόλο ότι έχει καταφέρει να επιβληθεί με αμφισβητούμενης αξίας πράγματα- ίσως και για αυτό.
Το σενάριο , ίσως και για ευνόητους λόγους, δεν θέλησε να ξεστρατίσει προς άλλες μεριές αλλά όποιος κι αν είναι ο λόγος εμείς εξετάζουμε αποτέλεσμα κι όχι πιθανολογίες.
Δηλαδή, θα ρωτήσει κάποιος, η ταινία δεν βλέπεται;
Η απάντηση είναι: Κάθε άλλο! Η ταινία βλέπεται και παραβλέπεται. Απλώς βλέπεται.. κουτσομπολοειδώς. Αν και κάποιοι θεατές, θα έχουν αφορμή μετά την έξοδο ή και κατά την παρακολούθηση να μιλήσουν εναντίον του Τραμπ, εναντίον της διαφθοράς της τηλεόρασης, εναντίον της ίδιας της Αμερικής. Κάποιοι άλλοι θεατές, ίσως σκεφτούν το αντίθετο: ότι δηλαδή αυτά μόνο στην Αμερική συμβαίνουν, μόνο εκεί ,μπορούν και κάνουν ταινία με ονομαστικές αναφορές και θίγουν ένα κανάλι με ονόματα και διευθύνσεις ενώ στην Ελλάδα για κάτι τέτοιο ΟΥΤΕ ΛΟΓΟΣ- ποιος θα το τολμούσε;
Αυτά λοιπόν όλα είναι ερεθίσματα για τον θεατή που βλέπει την ταινία με ένα ρυθμό να τρέχει αλλά και που μπορεί να επιβεβαιώνει τον φίλο που είπε ότι άμα δεν ζεις στην Αμερική να ξέρεις το FOX NEWS , η ταινία μπορεί να σου είναι και βαρετή.
Η ταινία βαρετή, όμως, δεν γίνεται διότι παίζουν ωραίες και ταλαντούχες γυναίκες, ο σκηνοθέτης τις έχει «φλομώσει» στα κοντινά πλάνα, και καλά έχει κάνει διότι δανείζεται από τη λάμψη τους και την ομορφιά τους για την ταινία και μάλιστα η ΣΑΡΛΙΖ ΘΕΡΟΝ εκπέμπει γοητεία αλλά συγχρόνως και δυναμισμό στο ρόλο της μαχόμενης. «Πειράχτηκε» κι αυτή όμως λίγο, και σαν να έχασε κάτι από αυτό και για ποιο λόγο να το κάνει μια τόσο ωραία και λαμπερή γυναίκα κι ακόμα νεότατη;
Η ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ κάνει πολύ καλό support- άρισμα με αφορμές και στοιχεία από το ρόλο, άλλωστε είναι αυτή που το ξεκινάει το θέμα, η ΜΑΡΓΚΟ ΡΟΜΠΙ έχει ρόλο με χυμούς , είναι πράγματι καλή ηθοποιός κι ο κάπως σύνθετος ρόλος της, τη φέρνει αντιμέτωπη με την άλλη φετινή της εμφάνιση στον Ταραντίνο, στο «Κάποτε στο Χόλυγουντ», τον ένα ρόλο αντιμέτωπο με τον άλλο στην διεκδίκηση μιάς θέσης για την πεντάδα του Οσκαρ ως supporting actress. ΠΑΡΑΝΘΕΣΗ: Ξεχάστε την ανοησία που διαβάζετε κατά καιρούς ότι ο ένας ρόλος κλέβει ψήφους από τον άλλο- αυτοί που τα γράφουν είναι απλώς ΑΔΑΕΙΣ, ΑΣΧΕΤΟΙ. Διότι , η καταμέτρηση στους Ηθοποιούς, γίνεται με βάση τα ονόματα. Όταν, λοιπόν, ένα όνομα, έχει πάρει τόσες ψήφους, είτε από τον ένα ρόλο είτε από τον άλλο, πάντως συνολικά, τότε μπαίνει στην πεντάδα και στη συνέχεια καταμετρούνται εκ νέου οι ψήφοι για ποιόν από τους δύο ρόλους πήρε τις περισσότερες. Κι ανακηρύσσεται υποψήφιος για την ταινία για την οποία πήρε τις περισσότερες ψήφους. Κλείνουμε την παρένθεση.
Στην ταινία είναι επιστρατευμένο ένα γενικώς ενδιαφέρον cast είτε για μικρότερους ρόλους όπως η πάντα έξοχη ΑΛΙΣΟΝ ΤΖΑΝΕΫ , που είχε πάρει ΟΣΚΑΡ ως μαμά της Μάργκο Ρόμπι στο «Εγώ η Τόνυα» (εδώ, όμως, δεν έχουν κοινές σκηνές) κι εδώ σε τρεις σκηνές φτιάχνει θαύμα τη δικηγόρο του καναλιού, είτε για μεγαλύτερους ρόλους όπου ο ΤΖΩΝ ΛΙΓΘΓΚΟΟΥ στο ρόλο του «μπήχτη» διευθυντή ειδήσεων , μου άρεσε εξαιρετικά, με την αθωότητα και τη σιγουριά με την οποία τον υπερασπίστηκε . Μάλιστα, αναρωτήθηκα κάποια στιγμή και για την εμφάνιση του: Αν έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του τόσο πολύ ή αν όλο αυτό είναι υπόθεση μακιγιάζ. Αν ισχύει το δεύτερο, η ταινία έχει σίγουρη θέση στην τριάδα για Οσκαρ Μακιγιάζ-Κομμώσεων. Καθόσον οι κομμώσεις είναι οι πιο ενδιαφέρουσες που έχω δει φέτος σε contemporary movie, σε ταινία σύγχρονου θέματος δηλαδή, κι είναι κι ένας από τους λόγους που ο σκηνοθέτης ζητεί από τον διευθυντή φωτογραφίας διαρκώς κοντινά πλάνα για τις ερμηνεύτριες. Προβάλλει έτσι όχι μόνο τις ηθοποιούς αλλά και τη δουλειά των κομμωτών.
Στα Κοστούμια, από την άλλη μεριά, μου έκανε εντύπωση, όχι πάντα ευχάριστη , η καταφυγή στα πολύ χτυπητά χρώματα . Μα επειδή την ενδυματολογία την υπογράφει η κορυφαία ΚΟΛΗΝ ΑΝΤΓΟΥΝΤ με τα 4 ΟΣΚΑΡ, θέλησα να το εκλάβω ως σχολιασμό της αισθητικής του καναλιού. Κυρίως εκείνο το κόκκινο γιλέκο του του Τζων Λιθγκόοου,με παρέπεμπε απευθείας εκεί. Όπως και κάτι πολυχρωμίες της Σαρλίζ Θέρον στην αρχή, που στη συνέχεια, όταν η ηρωίδα γίνεται καταγγέλλουσα και σοβαρεύεται, άρχισαν οι μονοχρωμίες. Εξού και σκέφτηκα την πιθανότητα αισθητικού σχολιασμού μέσα από το ρούχο.