Οσο δεν είχε σχέση το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» του Νίκου Φώσκολου, που κι εκείνο την ιστορία τριών αδελφών πραγματευόταν με περιβάλλον το λιμάνι του Πειραιά, έτσι δεν έχει σχέση και το τουρκικό των ημερών αυτών , του ΕΜΙΝ ΑΛΠΕΡ, που το έγραψε και στο σκηνοθέτησε , και το οποίο αφηγείται την ιστορία τριών αδελφών με φόντο την ορεινή Ανατολία.
Το διαχωρίζω επειδή τα φεστιβαλικά τουρκικά φιλμ, τύπου Τσεϊλάν, με τις απεριόριστες σιωπές και με το να μη συμβαίνει τίποτα, για να τα δικαιολογήσουν οι ωθούντες αυτά, τα πλασάρουν ως… τσεχωφικά (. Φυσικά και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον Τσέχωφ διότι στα έργα του μεγάλου Ρώσου πλήττουν οι χαρακτήρες κι όχι οι θεατές. Οπότε θα ήταν κρίμα , με τον τίτλο «Τρεις αδελφές» να νομίσει κανείς κάτι ανάλογο και να απέχει.
Διότι το έργο του Εμίν Αλπέρ δεν είναι τέτοιο, είναι ένα δράμα, στο οποίο ο θεατής δεν πλήττει ποτέ, δεν έχει απεριόριστο μάκρος, δεν υπάρχουν κενά και σιωπές, αντιθέτως υπάρχει ικανότατη δραματουργική αφήγηση και καλά δουλεμένος κινηματογράφος.
Με κύριο συντελεστή-συνεργάτη του σκηνοθέτη τον διευθυντή φωτογραφίας ο οποίος αποτυπώνει αφενός τα χρώματα της ορεινής Ανατολίας όχι όμως τουριστικά αλλά δραματουργικά, έτσι ώστε η όψη του έργου να γίνεται φιλόξενο περιβάλλον για τον ψυχισμό των τριών αυτών ηρωίδων. Κι από την άλλη, τα πλάνα του βρίθουν κινηματογραφικότητας
Επίσης, στην ικανότητα αφήγησης και κινηματογραφικής υλοποίησης να επισημάνω και κάτι ακόμα : Το ότι ενώ παίζεται το δράμα σε εσωτερικούς χώρους, κι ούτε καν πληθυντικός, σχεδόν στον εξής ένα- στον κεντρικό χώρο υποδοχής του ορεινού χωριατόσπιτου, ούτε καν στα δωμάτια δεν μας ξεναγεί διότι δεν υπάρχουν και πολλά, από το ίδιο το σενάριο όμως και τους διαλόγους που διαμείβονται παίρνουμε πλήρη εικόνα του σπιτιού, εντούτοις δεν υπάρχει ίχνος στατικότητας, αυτό που μερικοί το λένε «θεατρικότητα». Κι όλα αυτά χάρη στο επιμελημένο σενάριο, στο έως και εντυπωσιακό ντεκουπάζ, όπου όλο το έργο έχει μια δράση και μια κινητικότητα και μόνο όταν τελειώσει και το ξαναφέρεις στο μυαλό σου συνειδητοποιείς ότι μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο σπιτιού παιζόταν. Όμως αυτό το καταφέρνει επειδή διαθέτει ένταση. Εσωτερική ένταση. Συγκινησιακή ένταση. Μπορεί και πιάνει τη συναισθηματική ένταση των τριών αδελφών.
Οι οποίες ξαναβρίσκονται με τον πατέρα τους, ο οποίος ζει κάπου εκεί πάνω στα βουνά, ένας άξεστος τύπος, πατριαρχικός αλλά όχι και δοτικός στην φροντίδα του, που όμως δεν έκλεισε και την πόρτα, και τα κορίτσια από διαφορετική κατεύθυνση η κάθε μία κι από διαφορετική στιγμή, έρχονται να ξανασυναντηθούν. Βασικά, τις κόρες τις είχε «μοιράσει», τις είχε παραχωρήσει τρόπον τινα, στο να γίνουν ψυχοκόρες… Βέβαια, αυτά ξετυλίγονται λίγο λίγο, κατά την εκτύλιξη του δράματος, όπου μάλιστα τη μιά, στην αρχή του έργου την εκλαμβάνυμε κι ως παντρεμένη , με παιδί, και με έναν άντρα που δείχνει να την ποθεί αλλά εκείνη να μην τον θέλει και στη συνέχεια θα τα μάθουμε όλα.
Και θα τα μάθουμε όλα, διότι εξετάζονται κι αναλύονται κι απλώνονται κι οι χαρακτήρες των γύρω ανθρώπων, εκείνων που «έχουν» στο μάτι τις θυγατέρες, και στην ανάλυση απάνω κάποια από αυτά τα πρόσωπα θα μας γίνουν και συμπαθή, έως και θα μας αφυπνίσουν και συμπονετικά συναισθήματα.
Τότε είναι κι οι φορές που η κάμερα βγαίνει από το σπίτι κι ο σκηνές των γύρω παίζονται στο ύπαιθρο, κι έτσι κατατοπιζόμαστε πλήρως και για το τι υπάρχει γύρω ή πέρα από το σπίτι αλλά, με διακριτικό τρόπο τα συναισθήματα μας τα δείχνει κι ανάλογα με τις εποχές.
Σας είπα, είναι πολύ μελετημένο σε κινηματογραφικό επίπεδο ξεκινώντας από το σενάριο που εκ των πραγμάτων προηγείται ώστε να έχουμε την αίσθηση της κίνησης και της δράσης διότι ακριβώς λόγω «μελετηρότητας», το σενάριο προβλέπει και το μοντάζ που θα ακολουθήσει και τα εντός με τα εκτός του σπιτιού , συνθέτονται περίφημα.
Εξαιρετικοί κι οι ηθοποιοί, που τα ονόματα τους δεν γνωρίζω, κι ο «πατέρας» κι ο «σύζυγος» και φυσικά και τα τρία κορίτσια, η δε μικρούλα είναι και τόσο όμορφη .
Η ταινία είναι ανώτερη του αναμενόμενου.