Το ένα και βασικό στοιχείο είναι το πως το διαχειρίζεται ο σκηνοθέτης ΑΛΜΠΕΡΤ ΠΙΝΤΟ’. Καταλανός.
Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι κι εδώ υπάρχει εμφανής κοινωνική αναφορά κι έτσι οι άνθρωποι που κυκλοφορούν είναι χαρακτήρες κι όχι ανδρείκελα.
Οι Ισπανοί που τα αρκετά πλέον τελευταία χρόνια έχουν φτιάξει σχολή πάνω στο είδος «θρίλερ» και σε όλες του τις υποδιαιρέσεις- εξού κι οι «δηθενάδες» τελευταίως άρχισαν να σνομπάρουν τους Ισπανούς και τα θρίλερ τους νομίζοντας ότι έτσι δηλώνονται «ψαγμένοι»- δεν απαξιώνουν την ιταλική επιρροή πάνω σε αυτό που λέγεται «κοινωνική αναφορά», κι έτσι τόσο τα θέματα όσο κι οι χαρακτήρες, ακόμα κι όταν δεν έχουν ανάλογη ανάπτυξη, καταφέρνουν κι έχουν ταυτότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για κάθε είδος κι είναι αυτό που δίνει ακόμα μεγαλύτερη υπόσταση στα είδη τα λεγόμενα «ελαφρά» ΄η «κατώτερα». Όπως είναι το είδος που λέγεται «θρίλερ»
Οι ήρωες του έργου κουβαλάνε σταυρό, έχουν εγκαταλείψει την επαρχία στην οποία ζούσαν όπου δεν κατάφερναν να βγάλουν τα προς το ζην, έχουν υποθηκεύσει σπίτι, φτάνουν στη Μαδρίτη με σκοπό την ανεύρεση εργασίας που θα τους βοηθήσει να ζήσουν όσο πιο αξιοπρεπώς γίνεται και συγχρόνως να ξεχρεώσουν την υποθήκη που φαίνεται να μην ξεχρεώνεται.
Κι εγκαθίστανται σε ένα παλιό σπίτι στην οδό ΜΑΛΑΣΑΝΙΑ 32, του τίτλου, κάτι σαν να λέμε «Στουρνάρα 288». Δρόμος υπαρκτός της ισπανικής πρωτεύουσας αλλά με «αριθμό» που να υποδηλώνει δραματουργία και μόνο. Μην κουβαληθούν τίποτε θεατές έξω από κανένα κτίριο στη μαδριλένικη οδό κι αριθμό κι αρχίζουν να το πετροβολούν ως ….στοιχειωμένο.
Οι ήρωες, μια πολυμελής οικογένεια , με πατέρα, μητέρα, τρία παιδιά (το ένα, η μεγαλύτερη κόρη, από προηγούμενο γάμο ή σχέση- δεν διευκρινίζεται, μόνο υπαινιγμός παίζει- της μητέρας), και παππού που τα έχει ολίγον χαμένα, μπαίνουν σε διαμέρισμα της παλιάς πολυκατοικίας, λόγω φθηνής τιμής. Το έτος είναι το 1976, που σε μας μπορεί να μη λέει πολλά αλλά είναι, για τους Ισπανούς, ο πρώτος χρόνος μετά το θάνατο του Φράνκο και με ένα οικονομικό πρόβλημα που ενέσκηψε τότε, κρατούσε από παλιότερα, κι αφορούσε στη ζωή στην ισπανική επαρχία.
Εγκαθίστανται λοιπόν σε αυτό το διαμέρισμα, όπου, όμως, προηγουμένως, έχουμε δει ως πρόλογο κάτι που συνέβη 4 χρόνια πριν, το 1972, σε αυτό το σπίτι, το οποίο με αυτό τον τρόπο μας έχει προετοιμάσει για το τι περιμένει τους χαρακτήρες του έργου.
Και φυσικά αρχίζουν να συμβαίνουν αυτά που υποπτευόμασταν, ίσως όχι με τον τρόπο βεβαίως που τα υποπτευόμασταν.
Κι ο τρόπος, όμως, κι η κλιμάκωση κι η λύση κι η κάθαρση άπτονται της κοινωνικής αναφοράς πολλαπλώς παρόλο ότι δεν το δηλώνουν. Γι αυτό κι είπα ότι η κοινωνική αναφορά χρησιμεύει κυρίως στο να δίνει ταυτότητα. Και στα πρόσωπα και στο θέμα.
Οπωσδήποτε είναι ένα θρίλερ στοιχειωμένου σπιτιού.
Αυτό που κάνει την ταινία να παρακολουθείται δυναμικά είναι ο τρόπος που το διαχειρίζεται ο σκηνοθέτης. Σαφώς κι όλα έχουν να κάνουν με το σενάριο ή μάλλον, από το σενάριο εκπορεύονται κι από το πως οι σκηνές είναι γραμμένες. Είναι γραμμένες όμως με βάση την κλιμάκωση και το στήσιμο που θέλει να κάνει ο σκηνοθέτης.
Κι ο σκηνοθέτης επιλέγει ως πολύτιμους συνεργάτες τον διευθυντή φωτογραφίας και την ομάδα των Ηχοληπτών.
Και στήνει μια αφήγηση φωτισμών και κίνησης κάμερας η οποία συμπληρώνει κι οδηγεί παραπέρα τα στοιχεία που του δίνει το σενάριο, το σκούρο καφέ που έχει επιλέξει ο υπεύθυνος Σκηνογραφίας ως κυρίαρχο χρώμα για να βγάλει την εγκατάλειψη και τα σαράκι του χρόνου, δίνει στο διευθυντή φωτογραφίας τα όπλα να στήσει φωτισμούς ερεβώδεις που να επαυξάνουν την αγωνία, το φόβο και το μυστήριο κι η κάμερα του να κινείται με υπολογισμό θαρρείς τα όρια του νευρικού συστήματος ώστε να μη γίνεται απωθητικό, να μη γίνεται σπλάτερ ακόμα κι όταν θα έλθει η στιγμή για μια σκηνή σπλατεριάς που είναι σκηνή κλιμάκωσης, αναπόφευκτη
Το δε team του Ηχου συνοδεύει διακριτικά κι όχι φασαριόζικα την εκάστοτε κίνηση ή και στάση της κάμερας , κάνοντας τον Ηχο βασικό συνεργάτη της Φωτογραφίας και κύριο συντελεστή της Σκηνοθεσίας.
Από Ατμόσφαιρα το έργο παίρνει Αριστα. Εξού κι ανέφερα στην αρχή του κειμένου ότι κάνει το κοινότοπο να γίνεται συναρπαστικό.
Βέβαια, δεν μας αφήνει τίποτε περισσότερο, όταν τελειώσει η ταινία, από το δίωρο της παρακολούθησης, δεν είναι θρίλερ που το παίρνεις μαζί σου. Αλλά πάλι, κι αυτό που λέω έχει μια δόση αυθαιρεσίας διότι από τη στιγμή που το έργο πέτυχε το σκοπό του, δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσους θεατές μπορεί να απασχολεί στις επόμενες ώρες τους, ανάλογα με την τάση του καθενός….
Στη διανομή έχει γίνει καλή εργασία, αν κι οι ρόλοι έχουν να παίξουν ταυτότητα κι όχι εξέλιξη ούτε πρίσμα. Καλύτερη από όλους είναι η κοπέλα που παίζει την κόρη διότι είναι κι αυτή που έχει τον ωραιότερο ρόλο , έχει κάτι από Πενέλοπε Κρουζ, λέγεται ΜΠΕΓΚΟΝΙΑ ΜΠΑΡΓΚΑΣ κι όσοι είδαtε στο Netflix τα «ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΝΕΡΑ» (ALTAMAR)(HIGH SEAS), είναι η κοπέλα που παίζει την κόρη της υπηρέτριας .