Ο τωρινός «ΠΙΝΟΚΙΟ» φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του ΜΑΤΕΟ ΓΚΑΡΟΝΕ, ο οποίος στις σκηνοθεσίες του είναι κάπως βαρύς, δεν έχει την «ελαφράδα», έχει βέβαια την αισθητική που την έχουν όλοι οι Ιταλοί από την ίδια τους τη φύση, τις αναγεννησιακές καταβολές.
Κι ο «Πινόκιο» του είναι κάπως «βαρύς». Είναι βαρύς στην επιλογή των χρωμάτων, είναι κάπως σκοτεινός στο πως φωτίζονται το καφε και το μπεζ που κυριαρχούν ως χρώματα Σκηνογραφικής Διεύθυνσης, είναι στη «σκοτωμένη» εκδοχή αυτών των χρωμάτων κι όχι στη λαμπερή ή τη λουσάτη.
Όμως, έτσι γίνεται κι αποτελεσματικός ο εν λόγω «ΠΙΝΟΚΙΟ» διότι δι αυτού του τρόπου ο σκηνοθέτης μέσω των συνεργατών του επιτυγχάνει και κάτι που μεταβάλει το έργο σε «διαφορετικό»: Επιτυγχάνει το να περάσει την αίσθηση μιας εποχής, της εποχής ας πούμε που γράφτηκε το παραμύθι και που η εποχή δεν ήτα μόνο της μιας κοινωνικής πλευράς, των αριστοκρατών δηλαδή της Φλωρεντίας με τα ωραία και πανάκριβα αλλά των λαϊκών στρωμάτων, μέσα από τα οποία ξεπηδά ο «Πινόκιο». Κι επίσης αφήνει ως υπαινιγμό και την ψυχική διάθεση εκείνου που έγραψε το παραμύθι διότι ο «Πινόκιο» είναι ένα παραμύθι στο βάθος του μελαγχολικό που μπορεί, όμως, και προσφέρει την αισιοδοξία της αγάπης.
Η αισθητική επιλογή έχει πληρότητα και κάνει το έργο να λειτουργεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν ξεπέφτει σε αισθητικούς πειραματισμούς εις βάρος του παραμυθιού και του έργου. Οπότε κι ο φυσικός αποδέκτης που υποθέτουμε-και ισχύει λογικά- ότι είναι τα παιδιά, δεν θα ξαφνιαστούν, δεν θα εξαπατηθούν, τους προσφέρει το πλαίσιο, το «ρούχο» αν θέλετε με τα οποίο κυκλοφορεί και στο οποίο κυκλοφορεί το συγκεκριμένο παραμύθι.
Το καφέ –μπεζ της σκοτωμένης απόχρωσης που ανέφερα πιο πάνω, δεν είναι κάτι γενικό κι αόριστο μα είναι το χρώμα του ξύλου. Το χρώμα του υλικού δηλαδή με το οποίο κατασκευάζεται ο Πινόκιο, δηλαδή ένα κομμάτι ξύλο στο οποίο ένας μοναχικός άνθρωπος, ο Τζεπέτο, κάθισε και σκάλισε κι έφτιαξε ένα παιδί, έναν άνθρωπο , ένα πλάσμα με ψυχή ανθρώπου, ξύλινη κατασκευή και με μια «ιδιαιτερότητα», μια «ανωμαλία», την τεράστια μύτη. Δίνοντας έτσι ο συγγραφέας του παραμυθιού Κάρλο Κολόντι και την «γελωτοποιό» διάσταση, που βγαίνει μέσα από τα παραμύθια, από το λαϊκό θέατρο και τα λαϊκα θεάματα της εποχής, από τους γελωτοποιούς και τους παλιάτσους που καθρέφτιζαν τη λαϊκή ψυχαγωγία των πλατειών εκείνης της εποχής και που για την Ιταλία έγιναν μια πηγή Πολιτισμού, που επηρέασε σε πρώτη γραμμή και τις άλλες Τέχνες και κυρίως το θέατρο και μετέπειτα και το σινεμά ως φυσικό επακόλουθο.
Πάνω σε αυτό που αναφέρω περί γελωτοποιών και λαϊκών θεαμάτων χειροκροτώ την εμφάνιση του ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΠΕΝΙΝΙ στο ρόλο του Τζαπέτο. Ο Μπενίνι είναι ακριβώς αυτό το πράγμα γι αυτό κι η Ιταλία τον έχει σύμβολο Πολιτισμού, είναι ένας καλλιτέχνης που εκπροσωπεί αυτό ακριβώς: Τους buffoni , τους «γελωτοποιούς» καλλιτέχνες που συγγενεύουν με τους pagllacci, τους παλιάτσους που λέμε, διαφέρουν, όμως, από τους giullari, που είναι οι γελωτοποιοί της Αυλής, στους οποίους, όμως (δεύτερο «όμως»..), προσδίδουν στοιχεία buffone ή pagliaccio, όταν τους θέλουν για την Τέχνη.
Αυτό εκπροσωπεί ο Μπενίνι που οργώνει την Ιταλία κάνοντας ζωντανά κωμικά θεάματα και τιμάται από Πανεπιστήμια ως Επίτιμος Καθηγητής, ενός πολιτισμικού είδους που κρατιέται ζωντανό και καταλήγει να θεωρείται ως δεύτερος (χρονολογικά) Τσάπλιν αφού κι ο Σαρλώ από τους παλιάτσους είχε εμπνευστεί τον ανθρωπάκο του, τον Σαρλώ. Τέτοια είναι η πολιτισμική επιρροή αυτού του είδους. Για να μη σας πω ότι δεν μου βγαίνει από το μυαλό πως κι ο ΕΝΤΜΟΝΤ ΡΟΣΤΑΝ στη σύλληψη του «Συρανό Ντε Μπερζεράκ» δεν είχε κατά νου, έστω κι ασύνειδα, τον Πινόκιο στη νέο-ρομαντική του προέκταση
Χώρια το γεγονός πως από τους buffoni δημιουργήθηκε και είδος ρόλων στην παγκόσμια κωμωδία, οι «μπουφόνικοι» ρόλοι για «μπουφόνους» (ή «μπούφους»- από δω βγαίνει η λέξη «μπούφος») κωμικούς. Από αυτή την ιταλική επιρροή. Ένα τέτοιο είδος ρόλου, για παράδειγμα, στα ελληνικά δεδομένα είναι ο ρόλος του «Μπρίλη» στο « Η ΡΕΝΑ ΕΞΩΚΕΙΛΕ» (γνωστό με τον ,κινηματογραφικό τίτλο «ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΑΝΤΑ») των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου που στο φιλμ τον αναδεικνύει ο Γιάννης Γκιωνάκης ως υπόδειγμα «κωμικού «μπούφου»».
Ο Μπενίνι, λοιπόν, με όλο αυτό το φορτίο που κουβαλάει, κάνει εδώ μια τεράστια Υπέρβαση: Δεν παίζει τον Τζεπέτο με βάση την ταυτότητα του αλλά τον παίζει ως καρατερίστα απίστευτης λιτότητας. Πάνω σε μια πολύ καλή συνεννόηση προφανώς με τον σκηνοθέτη πως από τη στιγμή που ο Τζεπέτο είναι ο δημιουργός, ο λαξευτής και σμιλευτής του ξύλινου «Πινόκο» δεν πρέπει να είναι «Πινόκιο» ο ίδιος. Υπάρχει και κάτι ακόμα που θα ήθελα να προσθέσω πάνω σε αυτό το οποίο στη δική μου αντίληψη λέει πολλά περί Καλλιτεχνικής Ψυχής: Ο Μπενίνι πριν από χρόνια κατέγραψε την ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥ σκηνοθετώντας έναν δικό του «Πινόκιο» ο οποίος του ξέφυγε παντελώς. Σε όλα τα επίπεδα. Το ότι χρόνια μετά κι ενώ στο σινεμά εμφανίζεται σποραδικά κι όχι συστηματικά, επιλέγει να επανέλθει με τον «Πινόκιο» ενός άλλου , όχι φυσικά στο ρόλο του ¨Πινόκιο διότι έχουν περάσει και τα χρόνια ,δείχνει πολλά. Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να το επεξεργαστεί αυτό, όπως θέλει και μέχρι όπου τον πάει….
Ακόμα κι Αστρολογικά, με μια αυτοτιμωρία του Σκορπιού για την αυτό-υπενθύμιση μιας Αποτυχίας!!! Και τη δημόσια έκθεση- αυτομαστίγωμα-υπενθύμιση!!!!
Το μεγάλο μερίδιο κέρδους από όλη την ταινία πέφτει πάνω από όλα κι όλους στις πλάτες των μακιγιέρ , κυρίως για αυτό το εκπληκτικό ανθρωπόμορφο μακιγιάζ χρώματος ξύλου στον ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΙΕΛΑΠΙ που κάνει τον Πινόκιο. Έπονται τα κοστούμια αλλά κι η μουσική που είναι κινηματογραφική, παραμυθοειδής, μελαγχολική- ΝΤΑΡΙΟ ΜΑΡΙΑΝΕΛΙ.