Για να γίνουν κατανοητά τα «περί μαθήματος», πρέπει να πω πρώτα τι πραγματεύεται το έργο, για όσους δεν το γνωρίζουν. Καταπιάνεται με την «Υπόθεση Ντρέυφους» Μια ιστορία που συντάραξε τη Γαλλία μετά το Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870, όπου η χώρα ηττήθηκε, και κατασκευάστηκε τότε ένας «προδότης» , ο οποίος, επειδή ήταν Εβραίος, γινόταν κι εύκολος στόχος ώστε να στραφεί η οργή προς κάποιον και να εκτονωθεί πάνω του. Ο κατασκευασμένος αυτός προδότης ήταν ένας έντιμος αξιωματικός και οικογενειάρχης, ο ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΡΕΫΦΟΥΣ. Ηταν , όμως, Εβραίος. Δικάστηκε, διασύρθηκε, απομονώθηκε, καταδικάστηκε, εξορίστηκε στο Νησί του Διαβόλου, αλλά η «Θεία Δίκη» έστειλε τον ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ, να διατυπώσει το περιβόητο «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» του, έχοντας συγκεντρώσει στοιχεία κι από κει να ξεκινήσει η αντιστροφή του κλίματος που μετά από πολλές περιπέτειες οδήγησε σε νέα δίκη, σε αναψηλάφηση, σε αποκατάσταση και κατέστησε τον Αλφρεντ Ντρέυφους συνώνυμο του αποδιοπομπαίου τράγου, της κατασκευασμένης πλάνης, της ενορχηστρωμένης στοχοποίησης.
Αληθινός Καλλιτέχνης ο Πολάνσκι, πιστός στον Εργοκεντρισμό αφού είναι βαθύτατος Γνώστης της Τέχνης κι ας είναι σκηνοθέτης με υπογραφάρα, με προσωπική σφραγίδα, σκηνοθέτης που αν και πήγαν να τον χρησιμοποιήσουν για τη θεωρία του auteur, δεν τους έκανε τη χάρη διότι αυτός ασχολήθηκε με τα ΕΙΔΗ αλλά με ένα δικό του τρόπο.
Το μεγάλο μάθημα του εργοκεντρικού Πολάνσκι, ήταν ο «Πιανίστας». Πριν από αυτόν ήταν κι ο «Μάκβεθ» όπου την προσωπική του τραγωδία, όταν κατέσφαξαν την έγκυο σύζυγο του Σάρον Τέητ( περιστατικό που ενέπνευσε και τον Ταραντίνο για δική του εργοκεντρική βερσιόν στο «Κάποτε στο Χόλυγουντ») δεν πήγε να την αφηγηθεί προσωπικά αλλά μέσω του Σαίξπηρ σε ένα από τα πιό «αιματωβαμένα» έργα του Βάρδου. Τότε, όμως, δεν είχε γίνει ιδιαιτέρως αντιληπτό.
Στον «Πιανίστα» είναι το μάθημα υπόκλισης προς ένα δάσκαλο από αυτό που μας μαθαίνει. Κι είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνουν στην Ελλάδα του auter-ισμού, αλλά κι έξω, οι ανάλογοι που θέλουν να μιλήσουν για κάτι και μας λένε το προσωπικό τους. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η προσωπική σου ιστορία ως ιστορία δεν ενδιαφέρει παρά μόνο αν μεταπλαστεί σε Τέχνη. Και φυσικά το έγκλημα το διαπράττουν θεωρητικοί και κριτικοί της άγνοιας αλλά και της τρισκατάρατης θεωρίας που εξηγούν τα μύχια της ψυχής του καλλιτέχνη, λες κι είναι ψυχίατροι του, κι επικαλούνται το τι θέλει να πει κλπ, κλπ.
Συγχέουν έτσι το ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ με το ΒΙΩΜΑ. Το βίωμα είναι αυτό που κουβαλάς μέσα σου και ψάχνεις να βρεις τρόπο, και κυρίως ΠΗΓΗ , για να το εκφράσεις. Ο Πολάνκι στον «Πιανίστα» είχε δώσει τα μεγάλα μαθήματα. Διότι επιθυμούσε διακαώς να κάνει κάποτε ένα φιλμ για το γκέτο της Βαρσοβίας, στο οποίο είχε ζήσει ο ίδιος ως παιδάκι, το κουβάλαγε ως τραύμα στην ψυχή του ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ 65 ΧΡΟΝΩΝ και να βρει τελικά την πηγή που θα του έδινε το έναυσμα να κάνει έργο το βίωμα του. Περίμενε την πηγή αλλά και την προσωπική ωρίμανση. Δεν κάθισε να μας γράψει και να μας πει τα όσα τράβηξε ο ίδιος διότι ως Ανθρωπος της Τέχνης ήξερε πως τα «ημερολόγια» αυτού του τύπου δεν είναι Τέχνη. Κι όταν έπεσε πάνω στο βιβλίο του ΒΛΑΝΤΙΣΛΟ ΣΠΙΛΜΑΝ, πήρε το εσωτερικό σήμα κι έβαλε μπρος, παραδίνοντας στην Κινηματογραφική Τέχνη ένα Αριστούργημα. Το δράμα του αγώνα επιβίωσης του πιανίστα κι οι τρόποι διαφυγής του, μέσα στη συνολική καταστροφή και το συλλογικό πένθος, έδωσε στον Πολάνσκι το σάλπισμα να αρχίσει να εκφράζει βιώματα μέσα από τα δράμα των χαρακτήρων. Λέγοντας μας έτσι πως ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΑ ΛΕΕΙ, ΟΧΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ. Αριστοτελικό πέρα για πέρα.
Τώρα, που ξαναμαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα πάνω του (τόχει κι η Μοίρα του, ίσως την προκαλεί κι ο ίδιος- ποιος να ξέρει..) και διασύρεται πανταχόθεν κι εντός της άλλοτε προοδευτικής (λέμε τώρα…) Γαλλίας για το «me too» και τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις κι η Γαλλία έχει ξεσηκωθεί ηθικολογικά εναντίον του και του μπουκοτάρει τις ταινίες, τον κατεβάζει από το πρόγραμμα της επίσης «προοδευτικής» Cinematheque, ακυρώνει συνεντεύξεις συνεργατών του, επιτίθεται στο Φεστιβάλ Βενετίας που τον βράβευσε-κάποιοι φτάνουν στο σημείο και να απολογούνται, βγάζει στους δρόμους της Γαλλίδες ως μαινάδες με πλακάτ…, κάτι ανάλογο με αυτό που γινόταν και στον Ντρέυφους!!! Δεν μιλώ περί αθωότητος Πολάνσκι, μιλώ, όμως, περί Στοχοποίησης.
Και με την «Υπόθεση Ντρέυφους» φέρνει πάλι ένα κινηματογραφικό μάθημα, σαν κι εκείνο του «Πιανίστα». Οπου, διαλέγει αυτό το θέμα για να μιλήσει περι μισαλλοδοξίας και κακόβουλου διασυρμού, χωρίς , ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, οι δύο υποθέσεις , του Πολάνσκι και του Ντρέυφους, να συνταιριάζονται αλλά και ποτέ κανείς δεν ξέρει την αλήθεια εφόσον δεν ήταν παρών. Στη δίκη του Ντρέυφους ήταν ακόμα πιο αδιάσειστα τα στοιχεία «ενοχής» που προσκόμιζαν οι ευυπόληπτοι μάρτυρες από τα στοιχεία που προσκομίζει η κάθε μια η οποία δηλώνει «σεξουαλικά παρενοχλημένη».
Το θέμα λοιπόν, ανεξαρτήτως ενοχής ή αθωότητος, είναι πως ο Πολάνσκι δεν κάθισε να μας πει τα δικά του αλλά μετέφερε στην οθόνη την «υπόθεση Ντρέυφους». Και με αυτήν ασχολείται. Πηγή, κι αυτή τη φορά είναι ένα μυθιστόρημα, πάνω στη δίκη, συγγραφέας του ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας ΡΟΜΠΕΡΤ ΧΑΡΙΣ, ο οποίος έχει κάνει και τη σεναριακή διασκευή με τη συνδρομή Πολάνσκι για την κινηματογραφικότητα του πράγματος, όπου κεντρικός ήρωας στο story δεν είναι ο Ντρεύφους (που τον παίζει ο ΛΟΥΙ ΓΚΑΡΕΛ σε λίγες σκηνές εμφάνισης) αλλά ο Συνταγματάρχης Ζωρζ Πικάρ, που τον ερμηνεύει έξοχα, με περισσή λιτότητα κι απόλυτα κινηματογραφική ενσυναίσθηση επιστρατεύοντας και την προσωπική του γοητεία, ο ΖΑΝ ΝΤΙΖΑΡΝΤΕΝ, στην καλύτερη ερμηνεία του μετά το «THE ARTIST» που του είχε χαρίσει και το ΟΣΚΑΡ το 2012. Εκεί έπαιζε με κορμί και πρόσωπο μια κι ο ρόλος ήταν βουβός και κρατούσε ένα ολόκληρο έργο με αυτά τα δύο "εργαλεί" (πρόσωπο-σώμα, όχι, όμως, και φωνή) (κάτι που έκανε αργότερα κι ο Ντι Κάπριο με εξίσου θαυμαστά αποτελέσματα στο «The revenant )ενώ εδώ, ακριβώς εκείνα τα "εργαλεία" που είχε επιστρατεύσει στην προηγούμενη σπουδαία ερμηνεία του, εδώ τα έχει «κατεβάσει» κι οι κινήσεις του, όπως κι οι εκφράσεις του, είναι απολύτως απέριττες.
Με τον Συνταγματάρχη Πικάρ ως κεντρικό πρόσωπο ,μας λέει την ιστορία της Δίκης του Ντρέυφους και θαυμάζουμε ένα κινηματογράφο κλασικό, ακαδημαϊκό (στο δικό μου λεξιλόγιο αλλά κι «εννοιολόγιο» η λέξη κρατά βαρύνουσα σημασία κι όχι μομφή) , αφηγηματικό, στέρεο, συμπαγή, με ηθοποιούς πρώτης κλάσεως όπου το μεγάλο μέρος της διανομής απαρτίζεται από στελέχη της «Comedie Francaise» κι είναι ένα θαύμα συνολικής ηθοποιίας , γαλλικού ρυθμού και συντονισμού των ηθοποιών μέσα σε εκπληκτικά set και κοστούμια που υπογραμμίζουν αυστηρότητα κι ακρίβεια.
Κι όμως να που έρχεται μια στιγμή κι ο Δάσκαλος σκοντάφτει πάνω στο ωραίο του Μάθημα: Προφανώς στην προσπάθεια του να κάνει μια ταινία νηφάλια κι όχι «κηρυγματική», κατεβάζει τους τόνους λίγο περισσότερο του κανονικού. Με αποτέλεσμα η ταινία να χάνει από ένταση, κρατά μόνο την ένταση που της δίνει το ίδιο το περιεχόμενο. Δεν σου μεταδίδει, όμως, και τη δύναμη που οφείλει και που δικαιούται να έχει.
ΥΓ. Δράττομαι της ευκαιρίας λόγω «υπόθεσης Ντρέυφους» να κάνω μια σύντομη αναφορά στην ελληνική ταινία πάνω στην ίδια υπόθεση, από το θεατρικό έργο του ΜΑΝΩΛΗ ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ, που είχε κάνει ο ΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ με τίτλο «ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ» όπου έπαιζε όλος σχεδόν ο θίασος Μυράτ που είχε ανεβάσει και το θεατρικό και στο οποίο ο Κατσουρίδης, με τα λιγοστά μέσα που του παρείχαν η «Φίνος Φιλμ» κι ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης (ό, τι μπορούσαν έκαναν οι άνθρωποι, όπως, άλλωστε, κι ο Μυράτ στο θέατρο) κατάφερνε κι έδειχνε κι εποχή και γαλλική ατμόσφαιρα (όσο τον έπαιρνε ως παραγωγή για κάτι τέτοιο ) κι είχε και μεγαλύτερη συγκινησιακή ένταση αλλά και πιο προβεβλημένη την αγανάκτηση απέναντι στην αδικία. Με Αλεξανδράκη, Μυράτ, Ζουμπουλάκη, Κωνσταντάρα, Γιάννη Αργύρη, Βυρ. Πάλλη κλπ) (Ετσι για την Ιστορία αλλά και για την «αποκατάσταση»)