Υποδείγματα κωμωδιών, ελληνικών και ξένων, τις έχουν καταχωρήσει στις «σαχλαμάρες» εκείνοι που δεν είναι σε θέση να τις παρακολουθήσουν κι αφήνουν τη Σοβαροφάνεια με την Ημιμάθεια να τους κατευθύνουν.
Δεν θα ξεχάσω τις ανοησίες που γράφτηκαν κάποτε για το «ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ» που ήταν ένα ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ Σκηνοθεσίας του Είδους μέσω κατεύθυνσης και διεύθυνσης των Ηθοποιών από τον μέγα δάσκαλο ΜΑΪΚ ΝΙΚΟΛΣ. Όπως και για τις ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ που στον καιρό τους «σαχλαμάρες» τις ανέβαζαν, «αηδίες» τις κατέβαζαν.
Και βέβαια στα σύγχρονα χρόνια, με ευκολία και μονοκοντυλιά διαγράφουν τις ιταλικές του καλοκαιριού και τις γαλλικές του θέρους.
Κι ερχόμαστε στην ουσία. Και θα σταθώ στις γαλλικές για να προχωρήσω στην τωρινή, η οποία λειτουργεί σαν…11η ΕΝΤΟΛΗ: Ανατρέπει τις προηγούμενες Δέκα Εντολές κι όσα είπα για το Είδος Κωμωδια.
Πράγματι, τα καλοκαίρια στην Ελλάδα γίνεται μια ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ εισαγωγής Γαλλικών Κωμωδιών. Από τη μια η Γαλλία που «επιδοτεί» την εξαγωγή ταινιών της προς εκείνους που θα τις «αγοράσουν» , από την άλλη η αμηχανία των Ελλήνων διανομέων απέναντι στη θερινή σαιζόν που έχει χάσει ΠΑΝΤΕΛΩΣ τον βηματισμό της και δεν ξέρει τι της γίνεται, έχουν ως πρόσφορη λύση τις γαλλικές που δεν ξέρω κατά πόσο είναι πρόσφορη λύση.
Κι επειδή υπάρχει αμηχανία και προκατάληψη απέναντι στο είδος αλλά κι επειδή η χρήση, όπως είπα και παραπάνω, είναι αλόγιστη, το πράγμα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο
Οσο κι αν θέλουν κάποιοι να παραστήσουν τους γαλλόφιλους, το χιούμορ των Γάλλων κι η εμμονή τους στην «κρεββατοκάμαρα» που είναι παράδοση τους, δεν μας είναι πολύ οικεία σε αντίθεση με την ιταλική, ακόμα και στην πιο ανάλαφρη εκδοχή της.
Όταν λοιπόν έχεις κάθε εβδομάδα ΣΧΕΔΟΝ και μια γαλλική κωμωδία κάπου αρχίζει ο κορεσμός. Κι όταν αυτό γίνεται «αλόγιστα» (το λέω για τρίτη φορά), τότε ούτε εγώ μπορώ να υπερασπιστώ όσο κι αν θέλω να κάνω αντικειμενικά τη δουλειά μου και στη λέξη αντικειμενικά δεν βάζω εισαγωγικά διότι την δουλειά μου την κάνω βάσει κανόνων κι όχι αρέσκειας είδους.
«ΤΟ ΚΛΑΜΠ ΤΩΝ ΧΩΡΙΣΜΕΝΩΝ» καταλήγει να φαίνεται ως «σαχλαμάρα. Ποιός ο λόγος; Διότι της λείπουν τα στοιχεία που κάνουν μια γαλλική κομεντί θελκτική και τα στοιχεία αυτά είναι το μπριλάντε παίξιμο κι η μπριλάντε παρουσία σε συνδυασμό πάντα με το ρυθμό με τον οποίο παίζουν οι Γάλλοι και για τον οποίο έχω μιλήσει πολλές φορές. Κι όταν η Κωμωδία δεν παιχθεί καλά και δεν σκηνοθετηθεί με την άρτια διανομή, τότε καταλήγει σε κάτι πολύ μα πολύ μέτριο. Εδώ είναι που υστερεί απέναντι στο δράμα διότι ένα πολύ μέτριο δράμα υποχρεωτικά θα έχει μια υπόθεση ,έως και στοιχειώδη ,ως βάση.
Η υπόθεση του έργου έχει να κάνει με ένα χωρισμένο, απότομα και πρόσφατα, που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του όταν η σύζυγος τον εγκαταλείπει για κάποιον άλλον και δεν τον δέχονται ούτε οι φίλοι αφού είναι παντρεμένοι κι οι γυναίκες τους «τσινάνε» ότι θα έρθει ο χωρισμένος και θα τους διαλύσει το γάμο και την οικογένεια.. Και τότε εμφανίζεται φίλος που του κάνει μια παλαβή πρόταση και στήνουν ένα κλάμπ χωρισμένων.
Όπως ακούγεται, μια χαρά ακούγεται. Από κει και πέρα είναι πως θα το επεξεργαστείς, και κυρίως τι αέρα θα του δώσεις.
Αν λοιπόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρισκόταν ο ΖΑΝ ΝΤΙΖΑΡΝΤΕΝ, είναι βέβαιο θα είχαμε άλλη κωμωδία. Ενας χαριτωμένος, τσαχπίνης, μπριλάντε, χιουμορίστας Πρωταγωνιστής με το Πι κεφαλαίο θα έκανε όλη την ταινία διαφορετική. Γιατί; Διότι αν είχες τον Ντιζαρντέν θα υποχρεωνόσουν να κάνεις και διαφορετική διανομή στο supporting cast, στους βοηθητικούς ρόλους που πλαισιώνουν. Ειδάλλως αν τους άφηνες έτσι, αν έβαζες δηλαδή αυτούς που παίζουν εδώ οι οποίοι δεν είναι κακοί ηθοποιοί αλλά είναι για να πλαισιώσουν τον Ντυκρέ , ο Ντιζαρντέν θα τους εξαφάνιζε. Τότε λοιπόν θα έπρεπε να αναδιανείμεις τη διανομή ώστε όλο αυτό να λειτουργεί συντονιστικά υπερ του πρωταγωνιστικού αέρα.
Αυτό είναι ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ, αυτό είναι που μου έμαθαν οι Δάσκαλοι ότι η Διανομή είναι η Μισή Σκηνοθεσία. Διαφορετικά αν μερικοί νομίζουν ότι σκηνοθεσία είναι οι φωτισμοί και τα τραβελινγκ, καλά χαμπάρια.
Κι η άλλη μισή Σκηνοθεσία είναι να αρχίζεις να δίνεις ρυθμό και συντονισμό και παύσεις και ταχύτητες σε αυτή τη διανομή ,κι όσο λιγότερο φαίνεται τόσο καλύτερα. Αυτό είναι Σκηνοθεσία, το ξαναλέω, για αυτό κι αναφέρθηκα στο «Εργαζόμενο Κορίτσι» που ήταν μάθημα στα παραπάνω που ανέφερα.
Από τη στιγμή λοιπόν που όχι μόνο δεν υπάρχει ένας πρωταγωνιστής τύπου Ντιζαρντέν αλλά έχουν βάλει αυτόν τον ΑΡΝΟ ΝΤΥΚΡΕ, που δεν το έχει, μούτες κάνει, γοητεία δεν διαθέτει, η κωμικότητα είναι των μορφασμών και του έχουν και τους βοηθητικούς ρόλους με ηθοποιούς που θα επιτρέψουν σε αυτόν να φανεί, τι μένουν; Χάνονται όλα εκείνα τα περιτυλίγματα που κάνουν μια κωμωδία γοητευτική κι όταν αυτά αφαιρεθούν τότε αυτά που μένουν τι είναι.;
Παρόλο ότι σεναριακά δεν της λείπει εκείνο το «κάτι» στο δεύτερο μέρος, όταν ξαναμπαίνει ο έρωτας στη μέση κι ετοιμάζεται να αδειάσει και πάλι τα ταμεία..
Κι επειδή σεναριακά δεν της λείπει, θεωρώ ότι συμβάλει αρνητικά κι ο κορεσμός για κάτι που με το ζόρι μας το φέρνουν και σε υπερβολική δοσολογία.
Ισως στη Γαλλία ,ειδικά φέτος που λόγω κορονοϊού έχουν βγει περιορισμένες ταινίες, αυτό να τύχει μεγαλύτερης εκτίμησης . Και θα δούμε και του Αρνό Ντυκρέ τα «γράδα» πόσο αντέχουν και για τι ακριβώς τον χρειάζονται. Πάντως αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, δεν μου κάνει «εξαγώγιμος».
Σκηνοθεσία: ΜΙΣΕΛ ΓΙΟΥΝ.