Με αυτό τον τύπο, τον κάπως «χοντροκομμένο», γράφει και σκηνοθετεί μια κωμωδία που κάνει αίσθηση για τον τρόπο που βάζει στο mainstream τις ομοφυλόφιλες γυναίκες , στο είδος κομεντί.
Η Μπαλασκό καταφέρνει και συνδυάζει την ερωτική κατάσταση ανάμεσα σε δυο γυναίκες και το επεκτείνει και σε άλλες και συγχρόνως όλο αυτό το κάνει κωμωδία αστεία, με πολλά σεναριακά ευρήματα και με μια καθολικότητα στο θέμα «ομοφυλοφιλία», στα πλαίσια , όμως, της κομεντί
Στον καιρό εκείνο δεν φοβήθηκε μήπως την κατηγορήσουν για στερεότυπα, στον καιρό εκείνο που το έκανε ίσως να φοβήθηκε μόνο την υποκρισία. Σήμερα με το «πολιτικώς ορθόν» της Νέας Λογοκρισίας θα μπορούσε να ακουστεί και κάτι τέτοιο το οποίο φυσικά, όπως κάθε τι του «πολιτικώς ορθόν» θα ήταν αντικαλλιτεχνικό κι αντιδραστικό πέρα για πέρα. Όχι μόνο για το γεγονός πως πρόκειται για κωμωδία αλλά ακόμα κι αν επρόκειτο για δράμα…
Ο τίτλος, που δεν καταλαβαίνει ο θεατής τι εννοεί, αφορά στα γαλλικά σε μια έκφραση κομμωτηρίου, γύρω από ένα τύπο γυναικείου κουρέματος. Αυτόν της ηρωίδας της Μπαλασκό, που την κάνει να φαίνεται πιο… αντρογυναίκα. Από κει και μετά, το «γκαζόν» πήρε διαστάσεις και κατέληξε λέξη ασαφής που ελκύει, ωστόσο, την περιέργεια. Κι η ελληνική απόδοση είναι εύστοχη στο περιεχόμενο, ναι, αυτό το … «γκαζόν» έφταιγε για όλα.
Κι ο καμβάς του σεναρίου έχει να κάνει με μια παντρεμένη γυναίκα που την παίζει η ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΑΜΠΡΙΛ η οποία τότε ήταν στα πολύ πάνω της αλλά δεν της φτούρησε παρόλο ότι δεν της έλειπαν τα προσόντα, η οποία εγκατέλειψε μια καριέρα χορού για τον έρωτα, άφησε την πατρίδα της την Ισπανία κι ήρθε στη Γαλλία και ζει τη ζωή νοικοκυράς με δυο παιδάκια κι ένα σύζυγο που του αρέσουν τα… ξυνόμηλα- όπως έλεγε η Σμυρνιά γιαγιά μου, για τους γυναικάδες
Ο σύζυγος δεν αφήνει θηλυκιά γάτα, την γυναίκα του , όμως, τη θέλει νοικοκυρά και μια μέρα , εντελώς τυχαία θα βρεθεί στο σπίτι, περαστική, μια… νταλικέρισα , η Μπαλασκό , η οποία θα μιλήσει στην καρδιά της και το πάρε δώσε μεταξύ τους θα εξελιχθεί σε ερωτικό. Με τον σύζυγο να πανικοβάλλεται, να τα χάνει, να αντιδρά και να μπαίνει στο κλίμα και στις εξελίξεις και στις περιπέτειες και τις ανατροπές που του επιφύλαξε η κωμωδία.
Οι χαρακτήρες είναι τόσο πιστευτοί, όσο χρειάζεται για μια κωμωδία, να είναι πιστευτοί σε αυτά που τους συμβαίνουν ώστε να προκαλούν το γέλιο με το μπέρδεμα μαζί και πράγματι μας ελκύουν για αυτά που τους συμβαίνουν και γελάμε και θα ήταν ανοησία να αναλογιστούμε την πραγματική ζωή. Το τελευταίο πρέπει να το προσέχουμε γενικώς, κι όχι μόνο στις κωμωδίες, διότι στην αναπαραστατική Τέχνη, στη μίμηση πράξεως με μυθοπλασία, αυτό που ενδιαφέρει είναι να νιώσει ο θεατής, όσο διαρκεί το έργο πως ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ που την ιστορία τους παρακολουθεί, ΕΤΣΙ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Αρκεί να γίνεται με τους κανόνες των ορίων της σύμβασης και της ποιητικής άδειας
Η Μπαλασκό το κεντάει το σενάριο της και σκηνοθετεί ανάλογα την αβίαστη κωμικότητα.
Τότε , στο 1996 η επιτυχία του το οδήγησε μέχρι τα «Σεζαρ» στις μεγάλες κατηγορίες κι έφυγε ΜΕ ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Ενδιαφέρον έχει ωστόσο πως οι ΓΑΛΛΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ της ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ που δίνουν τα «ΣΕΖΑΡ», στους ηθοποιούς για υποψηφιότητα έστειλαν τους δύο άντρες και καμία από τις δύο γυναίκες. Εχει ενδιαφέρον διότι μπορεί γύρω από τις γυναίκες να στήνεται ο καμβάς, όμως, ο πελαγωμένος άντρας του ΑΛΑΙΝ ΣΑΜΠΑ, είναι ο ωραίος ρόλος της ταινίας, αυτός είναι ο ρόλος με τις διαρκείς εξελίξεις κι ο ηθοποιός τον παίζει χωρίς να ξεφεύγει ούτε στον πόντο, από τη μεριά του πελαγωμένου αρσενικού!! Ενα τόνο που βρήκε ο Σαμπά και τον κράτησε σε όλη τη διάρκεια, ως πρίσμα κοιτάγματος του ρόλου. Και στην supporting κατηγορία, που κι οι Γάλλοι «β΄ρόλου» την αποκαλούν (κι από αυτούς το έχουμε πάρει κι οι Ελληνες), προτάθηκε ο ΤΙΚΥ ΟΛΓΚΑΔΟ, στο ρόλο του φίλου του ζευγαριού που λειτουργεί ως κωμικός παρατηρητής αυτού που συμβαίνει αλλά στο τέλος ,του έχει κι αυτού μια αποκαλυπτική σκηνή η Μπαλασκό για το «ποιος είναι;» κι είναι η σκηνή που, έστω και σύντομη, έδωσε άλλη υπόσταση στο ρόλο και τον έκανε άξιο για υποψηφιότητα. Διότι, τι έχουμε πει; Οι ερμηνείες αξιολογούνται με βάση τους ρόλους κι οι ρόλοι με βάση το σενάριο. Όλα αυτά είναι ένα σύνολο μέσα από το οποίο αξιολογείται και κρίνεται ο ηθοποιός κι όχι από το αν έκανε ωραία μια σκηνή ξεμακιγιαρίσματος στον καθρέφτη ή αν είπε με ωραία έκφραση μια ατάκα ή για ένα βλέμμα διαπεραστικό.... Αν τα συγκεκριμένα δεν προσδίδουν στο ρόλο μια άλλη διάσταση, μια ανατροπή, ένα συμπλήρωμα, μια ολοκλήρωση.. Και βέβαια μέσα από το τι θέση είχαν στο σενάριο κι όχι αν έγιναν «αυθαίρετα» για εντυπωσιασμό είτε με πρωτοβουλία του ηθοποιού είτε με πονηράδα του σκηνοθέτη ώστε να πάρει το κοινό. Για αυτά ο ηθοποιός θα πάρει καλή κριτική, δεν θα πάρει όμως και βραβείο ηθοποιίας.
Θα κλείσω με τη μουσική, με τη χρήση της μουσικής η οποία υπογράφεται σκηνοθετικά αν και θα μπορούσε να είναι και διατυπωμένη από το ίδιο το σενάριο: Το περίφημο, πολυαγαπημένο τραγούδι «LA STORIA D’UN AMOR», το οποίο το ακούμε δύο φορές, στη Μυθική Εκτέλεση της ΔΑΛΙΔΑ, σε δύο σκηνές που αφορούν στις γυναίκες, την πρώτη φορά μισό, την δεύτερη σχεδόν ολόκληρο ως αποθέωση κι υπογράμμιση. Την τρίτη, όμως, φορά το ακούμε από ΑΝΔΡΙΚΗ εκτέλεση, και μάλιστα στα ισπανικά, και με αυτό κλείνει κι η ταινία, όταν το σενάριο αποφασίζει να ολοκληρώσει με focus στον άνδρα… Πολύ έξυπνο. Και με συναίσθημα σκαμπρόζικο το εύρημα .