Ηθελα να γράψω επειδή η ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ είχε πρωταγωνιστήσει στο γαλλικό σινεμά, με πρώτο όνομα το δικό της και με μεγαλύτερα γράμματα από του συμπρωταγωνιστή ΣΕΡΖ ΡΕΝΚΟΡ κι αυτό δεν είχε γίνει σε οποιαδήποτε γαλλική ταινία, που έτσι κι αλλιώς πάλι τιμή για τη Διδασκάλου θα ήταν αλλά σε ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου ΕΡΙΚ ΡΟΜΕΡ.
Όχι ότι αν έπαιζε σε οποιαδήποτε γαλλική ταινία δεν θα ήταν θέμα για να ασχοληθούν εκείνοι που έπρεπε αλλά στην υπογραφή ενός σκηνοθέτη από εκείνους που τους είχαν «θρησκεία» ειδικά στη δεκαετία του 80.. Ε, όπως και να το κάνεις, γίνεται πιο σημαντικό
Κι ενώ ασχολούνται με τον καθένα που βγαίνει στα πρωινάδικα και λέει ότι θα πάει ή πήγε στο Χόλυγουντ και σπανίως γυρίζει έστω και με ένα μονόλεπτο καρέ ως συμμετοχή σε φιλμ, η ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ είχε κάνει αυτά που ανέφερα πιο πριν αλλά ποιος να ασχοληθεί;
Μου είχε δοθεί το κίνητρο λοιπόν με την παράσταση της «πόρνης από πάνω» να επαναφέρω το θέμα όχι μόνο για την Κατερίνα αλλά και για το ίδιο το φιλμ του Ερίκ Ρομέρ που το είχαμε δει στο Φεστιβάλ Βερολίνου αλλά οι της θεωρίας του auteur, εκείνοι που τον εκθείαζαν ειδικά στα 80ς, πολλές φορές κι εις πείσμα κάθε λογικής (για κάποιες ταινίες), στον «Τριπλό πράκτορα» είχαν αποφασίσει να τον «τελειώσουν». Κι είχαν γράψει του κόσμου τις αηδίες , θαρρείς και μόλις είχαν ανακαλύψει το «ομιλητικό» του στυλ Ρομέρ, που είναι και το διαπιστευτήριο του…
Όταν θέλουν να σε τελειώσουν, όπως σε φτιάχνουν έτσι και σε πετάνε…
Κι όμως, ο «ΤΡΙΠΛΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ» είναι μια εξαιρετική στιγμή στην φιλμογραφία του ΕΡΙΚ ΡΟΜΕΡ, διότι, σοφός «Νέστωρ» πλέον, τολμάει να καταπιαστεί με ένα είδος που θεωρητικά είναι έξω από τα νερά του, το ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΟ, μόνο που το κάνει με τη δική του τεχνοτροπία και βάζει στο τραπέζι κι ένα θέμα περί ΕΙΔΩΝ και ΚΑΝΟΝΩΝ των Ειδών.
Για να δούμε λίγο και τα ΕΙΔΗ και τα περί ΚΑΝΟΝΩΝ αυτών. Λέμε ας πούμε το «κατασκοπικό» και το εννοούμε ΕΙΔΟΣ. Κι ως ένα βαθμό ισχύει απόλυτα. Ποιο κατασκοπικό όμως; Το κατασκοπικό θρίλερ; Την κατασκοπική περιπέτεια; Το κατασκοπικό δράμα; Κάθε ένα από αυτά υπάγεται στους κανόνες του ουσιαστικού που το συνοδεύουν. Διότι το κατασκοπικό, ως «επίθετο», από μόνο του χρειάζεται διευκρίνιση. Καθόσον άλλοι κανόνες ισχύουν για την κάθε περίπτωση, για το κάθε ουσιαστικό, το επίθετο από μόνο του δεν έχει ενιαίο κανόνα.
Οπότε, στην ουσία έχουμε το κατασκοπικό ως θεματολογία. Κι όχι ως ένα παγιωμένο είδος.
Ο Ερίκ Ρομέρ που βιαστικά έσπευσαν να τον καταδικάσουν οι του auter-ισμού και οι της Αγνοιας των κανόνων, μερικοί τον ειρωνεύτηκαν μάλιστα ότι θα σκηνοθετήσει κι επερχόμενο…Τζέημς Μποντ, στη δική του τεχνοτροπία, που είναι κατά βάση η συγγραφή ΔΙΑΛΟΓΩΝ και κατεπέκταση η σκηνοθέτηση αυτών των διαλόγων, αυτή τη φορά αποφάσιζε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα που εμπεριέχει κατασκοπεία, κινείται σε ιστορικό πλαίσιο αλλά είναι ένα έργο κι αυτό, όπως και τα άλλα του, που η εξέλιξη έχει να κάνει αποκλειστικά με τον διάλογο και με τον τρόπο που γράφει τους διαλόγους ο Ρομέρ, κι οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τους θεατρικούς διαλόγους. Είναι διάλογοι κινηματογραφικοί, έχουν τη συντομία τους και την παύση τους, εμπεριέχουν εξέλιξη κι αναδεικνύουν τους ανθρώπους που τους εκφέρουν, είναι διάλογοι για να παιχθούν εκφραστικά μπροστά σε φακό κι όχι πάνω σε Σκηνή.
Και στα έργα που τον ανέδειξαν αρχής γενομένης από το «ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΤ» για την οποία είχε υποψηφιότητες για Οσκαρ τόσο της Ξενόγλωσσης Ταινίας όσο και του Σεναρίου, ήταν διάλογοι πάνω σε θέματα σχέσεων, κυρίως ερωτικών, κυρίως τριγώνου…
Ως ένα βαθμό ήταν κι ένα σημείο τριγμού της σχέσης του υποφαινόμενου με το έργο του Ρομέρ επειδή ουσιαστικά έβλεπα μια αναπαραγωγή του «Μια νύχτα με την Μοντ» ακόμα και στις πιο καλές του ταινίες. Όμως οι διάλογοι ήταν διάλογοι, ο Ρομέρ ήταν εξπέρ σε αυτό κι εδώ, ανεξαρτήτως γούστου δεν μου παρεχόταν κανένα απολύτως δικαίωμα αμφισβήτησης.
Στον «ΤΡΙΠΛΟ ΠΡΑΚΤΟΡΑ» είδα τον γερο-Ρομέρ να μεταφέρεται αλλού: Πάντα οι σχέσεις αλλά σε ένα άλλο πλαίσιο. Στο Παρίσι του 1936, την εποχή που κερδίζει τις Εκλογές το αριστερό ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ και πυροδοτούνται εξελίξεις , που κινητοποιούν όλους τους μηχανισμούς ενώ ως το 1943 όπου τερματίζεται σεναριακά η ιστορία και γράφει τον επίλογο της, έχει περάσει παρασκηνιακά όλη η Ιστορία των χρόνων εκείνων, η ταραγμένη περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των συμπαρομαρτούντων . Και το σενάριο με τους διαλόγους, μέσω των διαλόγων- για να είμαι πιο ακριβής-έχει για ήρωα του τίτλου ένα Ρώσο εμιγκρέ στο Παρίσι, που εργάζεται για λογαριασμό μιας αδελφότητας , που είχε υπηρετήσει στον στρατό του Τσάρου κι είναι κόκκινο πανί για τους Σοβιετικούς , όμως, ανοίγει και με αυτούς παρτίδες ενώ κάνει και κάτι κρυφές επαφές με τους Γερμανούς του Χίτλερ, ..
Όλα αυτά, τα παρακολουθούμε μέσω των διαλόγων που παίζονται σε κλειστούς, εσωτερικούς χώρους, ατμοσφαιρικά αλλά και λιτά διακοσμημένους με κύριο μοχλό την Ελληνίδα σύζυγο του Ρώσου, την Αρσινόη, που την παίζει η Κατερίνα, η οποία είναι ζωγράφος, με επισφαλή υγεία, η οποία θαρρείς και του κρατεί τον αντίλογο ,η οποία δεν λείπει σχεδόν από κανένα πλάνο, κι η οποία θα χρησιμοποιηθεί από τον Ρομέρ ως βασικό στοιχείο για να δείξει το βάθος της μοναξιάς αυτών των ανθρώπων, αυτού του πράκτορα και του πως παίρνει στο λαιμό του ακόμα και τους ανυποψίαστους, αυτούς που δεν ήθελε να εμπλέξει για τη δική τους προστασία.
Το έργο συνδυάζει το ιστορικό πλαίσιο (με επίκαιρα εποχής να μας εισάγουν σε κάθε νέο σεναριακό κεφάλαιο- κινηματογραφικότατη κι ευρηματικότατη λύση), το κατασκοπικό σασπένς και την βαθιά ανθρώπινη ψυχολογία.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον διότι , με τους τρεις παραπάνω συνδυασμούς, φτιάχνεται ένα σύνολο το οποίο και ψυχαγωγεί κι επιμορφώνει κι ακούμε κι ωραία πράγματα, και που ποτέ δεν βαριόμαστε διότι οι διάλογοι αφενός έχουν ρυθμό κι αφετέρου δεν έχουν ούτε μια περιττή λέξη που να μην πηγαίνει την ιστορία παρακάτω. Η δε Κατερίνα Διδασκάλου παίζει με απίστευτο αέρα Γαλλίδας ηθοποιού σε ρόλο Ελληνίδας ζωγράφου, κι ο αέρας της, οι τρόποι της, οι παύσεις της , ο ρυθμός της, η δραματικότητα της δεν έχουν τίποτα το επιτηδευμένο , αντίθετα όλα αυτά που κάνει τα κάνει με αξιοσημείωτη λιτότητα αλλά και με μια αριστοκρατικότητα, μια γοητεία, μια συμμετοχή πολύ… γαλλική θα έλεγα, που φοράει το ρούχο και δεν την φοράει εκείνο, που η δραματικότητα της είναι υποχρεωτικά εσωτερική αφού είναι μια γυναίκα που δεν πρέπει να ρωτά για το τι ακριβώς δουλειές κάνει ο άνδρας της. Είναι ακριβώς η γυναίκα ενός τέτοιου άνδρα. Τι ότι είναι όμορφη το βρίσκω περιττό να το αναφέρω, από τη στιγμή που είναι δεδομένο. Οι κινήσεις της, η άνεση της, η αύρα της, το πώς στήνει το σώμα της, η αριστοκρατικότητα με την οποία προβάλει τον πονεμένο αστράγαλο στη σκηνή του χορού που την υποχρεώνει να διακόψει και να καθίσει, ο υπαινικτικός τρόπος με τον οποίο σταδιακά μας περνά υπόνοιες υγείας, είναι θαυμάσια.
Κι ο Σερζ Ρονκάρ και οι ηθοποιοί που παίζουν το ζεύγος των κομμουνιστών γειτόνων είναι εξαιρετικοί αφού έχουν γερά σεναριακά πατήματα.
Η ταινία «ξεχάστηκε» σχεδόν εξ αρχής αλλά τώρα πιά , την εντόπισα και σε πλατφόρμες και στη συνδρομητική τηλεόραση οπότε δίνει την ευκαιρία σε όποιον ενδιαφέρεται να τη ψάξει και να τη δει, τόσο για την Κατερίνα Διδασκάλου όσο και για τον Ερίκ Ρομέρ…Για το κρίμα κι άδικο του πράγματος…