«ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ» είναι θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα ΛΕΝΑΡΝΤ ΓΚΕΡΣ, το οποίο είχε ανεβαστεί και στην Ελλάδα , με πολύ μεγάλη επιτυχία , από το θίασο ΓΙΑΝΝΗ ΦΕΡΤΗ-ΞΕΝΙΑΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ , τη σαιζόν 1970-71 (μάλιστα, τις παραστάσεις του τις είχε ξεκινήσει από Θεσσαλονίκη) με μάνα την ΣΜΑΡΩ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ και σκηνοθέτη-εραστή τον ΓΙΩΡΓΟ ΔΙΑΛΕΓΜΈΝΟ. Ξανανεβάστηκε αργότερα από τους ίδιους με μάνα την ΜΑΙΡΗ ΛΑΛΟΠΟΥΛΟΥ και «σκηνοθέτη» τον ΝΙΚΟ ΚΑΠΙΟ. Κι αρκετά αργότερα το είχε ξανά ανεβάσει κι ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ, ο παραγωγός, στο θέατρο «Αττικόν» της οδού Κοδριγκτώνος με την ΕΛΕΝΗ ΕΡΗΜΟΥ και τον ΧΡΗΣΤΟ ΠΟΛΙΤΗ , όπου τη μάνα υποδυόταν η ΑΝΝΑ ΠΑΪΤΑΤΖΗ και τον εραστή ο ΑΛΚΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΣ.
Όλα αυτά συνέβησαν από το ξεκίνημα ως το φινάλε της δεκαετίας 70 κι είναι ένα έργο πολύ μα πολύ 70ς. Εχει μια τρυφερή, ερωτική ιστορία ως βάση κι έχει και μια αντίληψη και μια περιγραφή κοινωνικού περιβάλλοντος και καταστάσεων που εκείνη την εποχή έκαναν πολύ μα πολύ μοντέρνα, ήταν εστιασμένο στην αλλαγή αντιλήψεων. Με λανθάνουσα παρουσία του χιπισμού που εκείνη την εποχή χαρακτήριζε μεταξύ άλλων και ντυσίματα και διάκοσμο και συμπεριφορές φυσικά.
Αυτό που κάνει το έργο διαφορετικό και larger than life, είναι που ο ήρωας του έργου είναι τυφλός. Εκ γενετής τυφλός. Κι αποφασίζει να ζήσει μόνος του, μακριά από την υπερ-προστατευτική και καταπιεστική, δεσποτική μητέρα. Και γνωρίζεται με μια κοπελίτσα, λίγο αφελή, αρκετά επιπόλαιη, ανώριμη συναισθηματικά αλλά κι ευαίσθητη, λίγο φρικιό της εποχής, που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη ζωή της. Και κάποτε , καταφθάνει στο διαμέρισμα ως επισκέπτρια η μητέρα. Η οποία ζει σε καλή αστική περιοχή του Σαν Φραντσίσκο και φρικάρει με αυτό που βλέπει, κυρίως, όμως, με το γιό της για τον οποίο αγωνιά κι από την αγωνία του καταπιέζει η ζωή και του διαλύει τις σχέσεις.
Το ότι ο συγγραφέας σκέφτηκε να κάνει τον ήρωα τυφλό είναι που δίνει στο έργο μια διαφορετικότητα κι επειδή είναι extreme αυτό, το γράφει το έργο με τους κανόνες της κομεντί, διαφορετικά το θέμα του τυφλού θα πάρει άλλη διάσταση. Από την άλλη, αν τον είχε ως ένα «κανονικό» νέο απέναντι σε μια δεσποτική μητέρα, δεν Θα ήταν έργο.. Ειδικά για την Αμερική όπου τα παιδιά ανεξαρτητοποιούνται από πολύ νωρίς. Θα έπρεπε τότε να γραφτεί ένα άλλο έργο κι αν η μητέρα ήταν τόσο παρεμβατική σε ένα «κανονικό» νέο , θα ήθελε άλλη επεξεργασία, εντελώς δραματική αλλά και πάλι δεν θα μπορούσε να σταθεί στη σκηνή με αυτούς τους όρους
Ο Λέναρντ Γκερς βρήκε ακριβώς αυτά τα στοιχεία που χρειαζόταν, έφτιαξε τους χαρακτήρες μέσα από υπέροχους διαλόγους και παντού υποσκάπτονται τα πάντα με κωμική διάθεση, το δράμα φρενάρει στα σωστά σημεία.
Αποτέλεσμα μια μεγάλη επιτυχία στο θέατρο, που έγινε παγκόσμια και φυσικά αυτομάτως αγοράστηκαν τα δικαιώματα και για τον κινηματογράφο από τον παραγωγό ΜΑΙΚΛ ΦΡΑΝΚΟΒΙΤΣ που δούλευε τότε για την «Κολούμπια».
Τα έργο το ανέλαβε ο ΜΙΛΤΟΝ ΚΑΤΣΕΛΑΣ. Ο άνθρωπος αυτός , Αμερικανός ελληνικής καταγωγής, ήταν ένας μέγας δάσκαλος ηθοποιών, στην Καλιφόρνια τον είχαν θεό, διεύθυνε επί χρόνια το THE BEVERLY HILLS PLAYHOUSE, το οποίο ήταν εφάμιλλο του ACTOR’S STUDIO, ήταν κάτι σαν Actor’s Studio της Δυτικής Ακτής. Εκεί πήγαιναν, ως τον θάνατο του, οι ηθοποιοί, μεγάλοι και μικροί, φιντάνια και φίρμες, κι έκαναν μαζί του μαθήματα κι ασκήσεις , ΔΙΑΡΚΩΣ . Αδιακόπως κι ακαταπαύστως. Ο τρόπος διδασκαλίας ήταν βαθύς και μοναδικός.
Είχα πάει σε μάθημα του κι εκείνος που το κατάλαβε βαθιά , όταν επέστρεψα και μετέφερα την εντύπωση, ήταν ο αείμνηστος ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, που τον ήξερε και πέθαινε για αυτά τα στούντιο, για αυτά τα προγράμματα διαρκούς καλλιέργειας του ηθοποιού. Το μάθημα του που είχα παρακολουθήσει, και δεν ήταν της μίας επίσκεψης, ήταν μια άσκηση που έβαλε στους ηθοποιούς πάνω στο έργο του Τζων Πρίστλευ «Επικίνδυνη στροφή». Είναι ένα έργο, στο οποίο υπάρχει νεκρός που δεν τον βλέπουμε κι υπάρχουν και τα πρόσωπα του δράματος που όλα είχαν κάποια σχέση μαζί του. Ο Κατσέλας τι έκανε ώστε να μπουν βαθιά στους ρόλους και στην ψυχολογία του εκάστοτε χαρακτήρα , οι ηθοποιοί; Τους έβαλε, τον καθένα με βάση το ρόλο που αναλάμβανε, να αυτοσχεδιάσει τη σχέση του με το νεκρό, σν να ήταν κείμενο γραμμένο, σαν να ήταν αυτό που θα παρουσιαζόταν στη σκηνή. Να φτιάξει σκηνές με όσα είχαν προηγηθεί πριν το ξεκίνημα του έργου.Και φυσικά το τι έβγαινε από εκεί, μην τα ρωτάτε. Δεν τους έβαλε να μάθουν το κείμενο και να τους δείξει από ποια πόρτα θα μπαίνουν κι από ποια θα βγαίνουν.. Τους έβαλε σε άσκηση μεγάλου βάθους πάνω στο ζητούμενο. Ώστε να σκύψουν στα βάθη των χαρακτήρων και στη συνέχεια να φέρουν στην επιφάνεια- και στη σκηνή!- όσα τους επιτρέπει το ίδιο το έργο αλλά με μορφή ..διαμαντιών (υποκριτικής)
Αυτό ως ένα παράδειγμα ζωντανό περί του ποιος ήταν ο Μίλτον Κατσέλας. Ενας μέγας δάσκαλος ηθοποιών.
Το έργο το έκλεισαν για να παίξει την «πεταλουδίτσα» η ΓΚΟΛΝΤΙ ΧΩΟΥΝ που ήταν ανερχόμενη αστέρι με ΟΣΚΑΡ β’ ρόλου για το «ΑΓΚΑΘΙ» όπου είχε κλέψει την παράσταση από τον Γουόλτερ Ματάου και την Ινγκριντ Μπέργκμαν κι είχε συμβόλαιο συνεργασίας με τον παραγωγό Μάικλ Φράνκοβιτς. Δίπλα της θα λάνσαραν νεαρό , τον ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΑΛΜΠΕΡΤ, γιό του ηθοποιού ΕΝΤΥ ΑΛΜΠΕΡΤ, ο οποίος δεν μακροημέρευσε, και για το ρόλο της μητέρας την ΑΪΛΗΝ ΧΕΚΑΡΤ που είχε παίξει το ρόλο στο θέατρο με υποψηφιότητα για «Τονυ». Ηταν αυτή που κρατήθηκε από τη θεατρική διανομή, δεν θέλησαν να την πειράξουν Ο όρος , όμως , ήταν προφανώς ότι το έργο θα μείνει όπως έχει και δεν θα μετατραπούν οι εικόνες κι ο λόγος σε δράση. Με αυτό τον όρο προφανώς πουλήθηκαν τα δικαιώματα, τη διασκευή την έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας του, και προφανώς για το βάρους προς τους ηθοποιούς ανέλαβε ο δάσκαλος Κατσέλας.
Μόνο που ο Κατσέλας ήταν ένας μέγας δάσκαλος ηθοποιών, όπως είπαμε, αλλά δεν ήξερε από σινεμά! Ηξερε μόνο από ηθοποιούς.
Κι εδώ είναι που αξίζει τον κόπο η μελέτη για το τι συνολικό κι ομαδικό πράγμα είναι ο κινηματογράφος. .
Και τη δουλειά του στησίματος της ταινίας την ανέλαβε ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ, ο ΤΣΑΡΛΣ ΛΑΝΓΚ.
Ο οποίος έστησε αφενός μια απίστευτη φωτιστική σύνθεση εντός πλατώ. Αφού η ταινία θα γινόταν στο πλατώ και θα κρατούσε τους εσωτερικούς χώρους που ήταν έργο «μονοσάλονο», όπως λέγαν και στο θέατρο, έργο ενός σκηνικού. Ο Τσαρλς Λανγκ ζήτησε από τον διευθυντή σκηνογραφίας χρώματα παρδαλά και ψυχεδελικά να βάλει στο σκηνικό του , κυρίως στα αξεσουάρ του σκηνικού. Ώστε και τον χαρακτήρα του ενοίκου να βγάζει, του λευτερωμένου τυφλού με τις καλλιτεχνικές τάσεις αλλά και να επιτρέψει στον ίδιο τον Λανγκ να κάνει φωτισμούς που θα φτιάχνουν μια όμορφη χρωματική αίσθηση μέσα σε αυτό το ένα σκηνικό. Και θα δίνουν στην ταινία και φιξάρισμα κομεντί. Συγχρόνως, ανέλαβε να κάνει –και κάνει!!!- απίθανα κοντινά πλάνα στους ηθοποιούς, σιγά τους πολλούς που είχε, ακριβώς σε αυτούς τους λίγους ηθοποιούς, να κάνει φωτισμούς προσώπων ώστε μέσα από εκεί να προβάλλεται η διδασκαλία του Κατσέλας. Εστησε ένα φωτιστικό κόσμο μέσα στο πλατώ.
Στη μακρά παραμονή μου στην κινηματογραφική Αμερική, είχα κάνει ατέλειωτες συζητήσεις με αμέτρητους διευθυντές φωτογραφίας, όπως τις είχα κάνει κι εδώ με δικούς μας πριν φύγω. Ολοι μιλούσαν για τη δυσκολία των εξωτερικών γυρισμάτων , για το φυσικό φως, πως εκεί κακά τα ψέματα είναι ο ηρωισμός των διευθυντών φωτογραφίας και συνηγορούσαν σε αυτό κι οι σκηνοθέτες. Όμως, όλοι παραδεχόντουσαν από την άλλη, το πόση φαντασία χρειάζεται ώστε να κάνεις φωτισμούς εντός πλατώ, να φωτίσεις χρώματα, να πετύχεις ομορφιά ή κι ατμόσφαιρα μέσα σε ένα «νεκρό» πλατώ που αρχίζεις και συνθέτεις. Και δεν συνθέτεις ένα μιούζικαλ ή κάτι φανταχτερό από την ίδια του τη μάνα, μα κάτι που ορίζει η φαντασία σου ενώ τηρείς και τους όρους, τα προσχήματα, της ρεαλιστικής συμβασης.
Φυσικά κι αυτό το είδαν και το πρόσεξαν οι διευθυντές φωτογραφίας και το πρότειναν ως ένα από τα πέντε για το Οσκαρ της χρονιάς εκείνης. Οπου το ντεκόρ δεν του έδινε το θέμα έτοιμο αλλά τα πατήματα που είχε αναζητήσει ο ίδιος προκειμένου να κάνει τη φωτιστική σύνθεση.
Οπως κάτι ανάλογο είδαν κι οι ηχολήπτες, όπου εδώ έγινε άλλου τύπου σύνθετη δουλειά. Αφενός ο ήχος στο πλατώ με την κρυστάλλινη καθαρότητα των αρθρώσεων αφού το έργο θα κρατούσε τη θεατρική του ιδιαιτερότητα οπότε ο λόγος των ηθοποιών έπρεπε να γίνεται πρωταγωνιστικός. Διότι ήχος στο σινεμά δεν είναι μόνο τα μπαμ-μπουμ, είναι κι οι φωνές τω ηθοποιών όταν εναρμονίζονται σε κλειστό , στουντιακό περιβάλλον. Αυτή όμως είναι η μισή δουλειά του ηχητικού επιτεύγματος. Η άλλη μισή , το αφετέρου, είναι πως στις τρεις –τέσσερις φορές που το βγάζουν έξω , στο δρόμο, έτσι για λίγο, για να «σπάσει» η μονοτονία του «μονοσάλονου», οι ηχολήπτες κάνουν το εξής φοβερό: Κρατούν το ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ήχο του δρόμου ως background και φέρνουν μπροστά τον καθαρό ήχο των φωνών που είναι ακριβώς ο ίδιος ήχος φωνών με τον ήχο φωνών του πλατώ, που όμως, έχουν κι αυτές ηχογραφηθει στο δρόμο… Όπως στην περίπτωση της ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ μιλήσαμε για σύνθεση φωτισμών , στην περίπτωση ΗΧΟΛΗΨΙΑΣ μιλάμε για σύνθεση ήχων δρόμου και φωνών πλατώ ηχογραφημένων σε δρόμους κι ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥΣ ανάλογα.
Και προτάθηκαν κι οι ηχολήπτες για το Οσκαρ, σε ένα έργο που εκ προοιμίου δεν κατατάσσεται στα «έργα ήχων».
Είναι, όμως, οι δύο τομείς που ανέλαβαν να μετατρέψουν σε κινηματογράφο το στατικό θεατρικό έργο που δεν ήθελε να αλλάξει μορφή και δούλεψαν όλοι για λογαριασμό του Κατσέλας ο οποίος από αυτά δεν ήξερε, ήξερε όμως από άλλα: Από ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ!! Κι έφτιαξαν φωτογράφος κι ηχολήπτες το σκηνικό ώστε να προβληθεί η δουλειά του Κατσέλας πάνω στους ηθοποιούς με αποκορύφωμα τη ΜΑΝΑ, όπου η ΑΪΛΗΝ ΧΕΚΑΡΤ δεν είχε επιλεγεί τυχαία από την πρώτη, θεατρική διανομή όπου ο διευθυντής φωτογραφίας με τα κοντινά του πρόβαλε έκτυπα την εις βάθος διδασκαλία του Κατσέλα και τις απίστευτες , απύθμενες αποχρώσεις της ΑΪΛΗΝ ΧΕΚΑΡΤ σε κάθε ατάκα, σε κάθε βλέμμα, ερμηνεία δραματικού χαρακτήρα σε τόνους και ύφος κομεντί, και συνύπαρξη παράταιρων στοιχείων όπου η γυναίκα αυτή είναι και αυστηρή, και παρεμβατική ,και προστατευτική, κι αυταρχική αλλά συγχρόνως, και χωρίς να το δείχνει ,ΚΑΠΟΥ ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΚΑΙ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ.
Το τι προεργασία έκανε η ηθοποιός για το ρόλο στο θέατρο και τι καινούργια επεξεργασία για μεταφορά αυτού του πράγματος σε ερμηνεία σινεμά και να αποδειχτεί κι η πιο λιτή από τις πέντε υποψήφιες, εκεί είναι που έχουμε να κάνουμε με τον Κατσέλα και που εστίασε και ποιοι ανέλαβαν αυτό να το κάνουν πράξη, να του δώσουν ζωή. Κι η ΑΪΛΗΝ ΧΕΚΑΡΤ με τη μακρά θητεία της ρολίστα πήρε το ΟΣΚΑΡ για αυτό το σύνθετο και συνάμα λιτό παίξιμο. Σύνθετο παίξιμο τόσο από πλευράς στοιχείων χαρακτήρα όσο και ΣΥΝΥΦΑΝΣΗΣ ΕΙΔΩΝ.!!
Κι έτσι, το «ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ» έγινε Κινηματογράφος!!!!
ΥΓ. Από τις δικές μας που το έπαιξαν στο θέατρο, πλησιέστερη στο πρότυπο της Χέκαρτ ήταν η Μαίρη Λαλοπούλου. Η Σμάρω Στεφανίδου ήταν η πιο επιβλητική. Τις αλα Κατσέλας αποχρώσεις τύπου Χέκαρτ τις είχε η Λαλοπούλου.