Κι όταν λέω , να μαθαίναμε περί βιογραφούμενου προσώπου, δεν μιλώ με την εμμονή στην καθώς πρέπει ή στην κλασική βιογραφία. Μιλώ για τη σεναριακή πρώτιστη βάση, να μαθαίναμε περί του κεντρικού ήρωα.
Δεν μαθαίνουμε τίποτα.
Πέρα από το ότι ο κεντρικός ήρωας είναι άρρωστος , ασθενεί βαρέως, είναι αφημμένος, παρατημένος και παθαίνει κάτι κρίσεις. Κι ο ηθοποιός που τον παίζει φωνασκεί, κι επιδεικνύει ιταλική προφορά των αγγλικών καθώς και χειρονομιών,με ένα τρόπο που γίνεται ενοχλητικά γραφικός. Και γίνεται ενοχλητικά γραφικός επειδή ο ήρωας, ο κεντρικός ήρωας, σεναριακά δεν έχει κανένα περιεχόμενο. Δηλαδή, επί της ουσίας ο ρόλος είναι ανύπαρκτος. Πως να δώσεις σάρκα και οστά σε ένα ρόλο που στην ουσία του παραμένει ανύπαρκτος.
Αυτά τα λέω , επειδή στις απογοητεύσεις της ταινίας περιλαμβάνεται κι ο ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ. Ο οποίος Τομ Χάρντυ πρέπει να καθίσει και να ξανασκεφτεί. Η καριέρα του δεν πάει καλά. Και δεν πάει καλά ούτε ο ίδιος. Ενώ ξεκίνησε δυνατά, θαρρείς κι έχει πέσει σε ναρκοπέδιο και πατά τη μία νάρκη κατόπιν της άλλης.. Με τα έργα που παίζει τα τελευταία χρόνια. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Προσωπικό μάνατζερ; Εταιρία ατζέντηδων; Μήπως και…δικηγόρο; Μήπως λοιπούς συμβουλάτορες;.. Αν και μου φαίνεται πειθαρχημένος ώστε να το χρεώσω όλο αυτό στον ίδιο και στο Εγώ του.
Δεν του χρεώνω ούτε την υπερβολική ερμηνεία διότι πράγματι ως πειθαρχημένος ηθοποιός εκλήθη να παίξει τη Σκηνοθεσία. Οπότε σε αυτή την περίπτωση ή παίζεις τη σκηνοθεσία ή φεύγεις αν διαφωνείς μαζί της, με αυτά που σε βάζει να κάνεις, με αυτά που σου ζητά να κάνεις.
Η σκηνοθεσία έχει υιοθετήσει έναν υπερβολικό τόνο στα πάντα, ο οποίος τόνος δεν δικαιολογείται με τίποτα και δεν συνάδει με τα όσα συμβαίνουν.
Διότι το σενάριο, που είναι ελαττωματικότατο , κι από εκεί ξεκινά το πρόβλημα ,σκοντάφτει στο ότι σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο, ο ΤΖΟΣ ΤΡΑΝΚ, άρα εδώ έχουμε το είδος εκείνο όπου σενάριο και σκηνοθεσία γίνονται ένα πράγμα, όταν τα κάνει το ίδιο πρόσωπο.. Γράφει σκηνοθετώντας ή προσπαθεί να μεταφέρει στο χαρτί , μια σκηνοθετική ιδέα που του πέρασε από το μυαλό. Αν και δεν θα διέφερε το συνολικό αποτέλεσμα ωστόσο αν το ελλειμματικό σενάριο έπεφτε στα χέρια καλού σκηνοθέτη…τότε τι; Μέχρι ενός σημείου θα μπορούσε να νοικοκυρέψει αλλά για να σκηνοθετήσεις ένα ανάπηρο σενάριο πρέπει ως σκηνοθέτης να αρχίσεις να ζητάς διευκρινίσεις κι αλλαγές ώστε να πάρει σεναριακή μορφή το ανάπηρο, να γίνει σενάριο ώστε να κάνεις σκηνοθεσία. Όταν το πρόσωπο είναι το ίδιο, σενάριο και σκηνοθεσία στις αρνητικές περιπτώσεις γίνονται αχταρμάς διότι εδώ βλέπουμε, τουλάχιστον οι πεπειραμένοι κι οι γνωρίζοντες από κανόνες της Κινηματογραφικής Τέχνης, πως κάτι ήθελε να κάνει ο Τζος Τρανκ αλλά …τρέχα γύρευε.
Ξέρετε, ένα από τα βασικά πράγματα που διδάσκει η Τέχνη, τόσο για τη δημιουργία της όσο και για την κριτική της, είναι πως η Τέχνη επιβεβαιώνεται με αποτελέσματα. Κι όχι με προθέσεις ή με επιδιώξεις που έμειναν στο μυαλό. Φόρμα υπάρχει για να μεταβάλει τις ιδέες σε Τέχνη. Κι εγώ εχω ιδέες σκόρπιες μέσα στο μυαλό μου αλλά αυτό δεν τις κάνει Τέχνη.
Εδώ μιλάμε για κάτι εντελώς αφορμάριστο που προσπαθούμε να καταλάβουμε τι θέλει να πει…Ναι, όχι από πλευράς δυσνόητου αλλά από πλευράς έργου.
Ωραια, δεν θέλει να κάνει μια τυπική γκανγκστερική ταινία (λες και το να κάνεις «Νονούς» ή έστω «Καλά παιδιά» ή «Ιρλανδούς» αλλά και «Αδιάφθορους» είναι κάτι εύκολο, κάτι δηλαδή που θα μπορούσε να κάνει ο καθένας αλλά το προσπερνάω), δικαίωμα του και μαγκιά του. Ως προς τις διαθέσεις. Εχεις όμως τον Αλ Καπόνε ρε αδερφέ. Τι ακριβώς ήθελες να κάνεις με ήρωα τον Αλ Καπόνε, τον διαβόητο αρχιγκάνγκστερ και τι είναι αυτό που μας παρουσίασες με ήρωα τον Καπόνε και με το όνομα του στον τίτλο;
Ηθελες ψυχολογικό πορτραίτο κι όχι γκανγκστερικό φιλμ; Με γειά σου και χαρά σου. Που είναι το ψυχολογικό πορτραίτο; Σε ποιά εσώψυχα του γκάνγκστερ μας έβαλες με το σενάριο σου ; Με το να κολλάς την κάμερα στη μούρη του, όπως κάνει ο Μπέργκμαν όταν θέλει να προβάλει τα εσώψυχα; Των εσώψυχων προηγείται σενάριο. Και κάτι πρέπει να λέει.. Διότι κι ο Μπέργκμαν (χωρίς να γνωρίζω ποιες είναι οι επιρροές του σκηνοθέτη-σεναριογράφου) σκηνοθετεί εντελώς διαφορετικά το εκάστοτε εσώψυχο. Ο τρόπος σκηνοθεσίας του στην «Εβδόμη σφραγίδα» δεν έχει καμία σχέση με τη σκηνοθεσία του «Πρόσωπο με πρόσωπο» όπου έχει κέντρο βάρους το πρόσωπο της Λιβ Ούλμαν κι η κάμερα καραδοκεί να πέσει πάνω σε αυτό το πρόσωπο..
Αν , πάλι, δεν ήθελες ούτε γκανγκστερική ταινία ούτε και ψυχολογικό πορτραίτο, τότε τι ακριβώς ήθελες;
Ο,τι κι αν ήθελες , σε αποτέλεσμα δεν σου βγήκε. Η Τέχνη θέλει επιτεύξεις, βασικός κανόνας κι απαράβατος. Όταν ψάχνουμε να ανιχνεύσουμε τις προθέσεις , τότε το έργο έχει αποτύχει. Άλλο ανιχνεύω πράγματα υπαρκτά στο έργο οπότε προχωρώ στην προέκταση τους κι άλλο ανιχνεύω τις προθέσεις. Τις ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ δεν μπορεί να τις ανιχνεύσει κανείς διότι δεν τις ξέρει κανείς διότι στο μυαλό του καλλιτέχνη δεν βρίσκεται κανείς. Συνεπώς κι οι υπερασπιστικοί μηχανισμοί αυθαιρετούν όταν προσπαθούν να εξωραΐσουν όχι το υπαρκτό αλλά το αβέβαιο. Το αβέβαιο δεν κάνει Τέχνη. Κάνει μόνο αυθαιρεσία. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό των προθέσεων.
Εν τω μεταξύ, ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος υπογράφει και το μοντάζ. Αρα φέρει ακεραι την ευθύνη. Εδώ καταλαβαίνουμε πλήρως επιλέγει μια ταχύτητα ως ρυθμό (ψυχεδελικό; υπάρχει τέτοιος.. ρυθμός?) και προβολής των κοντινών με τις υπερβολές τις ερμηνευτικές…είναι όλο δικό του δηλαδή. Σημειώνω όμως τη μουσική αντίστιξη με την οποία «υποσκάπτεται» το όλον αλλά έχει ενδιαφέρον και βέβαια σκηνογραφικά το mansion όπου διαμένει, τόσο σε εξωτερικούς όσο κι εσωτερικούς χώρους . Ο ΣΤΗΒΕΝ ΑΤΛΜΑΝ, υποψήφιος για Οσκαρ Σκηνογραφικής Διεύθυνσης στο «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ» βοηθά πολύ την όψη.
Σε αντίθεση με τον Τομ Χάρντυ που υπερβάλει για λογαριασμό της σκηνοθεσίας, η ΛΙΝΤΑ ΚΑΡΝΤΕΛΙΝΙ που παίζει δίπλα του, είναι απολύτως λιτή.
Είναι κι ο λόγος που με σπρώχνει να χρεώσω στη σκηνοθεσία την υπερβολή κι όχι στον Χάρντι, διότι η ερμηνευτική κόντρα χρειάζεται ώστε να φανεί μέσω της ερμηνευτικής κόντρας, η αντίθεση δύο χαρακτήρων, ο πληθωρικός Καπόνε κι η λιτή παρτενέρ.
Κι εδώ ανοίγει ένα άλλο θέμα κι είναι από αυτά που οφείλει να βάζει η κριτική, ένα θέμα για τροφή σκέψης, πάνω στην Τέχνη και στη δημιουργία ενός έργου. Αν λοιπόν δεχτούμε αυτό που έτσι κι αλλιώς ισχύει, την ερμηνευτική κόντρα, τότε η ευθύνη για την υπερβολή του Χάρντυ ποιόν βαραίνει; Τον σκηνοθέτη που έδωσε την οδηγία ή τον ηθοποιό που την εκτέλεσε με αυτό τον τρόπο;
Αναπολώ τα 21 χρόνια στην Αμερική και τα κάποια 4-5 που δίδασκα στο Εργαστήρι του ΒΑΣΙΛΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ με αναλυτικές, δημιουργικές συζητήσεις τέτοιων θεμάτων που δεν κατέληγαν υποχρεωτικώς κάπου, όμως έδιναν τροφή για σκέψη και για δημιουργία.