Αλλωστε , για χρόνια, η κύρια πηγή λεπτομερειών για την προσωπικότητα και το έργο της Πολωνής που ανακάλυψε το ράδιο και το πολόνιο και πολιτογραφήθηκε Γαλλίδα λόγω συζύγου και λαμπρού επιστήμονα Πιερ Κιουρί, ήταν ο βιβλίο της κόρης της Εύας Κιουρί, η οποία με μυθιστορηματικό τρόπο αφηγείτο την ιστορία της μητέρας της αλλά και του πατέρα της.
Η τωρινή Μαντάμ Κιουρί με αγγλικό τίτλο «Radioactive» και ελληνικό «Μαρία Κιουρί, η γυναίκα που άλλαξε τον κόσμο» ,βασίζεται κι αυτή σε βιβλίο, όχι όμως εκείνο της Εύας παρόλο που ο τρόπος με τον οποίο βάζει την Εύα στην ιστορία, θα μπορούσε να θεωρηθεί κι άκρως αναφορικός. Εν πάση περιπτώσει, το σενάριο που βγήκε από το νέο βιβλίο, ακολουθεί τους κανόνες της δραματικής βιογραφίας, όπως την έκαναν παλιά κι από ό,τι φαίνεται ο αφηγηματικός τρόπος εκείνων των ταινιών είναι ο πιο ενδεδειγμένος. Στο βαθμό που θέλεις να αφηγηθείς μια ιστορία.
Ωστόσο, οι ταινίες αυτές πέφτουν θύματα σχολιασμών, που στην εποχή μας λόγω Διαδικτύου είναι ευκολότεροι κι ενώ υμνούν τις σειρές της τηλεόρασης, δεν έχουν βρει ακόμα τον αφορισμό το σωστό που να μην τους εκθέτει- έτσι τις βιογραφίες αυτές, όταν δεν είναι από κάποιο σκηνοθέτη «εντεταλμένο» , ή θέλουν να τις μειώσουν, τις κατηγορούν ως «τηλεοπτικές». Τέτοια ασυνέπεια !!!
Σε αυτό προσκρούει η τωρινή «Κιουρί», η οποία κάνει μια προέκταση στο έργο της Κιουρί κι έτσι ενώ ακολουθεί την κλασική ή την πεπατημένη οδό, έχει και κάτι να πει, δικό της.
Το πρώτο και κύριο είναι το ότι εδώ μικραίνει ο ρόλος του Κιουρί, χωρίς , όμως, να υποτιμάται ως σημαντικότητα στη ζωή και στην επιστημονική εξέλιξη της Μαρίας , κι από την άλλη, το σενάριο κάνει κάτι πολύ σημερινό σε σχέση με το Χθές πάνω στο είδος, το φτάνει ως τα κατοπινά χρόνια μετά το θάνατο της Κιουρί και τις επιπτώσεις της ανακάλυψης της στην πυρηνική απειλή και σε άλλα παρόμοια. Βάζει δηλαδή κι ένα προβληματισμό πάνω στο αντικείμενο για το οποίο έδωσε τη ζωή της η Γαλλο-Πολωνή επιστήμων.
Αυτά, ως προς το περιεχόμενο.
Ως προς τη δομή, η Ιρανή σκηνοθέτης ΜΑΡΓΙΑΝΕ ΣΑΤΡΑΠΙ, καλοσπουδαγμένη, που γνωρίζει το εικονογραφικό δράμα ( η υποψηφιότητα για Οσκαρ στην ως τωρα καριέρα της ήταν για το «ΠΕΡΣΕΠΟΛΙΣ», ένα κινούμενα σχέδιο που εικονογραφούσε σε σκίτσα ζωές ανθρώπων) ακολουθεί τη μέθοδο της και το σενάριο το έχει προφανώς ζητήσει «εικονογραφικό», ώστε να μπορέσει να αναπτύξει την αφήγηση, να έχει σύντομες σκηνές (το μοντάζ δεν είναι ιδιαίτερα δημιουργικό εδώ, δίνει, όμως, το ρυθμό που επιθυμεί η σκηνοθεσία στο είδος «αφήγηση) κι έχει αξιοποιήσει τα στοιχεία που της έδωσε η παραγωγή και το πρώτιστο είναι τα στούντιο της Βουδαπέστης. Οπου εκεί μέσα, όπως και στα Μπάραντοφ της Πράγας, ή στα Μπάμπελσμπεργκ του Βερολίνου επιχειρούνται θαύματα κι ανάλογο δρόμο ακολουθούν και τα μικρότερα μεν αλλά δυνατά από έμψυχο υλικό στούντιο της Μπρατισλάβα στη Σλοβακία, όπως και στη Βουλγαρία ή τη Ρουμανία… «Εμένα ..άσε με « (όπως έλεγε κι η Βλαχοπούλου στο «Χαρτοπαίχτρα» «στρατηγός ο κύριος, γιατρός ο κύριος, εμένα…άσε με»)όπου στη θέση της Ρένας μπαίνουν η Ελλάδα, η κινηματογραφία της και η κινηματογραφική της πολιτική του ΤΙΠΟΤΑ.
Ετσι, χάρη στη δουλειά και στην υποδομή των στούντιο της Βουδαπέστης, οι Ούγγροι υπεύθυνοι της Σκηνογραφίας, υπό τις οδηγίες του Βρετανού ΜΑΪΚΛ ΚΑΡΛΙΝ, υποψήφιου για Οσκαρ Σκηνογραφικής Διεύθυνσης στη «Δούκισσα» με την Κίρα Νάιτλι, φτιάχνουν υποβλητικές αναπαραστάσεις χώρων , εξωτερικών κι εσωτερικών, όπου κυριαρχούν τα σκοτεινά χρώματα κι έρχεται η φωτογραφία και το φωτίζει υποβλητικά αναλόγως. Επειδή στην Ανατολική Ευρώπη μελετούν πολύ το αμερικάνικο σινεμά και τα είδη του, έχουμε αποτελέσματα πάνω στο κλασικό είδος, η «Μαντάμ Κιουρί» του 1943 λειτουργεί ως αισθητικό πρότυπο στη δική τους, η αίσθηση είναι πως ο διευθυντής φωτογραφίας φώτιζε τη χρωματική εισήγηση της Σκηνογραφίας με τη λογική του μαυρόασπρου, φώτιζε δηλαδή έγχρωμο φιλμ σαν να επρόκειτο για μαυρόασπρο.
Αυτό συμβάλλει στην υποβολή και βεβαίως στο πως φωτίζει και προβάλει την πρωταγωνίστρια, την ΡΟΖΑΜΟΥΝ ΠΑΪΚ που την άφησα για το τέλος διότι δεν μπορείς να κάνεις «Μαντάμ Κιουρί», αν δεν έχεις την ..Μαντάμ Κιουρί. Η Ρόζαμουντ Πάικ το έχει και με το παραπάνω, είναι ντυμένη από την ΚΟΝΣΟΛΑΤΑ ΜΠΟΫΛ(που ειδικεύεται στο να "ντύνει" εποχή ή και πλαίσιο με κύριο βάρος στην πρωταγωνίστρια που εντάσσεται σε αυτό) και χτενισμένη από τους κομμωτές της παραγωγής, σε στυλ Γκρηρ Γκάρσον, έτσι όπως βγαίνει ως αναμαλλιασμένη Κιουρί σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ρόλου (διότι υποδεικνύεται έμμεσα και το ατημέλητο της επιστήμονος) και γενικώς έχω να πω για την Πάικ το εξής: Ανήκει στις «άτυχες» , που γεννήθηκαν στην εποχή των ατζέντηδων και των δικηγόρων κι όχι των στούντιο και του συστήματος εκείνου. Το σύστημα των στούντιο ήταν ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ, τις εκπαίδευε, τις έφτιαχνε, τις είχε αιχμάλωτες βέβαια με τα πολυετή συμβόλαια αλλά ακριβώς επειδή έπρεπε και το στούντιο να αποκομίσει από την επένδυση του, τους έβρισκε ρόλους, σενάρια, ανάλογα με το πως ήθελε βέβαια την κάθε μία. Το σύστημα στο οποίο γεννήθηκαν οι άτυχες είναι της ανάλωσης, δεν υπάρχει πάνω τους επενδυτικός μηχανισμός.
Το ότι η ταινία δεν βγήκε εγκαίρως στις αίθουσες, αν κι είναι παραγωγής του 2019, λόγω κορονοϊου, δεν ξέρω πόσο θα επηρεάσει τη συγκεκριμένη ταινία για τα Οσκαρ, ιδίως επειδή πρόκειται και για παραγωγή του 2019, η Ρόζαμουντ Πάικ έχει όλα τα προσόντα, ο ρόλος , όμως, διότι από το ρόλο και το σενάριο ξεκινούν οι ερμηνευτικές αξιολογήσεις, διατρέχει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί «περιγραφικός» , δηλαδή επιφανειακός, όχι βαθύς.