Είναι αρκετά διαφορετική από άλλες, τόσο στο κοινωνικό θέμα όσο και στον τρόπο γραφής. Ο σκηνοθέτης TZOYZEΠΕ ΜΠΟΝΙΤΟ με τον σεναριογράφο ΜΑΤΙΑ ΤΟΡΕ (που δυστυχώς πέθανε ο άνθρωπος πριν προλάβει να δει την ταινία του , το σενάριο του ως ταινία, στις αίθουσες) έχουν κάνουν μια εκπληκτική συνεργασία στο πως ο σεναριογράφος τεμαχίζει την ιστορία σε σκηνές, με τι ευφάνταστα μέσα και με πόσο αποδοτικό τρόπο ο σκηνοθέτης τα κάνει αίσθηση κι εικόνα. Και φυσικά με ένα μοντάζ από εκείνα τα δύσκολα της κωμωδίας.
Η ταινία έχει για κεντρικούς ήρωες ένα ανδρόγυνο κι υπάρχει μια βασική αρχή στη ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΙΑ περί κεντρικού ήρωα, όπου ο σεναριογράφος, ακόμα κι όταν γράφει ιστορία ζευγαριού πρέπει μέσα του να έχει ξεκαθαρίσει από ποιο από τα δύο μέλη του ζευγαριού «πιάνεται» για να αφηγηθεί την ιστορία τους. Πολλές φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Εδώ λοιπόν ενώ ο πεπειραμένος μπορεί να δει ότι ξεκινά από τον άντρα, δεν μπορεί να μη θαυμάσει τον τρόπο με τον οποίο επί ίσοις, στην κυριολεξία, όροις , εκθέτουν και τα δύο σκέλη το πρόβλημα που ζούν, και τελικά ο κεντρικός ήρωας είναι ΑΠΟΛΥTΩΣ ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ. Τα εμπόδια που βάζει ο μακαρίτης Τόρε , είναι τόσο για τον ένα όσο και την άλλη. Είναι ένα στοιχείο που μπορείς να θαυμάσεις, το οποίο μπορεί ο θεατής να μην είναι σε θέση να το διακρίνει, όμως, εκεί κρύβεται η ουσία που τον οδηγεί στην απόλαυση.
Κι έχει τη σημασία του, όλο το παραπάνω που παραθέτω περί κεντρικού ήρωα κι ότι ξεκινά από τον άνδρα διότι και το αρχικό, το πρωτογενές υλικό, ήταν τέτοιο. Προέρχεται από θεατρικό μονόλογο που είχε γράψει ο Ματία Τόρε για τον πρωταγωνιστή του φιλμ ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΑΣΤΑΝΤΡΕΑ, και τον είχε παίξει το μονόλογο στο θέατρο (τίτλος θεατρικού μονολόγου «Τα παιδιά σε γερνάνε»- I figli ti invecchianno). Στη μετατροπή σε σενάριο, ο συγγραφέας του έργου το μετέπλασε σε έργο ζευγαριού, ζωντανεύοντας σε πρόσωπα, αυτά που στη Σκηνή ο μονόλογος τα έλεγε αλλά δεν τα έδειχνε. Μου θύμισε το ανάλογο που είχε κάνει η Νία Βαρντάλος στο «Γάμος αλά ελληνικά», το ποίο είχε ξεκινήσει ως θεατρικός μονόλογος και θυμόμαστε την ταινία να είναι φίσκα στα πρόσωπα (αν κι εκεί ξεκίνησαν ανάποδα, πρωτα είχε γραφτεί το σενάριο κι ύστερα ο μονόλογος, ωστόσο παίχθηκαν με διαφορετική σειρά)
Το θέμα , λοιπόν, που βάζει στο ζευγάρι είναι η αναμονή ενός δεύτερου παιδιού. Οπου ξαφνικά πέφτει ένας πανικός άνευ προηγουμένου. Σαν να επέρχεται η ολική καταστροφή.
Με αφορμή αυτό, πάνω στο οποίο πατά στέρεα, ανοίγει σιγά σιγά το διαβήτη και αγκαλιάζει όλα τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής, από την ανεργία ως την πολιτική διαφθορά αλλά κι από την οικονομική διαρκή κρίση και τη δημιουργία ενός νέου χάσματος γενεών, που κινείται άνωθεν, από την ανεργία των νεότερων και την αβέβαια ασφάλιση τους με τους ηλικιωμένους ανιόντες και των «προνομίων» που κατά τους κατιόντες απολαμβάνουν, κι εννοούν τη σύνταξη που παίρνουν.
Υπάρχει μια σκηνή εκπληκτικού ευρήματος, ο μονόλογος της μαμάς της κοπέλας, μιας ηλικιωμένης που πάνε να της φορτώσουν το μεγάλωμα του επερχόμενου παιδιού διότι ο πανικός με την έλευση του δεύτερου περιλαμβάνει κι όλα τα προσωπικά ζητήματα που άπτονται κοινωνικής αφετηρίας, της γυναίκας ας πουμε που θα καθηλωθεί πάλι μέσα στο σπίτι, του άνδρα που θα πρέπει να υπερδουλεύει κλπ, κλπ…Κι ο υπέροχος αυτός μονόλογος, που είναι κωμικός αλλά βαθιάς ουσίας είναι η αντεπίθεση της μαμάς-πεθεράς πάνω στην υπεροχή των ηλικιωμένων. Από την άμυνα περνά στην επίθεση κι η εκπληκτική ηθοποιός που την έχει αναλάβει, παίζει ακριβώς έτσι, ως αμυνόμενη που αποφάσισε να επιτεθεί. Είναι ένας μονόλογος που νομίζω ότι θα βάλει σε σκέψη πάρα πολλούς είτε ανιόντες είτε κατιόντες. Ο δε σκηνοθέτης, αξιοποιεί στο έπακρο αυτό το εύρημα με το να κολλάει την κάμερα πάνω στο πρόσωπο της ηθοποιού , όπως κάνει ο Μπέργκμαν στο «Πρόσωπο με πρόσωπο» που κολλάει την κάμερα στο πρόσωπο της Λιβ Ούλμαν για να προβάλει τα εσώψυχα της, έτσι κι εδώ,, σε άλλο είδος αλλά με ίδια αποτελεσματικότητα υπογράφει τη σκηνή του ευρηματικού μονόλογου.
Ευρηματικές είναι πάρα πολλές σκηνές, ευρηματικός κιο τρόπος με τον οποίο τις περνούν από την οθόνη και τις δείχνουν, διασκεδαστικότατο το φιλμ αλλά κι ένας κόμπος, όσο νάναι, θα πιάσει τον καθένα….
Κι όλα αυτά, επειδή θα έρθει δεύτερο παιδί….Ο,τι πιο κανονικό δηλαδή σε προηγούμενα χρόνια, είναι σήμερα, με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, αφορμή πανικού..
Με την κατάλληλη διόγκωση, με τη γνώση της κωμικής διόγκωσης το κάνουν αστείο αλλά από κάτω δουλεύει πάντα το σοβαρό.
Οι ηθοποιοί που έχουν αναλάβει το ανδρόγυνο, είναι δύο από τους καλύτερους της Ιταλίας της σημερινής. Στην ΠΑΟΛΑ ΚΟΡΤΕΛΕΖΙ, έχω ιδιαίτερη εκτίμηση, ως κομεντιέν, είναι εκπληκτική κομεντιέν, έχει πάρει και David di Donatello στο είδος της κωμωδίας, το είχε πάρει για το «NESSUNO MI PUO GIUDICARE», που το είχα παίξει στο «Tutto Italia» τότε…., και τη χάζεψα για μια ακόμα φορά από τις πολλές που την έχω χαζέψει, και σε τούτο. Διότι είναι κωμικός λιτότητας, δεν υπογραμμίζει , δεν μορφάζει, δεν υπερ τονίζει, κι όμως είναι ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ στις εκφράσεις. Τη φαντάζομαι όταν θα ήταν στη Σχολή (και πήγε σε καλή σχολή Ηθοποιών στη Ρώμη, στο «Teatro Blu»), τη στιγμή που θα τη φώναζαν οι δάσκαλοι να κάνει τους αυτοσχεδιασμούς της. Όταν της έδιναν θέματα ή αισθήματα για να τα δηλώσει με την έκφραση και μόνο.. Θα πρέπει να ήταν η χαρά του μαθήματος ακόμα και για συμμαθήτριες που θα ζήλευαν κρυφά… Κι είναι κι όμορφη κοπέλα, ευχάριστη παρουσία, αυτό εννοώ.
Ο ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΑΣΤΑΝΤΡΕΑ, ηθοποιός δραματικών ρόλων ως επί το πλείστον, δείχνει χάρισμα με το πως, μέσω κινηματογραφικής λιτότητας, περνά στον κωμικό ρόλο, αλλά ως.. δραματικός.. Δεν προσπαθεί να παραστήσει τον κωμικό και να ξεστρατίσει στη μίμηση κι από κει σε καραδοκούντα καραγκιοζιλίκια,, παίζει με συναίσθηση των ανάλαφρων τόνων κι αυτό του φαίνεται ιδιαίτερα στις σκηνές των πανικών ή των θυμών.. Οι πανικοί του κι οι θυμοί του είναι πανικοί και θυμοί κωμωδίας κι όχι πανικοί δράματος.. Παρόλο, όπως ισχύει για όλο το έργο, η βάση τους είναι δραματική.