1. ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ
Το πρώτο και κυριότερο είναι ότι εδώ υπάρχει σεναριακή βάση, σεναριακό υλικό. Υπάρχει το βιβλίο του ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ, υπάρχει από κάτω ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Στο οποίο βιβλίο ο Γκοντάρ παρενέβη μόνο δημιουργικά, έβαλε τις δικές του γκονταρικές πινελιές, δεν έκανε άλλου τύπου παρεμβάσεις, δεν το μετέβαλε σε σεναριακό «σκαρίφημα». Με βάση το βιβλίο του Μοράβια βγαίνει σενάριο κι εδώ έχουμε τον Γκοντάρ, με την σκηνοθετική του μεν υπογραφή, αλλά να δουλεύει έργο ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Το οποίο αφηγείται μια ιστορία με ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, με ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ, και μας ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι μεταξύ τους σχέσεις ενώ μας γοητεύει και το πλαίσιο στο οποίο κινούνται και το οποίο είναι «κινηματογραφόφιλο» (όχι…. «σινεφίλ», καταλαβαίνετε τη διαφορά…τουλάχιστον όπως την τοποθετεί ο υπογράφων κατά καιρούς σε κριτικές και άρθρα του).
Ο κεντρικός ήρωας είναι σεναριογράφος, που φιλοδοξούσε κι εξακολουθεί να φιλοδοξεί να είναι συγγραφέας βιβλίων κι όχι σεναρίστας, αγοραίος ή μη-αδιάφορο, κι έχει αναλάβει να γράψει το σενάριο μιας ταινίας με ήρωα τον Οδυσσέα. Μια ταινία που θα γυριστεί στην Τσινετσιτά, η οποία στο συγκεκριμένο σενάριο είναι ένας τόπος έρημος, ημι-εγκαταλελειμμένος και την οποία θα σκηνοθετήσει ο ΦΡΙΤΣ ΛΑΝΓΚ, όπου έχει προσληφθεί αυτοπροσώπως ο διάσημος Γερμανός Σκηνοθέτης να υποδυθεί τον εαυτό του- ένα στοιχείο στο οποίο ο Γκοντάρ μπορεί να βασίζεται για να περνά και τις δικές του θεωρητικές απόψεις αλλά που τελικά το μεταχειρίζεται ως «πινελιά», δεν παρεκτρέπεται ποτέ προς την θεωρητικολογία ή προς την παραδοξολογία, όπως σε άλλες του ταινίες που δηλώνονταν ως πιο «προσωπικές» αν κι η «Περιφρόνηση» μια χαρά προσωπική ταινία είναι! . Ο εν λόγω σεναριογράφος ζει το υπαρξιακό του ζήτημα, αφενός με τον Αμερικανό παραγωγό, ο οποίος παρουσιάζεται ωμός αλλά όχι βλάκας κι αφετέρου με την όμορφη γυναίκα του, η οποία κάποια στιγμή θα πέσει στην αγκαλιά του παραγωγού μέσα από την έννοια της αμοιβαίας περιφρόνησης του ζευγαριού μεταξύ τους.
2. ΚΑΡΛΟ ΠΟΝΤΙ.
Θα μπορούσε η σειρά να πηγαίνει αντίστροφα, να ξεκινάμε δηλαδή από τον Πόντι κι ύστερα να πηγαίνουμε στον Μοράβια. Διότι εδώ υπάρχει παραγωγός, υπάρχει παραγωγή, ένας παραγωγός που ξέρει να σέβεται τους κανόνες και ξέρει για ποιο λόγο πήρε τα δικαιώματα του βιβλίου και τι λέει το βιβλίο, τι είδους βιβλίο είναι. Προφανώς θα είχε αγοράσει τα δικαιώματα «πακέτο» με το “La ciociara” (ελλ. Τίτλος «Η ατιμασμένη») κι έδωσε εκείνο στον Βιττόρριο Ντε Σίκα για να του μεταβάλει την Λόρεν σε Μανιάνι, όπως μου είχε πει ο εγγονός του Ντε Σίκα , στο τι ζήτησε ο Πόντι από τον παππού του, και το δεύτερο το έδωσε στον Γκοντάρ, ή ήρθε σε συνεννόηση με τον Γκοντάρ. Δεν ξέρω αν ο ίδιος είχε αγοράσει και τα δικαιώματα μαζί του τρίτου βιβλίου, του «Κονφορμίστα» και μετά τα παραχώρησε στον αδελφό του Μπερτολούτσι ή σε κάποιον άλλον από τους συμπαραγωγούς , πάντως βλέπουμε ότι από τον ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ, φτιάχτηκαν μεγάλες κινηματογραφικές καριέρες. Με τον Πόντι στην παραγωγή ο Γκοντάρ έχει όλη τη δυνατότητα να φτιάξει ταινία όμορφη, πλούσια, με γυρίσματα στο Κάπρι, με οικονομικές δυνατότητες στον διευθυντή φωτογραφίας ΡΑΟΥΛ ΚΟΥΤΑΡ να χρησιμοποιήσει φωτισμούς μεγάλης παραγωγής και να βγάλει ένα αισθητικό αποτέλεσμα υψηλών προδιαγραφών, να φωτιστούν μοναδικά τα μοναδικά φυσικά χρώματα αλλά και τα χρώματα των εσωτερικών χώρων που απεικονίζουν το διαμέρισμα του συγγραφέα και τη βίλλα του παραγωγού και βεβαίως να φωτιστεί ως μεγάλη σταρ, ως αυτό που ήταν, η Μπριζίτ Μπαρντό. Συγχρόνως, η παρουσία του παραγωγού είτε με τις αμερικάνικες διασυνδέσεις του είτε με τους Γάλλους συμπαραγωγούς του, μπόρεσε να εξασφαλίσει τα δυνατά ονόματα , τον ΜΙΣΕΛ ΠΙΚΟΛΙ για το ρόλο του συγγραφέα, ο οποίος τον παίζει «σβησμένο», σαν να έχει «πεθάνει» μέσα του, χωρίς εξάρσεις, ακόμα κι όταν ξεσπάει ή αγανακτεί, και τον ΤΖΑΚ ΠΑΛΑΝΣ από Αμερική μεριά, ο οποίος είναι πραγματικά εξαιρετικός στο ρόλο του παραγωγού, ο Γκοντάρ του φτιάχνει περιτύλιγμα καλλιτεχνικής υπογραφής κι ο Τζακ Πάλανς ανταποδίδει προσφέροντας τον δυναμισμό του. Με επίγνωση μιας υφέρπουσας χυδαιότητας από μεριάς χαρακτήρα που την παλεύει και τη μεταχειρίζεται διακριτικά , όσο του καθορίζουν τα πλαίσια της Σκηνοθεσίας..
Με άλλα λόγια, ο Ζαν Λυκ Γκονταρ ακολουθεί εδώ τους κανόνες των Εργων και κάνει την πιο ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ταινία της καριέρας του, Εργοκεντρική και ΚΑΘΟΛΟΥ Εγωκεντρική, δείχνοντας σκηνοθετική αξία απέναντι στην έννοια Εργο κι όχι στον “auteur”, χωρίς να υποτιμά τον τελευταίο, χωρίς να απαρνείται τον εαυτό του. Παίζει, όμως το κινηματογραφικό παιχνίδι με Σύνεση και με Γνώση εξού το Αποτέλεσμα
3. ΜΠΡΙΖΙΤ ΜΠΑΡΝΤΟ
Όλα τα παραπάνω που είπα για τον Γκοντάρ σε συνάρτηση με τον Συγγραφέα Μοράβια και τον Παραγωγό Πόντι που κάνουν την ταινία ξεχωριστή, έρχονται και κάνουν focus, στην ΜΠΡΙΖΙΤ ΜΠΑΡΝΤΟ. Στην επιλογή της Μπριζίτ Μπαρντό για το ρόλο της γυναίκας του συγγραφέα στην εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση και τελικά αξιοποίηση της προσωπικότητας της και της εικόνας της και μεταβάλουν την «Περιφρόνηση» σε ταινία της Μπριζίτ Μπαρντό. Κι ας μην είναι αυτή, η κεντρική ηρωίδα του σεναρίου. Όμως η σταδιακή εξέλιξη του ρόλου της, έτσι όπως μας τα είπε ο Ταραντίνο στα masterclass κι όλα όσα έχω διδαχτεί πάνω στο ΣΕΝΑΡΙΟ και γύρω από το Σενάριο, λένε πως ένας ρόλος εξελίσσεται καθ’ οδόν σε πρωταγωνιστικός, στο πόσο κινητοποιεί με τη σειρά του την ιστορία. Ο Γκοντάρ στήνει το φιλμ με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήγει σε ταινία της Μπαρντό, σε αφίσα της Μπαρντό, στην ταύτιση της ταινίας με την Μπριζίτ Μπαρντό, από τότε που γυρίστηκε ίσαμε σήμερα.
Ο τρόπος που τη σκηνοθετεί είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Της δίνει υπόσταση, την υιοθετεί, δεν την τσαλακώνει, αντίθετα την προβάλει στις μεγάλες της ομορφιές, με θελκτικές πόζες, με μια εκπληκτική αποτύπωση του γυμνού της. Με αποτέλεσμα, ο Γκοντάρ κι η «Περιφρόνηση» παίρνουν από τα θέλγητρα της και τη σαγήνη της, η ίδια παίρνει από τη συνεργασία αυτή ένα στοιχείο, φαινομενικά αδιόρατο, ένα στοιχείο που είχε πάρει κι από την «ΑΛΗΘΕΙΑ» του ΑΝΡΥ ΖΩΡΖ ΚΛΟΥΖΩ (την καλύτερη ταινία της από πλευράς δραματικών απαιτήσεων), όπως κι από μερικές ακόμα καλές ταινίες της που γύρισε με σοβαρούς σκηνοθέτες (βλ Λουί Μαλ αλλά και Ροζέ Βαντίμ-μην τον υποτιμούμε) και συνθέτει αοράτως , προσδίδει αοράτως στην προσωπικότητα της, το επιπλέον. Όχι αποκλειστικά για τον κινηματογράφο αλλά και για τις άλλες της εκδηλώσεις. Ακόμα και για φωτογράφιση περιοδικού. Γι αυτό κι όλες οι έξυπνες, μεγάλες σταρ έχουν συνεργαστεί με σημαντικούς σκηνοθέτες επειδή μέσα από την συνεργασία αυτή αποκτούσε η εικόνα τους ένα επιπλέον πρόσημο.
ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ, λοιπόν, την ταινία χωρίς αυτά τα τρία στοιχεία . Θα ήταν η ίδια; Επ’ ουδενί.
ΥΓ. Δεν θα ήθελα να κλείσω χωρίς να έχω αναφέρει την μουσική του ΖΩΡΖ ΝΤΕΛΕΡΥ…Έναν ήχο σαν «ρέκβιεμ» όταν κινείται ο ήρωας -κι οι λοιποί μαζί του- στην άδεια Τσινετσιτά κι ένα ήχος ανάτασης αλλά και μπόλικης μελαγχολίας όταν βρίσκεται στο Κάπρι και κοιτάζει από το ύψωμα τη μεσογειακή «απεραντοσύνη». Ενας ήχος που εκφράζει απολύτως την ψυχολογική του διάθεση.