Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε μια κατασκοπική ιστορία (που βασίζεται κι αυτή σε αληθινό περιστατικό…) (τα τελευταία χρόνια η φαντασία θαρρείς και βρίσκεται στο πυρ το εξώτερον και τα έργα χρειάζονται διαπιστευτήρια «ντοκουμέντου» για να σταθούν ως έργα),που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ψυχροπολεμική» με την έννοια ότι η κατασκοπική ιστορία έχει να κάνει με το καθεστώς της Κούβας. Και σύμφωνα με τα όσα «δίδασκαν» επί σειρά ετών οι αγκιτάτορες, το «ψυχροπολεμικό» από περιεχόμενο είδους μεταβαλλόταν σε καλλιτεχνική ρετσινιά. Λες και τα κατασκοπικά, από τη στιγμή που παρουσιάζουν σύγκρουση μεταξύ χωρών κι οι κατάσκοποι δουλεύουν για λογαριασμό μιας χώρας, έχουν ιδεολογικά προσχήματα. Κατάσκοποι είναι και κατασκοπικά έργα γυρίζονται σε όλα τα καθεστώτα από όλα τα καθεστώτα.
Στο συγκεκριμένο φιλμ, τα αποτελέσματα οδηγούν σε ένα μπέρδεμα διότι από τη μια με το που βλέπουν «Κούβα» θα πρέπει να ρίξουν τη ρετσινιά του «ψυχροπολεμικού», άρα να το απαξιώσουν. Από την άλλη εκτίθενται και οι ίδιοι , και μπερδεύονται διπλά, οπότε η «κριτική» τους θα χαρακτηριστεί από σύγχυση κι ασυνέπεια, διότι από αυτούς που θα χαρακτήριζαν έτσι μια περιπέτεια με κατασκόπους εναντίον του κουβανικού καθεστώτος και του Φιντέλ, πόσοι άραγε είναι υπέρ του καθεστώτος, υπέρ του Φιντέλ , υπέρ της Κούβας;
Το ίδιο ίσχυε, φυσικά, και για τις άλλες ψυχροπολεμικές ταινίες, τις αμερικάνικες αλλά και τις εγγλέζικες (το ότι έκαναν κι οι Ανατολικοί τέτοια φιλμ ήταν κάτι που απαλειφόταν από τους αγκιτάτορες κι από τους μη σκεπτόμενους αποδέκτες τους), κι άκουγες ανθρώπους ή διάβαζες «κριτικούς» που αντιπαθούσαν τον κομμουνισμό, να κατηγορούν τις αμερικάνικες ,κατασκοπικές ταινίες για «ψυχροπολεμικές».
Αυτό βέβαια, επειδή το αμερικάνικο σινεμά ήταν που κυρίως φρόντισε το είδος και το έφτιαξε ως είδος και το ολοκλήρωσε..
Οι Γάλλοι, επειδή δεν είναι κομπλεξικοί ούτε απέναντι στα είδη ούτε απέναντι στους Αμερικάνους (για το αμερικάνικο σινεμά δεν το συζητάμε, το τιμούν με το παραπάνω) κάνουν εδώ ένα φιλμ, το οποίο θα μπερδέψει κι άλλο «κριτικούς» και IMDB- ήδες. Κι επειδή οι τελευταίοι της διπλής συνομοταξίας δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν και να αναλογιστούν τα παραπάνω, θα το απαξιώσουν κινηματογραφικά, ώστε να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Όπως είχαν κάνει και με την ταινία του ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΑ «ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ» και βγήκαν οι ΓΑΛΛΟΙ, πάλι οι ΓΑΛΛΟΙ ,και τους εξέθεσαν (αλλά μερικούς μήνες αργότερα), στα ΒΡΑΒΕΙΑ «ΣΕΖΑΡ» όταν οι ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ κι οι ΓΑΛΛΟΙ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΙ- μέλη της, πρόκριναν ως Νο 1 ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ της ταινίας ακριβώς αυτό, το βιβλίο του Βαρουφάκη στην επεξεργασία και μεταφορά Γαβρά και το πρότειναν για ΣΕΖΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΕΚ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ.
Στο «ΑΒΑΝΑ, Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ», που υπογράφει σκηνοθετικά ο ΟΛΙΒΙΕ ΑΣΑΓΙΑΣ ο οποίος αποδεικνύεται πολυπράγμων και γνώστης των ειδών του σινεμά, όχι μόνο σε αυτό το φιλμ, έχει ήδη δείξει τι είναι από πιο παλιά, παίρνουν το αμερικάνικο είδος και ξεκινά η ιστορία. Με ήρωα ένα πιλότο της κουβανικής αεροπορίας που αυτομολεί στις ΗΠΑ , εγκαταλείπει τη γυναίκα του και το παιδί τους, χωρίς να τους έχει ενημερώσει και μαζί με το κατασκοπικό, δημιουργείται και οικογενειακό-συναισθηματικό θέμα.
Παράλληλα, μερικοί ακόμα Κουβανοί αξιωματούχοι αυτομολούν στις ΗΠΑ, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, με δικά του θέματα ο καθένας που αφήνει πίσω, κι έτσι ο κεντρικός ήρωας μεταβάλλεται σταδιακά από πρόσωπο σε ομάδα.
Εκεί, στο Μαϊάμι όπου καταλύουν, τους περιμένουν Κουβανοί φυγάδες αλλά κι η CIA και στήνουν μηχανισμό απελευθέρωσης Κουβανών αντικαθεστωτικών και μεταφοράς τους στις ΗΠΑ. Όμως εκεί μέσα, μεταξύ Κουβανών, CIA και λοιπών, στήνονται και γέφυρες με τα καρτέλ κοκαϊνης από την Κολομβία ενώ η κυβέρνηση της Κούβας, όποιον εκφράζεται κατά του καθεστώτος της, τον κατηγορεί για συνεργάτη του Εσκομπάρ, του Κολομβιανού βαρώνου της κοκαϊνης.
Ας σημειωθεί ότι το σενάριο λαμβάνει χώραν εκεί στις αρχές δεκαετίας του ’90, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση κι η Κούβα έμεινε χωρίς προστάτες, κι έπεσε πείνα και τότε άρχισαν οι καραβιές των φυγάδων προς το Μαϊάμι..
Όμως, είπα στην αρχή της κριτικής, ότι πρόκειται για προϊόν αμερικάνικης μεν πατέντας αλλά το φτιάχνουν και το πουλάνε οι Γάλλοι οι οποίοι έχουν αναγεννήσει την κινηματογραφική βιομηχανία τους και θέλουν να δώσουν δική τους σφραγίδα στο προϊόν, να πάρουν πελατεία από τη μεγάλη πίττα, και να τους κάνουν δικούς τους πελάτες. Θέλουν μέσα από το προϊόν δηλαδή να υπογραμμίσουν και τη δική τους κουλτούρα
Ετσι, η εξέλιξη του έργου σε βάζει σε υποψίες-αν δεν σε έχει βάλει από την αρχή, είναι θέμα γνώσης των Κανόνων Σεναρίου-και το έργο οδηγείται σε διαφορετική κατεύθυνση από εκεί που περίμεναν ότι θα πάει.
Κι αν μπέρδευε διπλά, όπως είχα αναφέρει παραπάνω, τώρα τους μπερδεύει τους IMDB-ήδες και τους κληρονόμους των αγκιτατόρων της «κριτικής», τριπλά και τετραπλά.
Οπότε, είναι λογικό να δεχτεί επιθέσεις απαξίωσης ακόμα περισσότερες.
Περιττό να πω ότι χωρίς να πρόκειται για κατασκοπικό ολκής, είναι ένα φιλμ που βλέπεται τόσο μα τόσο ευχάριστα , έχει το σασπένς του, έχει τα οικογενειακά του, και βάζει τα πράγματα σε μια σειρά, σαν να συνεργάστηκαν δύο αντίπαλοι κόσμοι κι ο ένας εξ αυτών τη βγήκε από πάνω…
Περισσότερα δεν μπορώ να πω διότι δεν θέλω καθότι δεν επιτρέπεται να χαλάσω την όποια διάθεση του μελλοντικού θεατή.
Ο ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΜΙΡΕΖ ως ημι-κεντρικός ήρωας της ιστορίας, έχει την παρουσία, έχει και τη δραματικότητα στα σημεία, υπέροχη η ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ στο ρόλο της γυναίκας του όπου ο χαρακτήρας της περνά από 40 κύματα, τα ίδια καλά λόγια θα έλεγα και για την υπόλοιπη διανομή είτε εκείνους που τους ευνοούν παραπάνω οι ρόλοι είτε τους άλλους που τους δίνουν ένα μόνο πάτημα αλλά στέκονται πάνω του και δημιουργούν, όπως, ας πούμε, η ΑΝΑ ΝΤΕ ΑΡΜΑΣ ή ο εντελώς αγνώριστος ΓΚΑΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΠΕΡΝΑΛ.
Κινηματογραφικά, ο ρυθμός τρέχει, δεν σκοντάφτει και σεναριακά δεν κάνει κοιλιές η ιστορία. Γι αυτό κι είπα ότι παρακολουθείται ευχάριστα.
Βέβαια, η σύγχυση για το αν θα «πρέπει» να αρέσει ή να μην αρέσει είναι ένα ΕΞΩ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ πρόβλημα , που δεν έχει να κάνει με τον ΟΛΙΒΙΕ ΑΣΑΓΙΑΣ.
Δεν μπορώ να πω περισσότερα….