Τα λέω όλα αυτά επειδή το μοντάζ είναι και πάλι τρόπος αφήγησης για τον Ρον Χάουαρντ κι επειδή τα όρια μεταξύ ΣΕΝΑΡΙΟΥ και ΜΟΝΤΑΖ είναι αξεδιάλυτα, μια και δείχνουν το ένα να υπηρετεί το άλλο και να μην μπορείς να κάνεις «μαγνητική τομογραφία», αν το σενάριο γράφτηκε έτσι εξ ολοκλήρου ή αν όλο αυτό είναι πρωτοβουλία του μοντάζ. Προφανώς και ξεκινά από το σενάριο.
Καθότι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας μεταφερόμαστε διαρκώς από χτες στο σήμερα και κάποια ώρα και στο προχθές, και ξετυλίγεται σιγά σιγά, μέσα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα, ένα παρελθόν που δεν είναι μόνο δικό του αλλά και των προγόνων του, είναι ένα παρελθόν-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ. Μια προϊστορία από την οποία δεν απουσιάζουν καθόλου οι παραλληλισμοί άρα, έχει να κάνει με επιλεγμένη αφήγηση. Το πιο πιθανό είναι πως έτσι το οραματίστηκε ο σκηνοθέτης εξ αρχής κι υπάρχει επίτευγμα σε αυτό το ξετύλιγμα χαρακτήρων και ιστορίας μέσω των παραλληλισμών.
Τοποθετείται στο Οχάιο, αν κι η οικογένεια κατάγεται από το Κεντάκυ, η εποχή που το πιάνει είναι το 1997, στην παιδική ηλικία του ήρωα, κι ενώ νομίζουμε ότι πρόκειται για εισαγωγή μια κι ύστερα μεταφερόμαστε στην πανεπιστημιακή κοινότητα του 2011 και παρακολουθούμε τον ήρωα μας ως νεαρό άντρα να πασχίζει να γίνει δεκτός από την εκεί νομενκλατούρα.. Και το πως θα δώσει τη μάχη…Το έργο μας γυρίζει ξανά πίσω κι ύστερα μας ξαναφέρνει στο παρόν….
..Κι είναι η ιστορία του παιδιού αυτού, της σχέσης με την ηρωινομανή μητέρα του, αλλά και με τη γιαγιά του κι ενώ ξετυλίγονται αυτές οι ιστορίες , παραλλήλως ξετυλίγεται κι η σχέση της γιαγιάς του με τη μάνα του αλλά και της μάνας του με τον παππού του μα και της γιαγιάς του με τον παππού του…Κι ότι τελικά υπάρχει ένας ιστός, μια αόρατη κλωστή που δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους κι τους αλληλοεξαρτά, άλλοτε για να τους δέσει και να τους κρατήσει έρμαιο των παθών των ανιόντων ,άλλοτε για να τους βάλει στη δοκιμασία να σπάσουν αυτή την κλωστή κι άλλοτε για να την αποδεχτούν ως Μοίρα κι ως αυτή που εξασφαλίζει την προσωπική τους συνέχεια…
Κι όλα αυτά, μπορούν κι αγγίζουν κι άλλα πράγματα, όπως η κοινωνική αποδοχή, η καταγωγή, εκείνοι που σε απορρίπτουν για αυτό που είσαι αλλά κι αντίστιξη με κάποιους που έμειναν έξω από αυτό, όπως η Ινδή σύντροφος (που την παίζει η όμορφη Φρίντα Πίντο) και τελικά το θέμα αποδοχής κι απόρριψης είναι να το φέρει ο ίδιος ο άνθρωπος εντός του..
Όλα αυτά δίνονται με εξαιρετικά γραμμένες σκηνές, με σοφή μελέτη των ανθρώπινων σχέσεων αλλά και με άλλο τόση σοφή μελέτη της κινηματογραφικής έκθεσης, της κινηματογραφικής δυνατότητας, της κινηματογραφικής αφήγησης κι εδώ επανερχόμαστε στο μοντάζ.
Είναι μια ταινία ανθρωπίνως εξαιρετική και κινηματογραφικά αποτελεσματική, όπου ο Ρον Χάουαρντ έχει επιστρατεύει τους συνεργάτες, από την αναγνωρίσιμη μουσική του ΧΑΝΣ ΖΙΜΕΡ (δουλεύει και συνεργάτης, ο ΝΤΕΗΒΙΤ ΦΛΕΜΙΝΓΚ), μια μουσική που γίνεται αναγνωρίσιμη σε σκηνές road, και την Γαλλίδα Διευθύντρια Φωτογραφίας (η ειδικότητα όλο και εισχωρεί στο ανδρικό άβατο) ΜΑΡΥΣ ΑΛΜΠΕΡΤΙ, πολύ ικανή στην κάμερα για να διευκολύνει το μοντάζ, κατευθυνόμενη από εξαιρετικό «ντεκουπάζ» των σκηνών αλλά και με μια καθαρότητα φωτός στα εξωτερικά στην επαρχία, ως το άξιο σενάριο -ΦΥΣΙΚΑ!- της ΒΑΝΕΣΑ ΤΕΪΛΟΡ, συν-σεναριογράφου του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο στη ¨Μορφή του νερού», η οποία εδώ δουλεύει πάνω στ αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του κεντρικού ήρωα της ταινίας, του Τζ.Τ Βανς και του δίνει απόλυτη κινηματογραφικότητα. Μετατρέπει τις σκέψεις σε πράξεις , σε εικόνες, και φαίνεται πως και στη «μορφή του νερού» , το οποίο ήταν original σενάριο, δούλεψε σε μορφή τις ιδέες που της διέθετε ο Ντελ Τόρο. Οι σκηνές της έχουν δύναμη, περιεκτικότητα και βοηθούν τους ηθοποιούς να κάνουν το παιχνίδι τους.
Βεβαίως και την παράσταση κλέβει η ΓΚΛΕΝ ΚΛΟΟΥΖ, στο ρόλο της γιαγιάς, παρόλο ότι κι η ΕΪΜΥ ΑΝΤΑΜΣ βγαίνει αγνώριστη από τα συνηθισμένα της , ως μητέρα, με την ηρωίνη και τον επιθετικό χαρακτήρα που θα εξηγηθεί σεναριακά το «γιατί;» του (με την ενδυματολόγο να της έχει στήσει το σουλούπι της…ασουλούπωτης), όπως κι ο κεντρικός ερμηνευτής, ο ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΜΠΑΣΟ, που παίζει επωνύμως τον αληθινό ήρωα και συγγραφέα του βιβλίου Τζ.Τ Βανς με συναισθηματική αλήθεια και καθαρότητα . Όπως και το παιδάκι που τον υποδύεται στην παιδική του ηλικία. Κι έχει σημασία για το πως θέλησαν να δουν εμφανισιακά τον κεντρικό ήρωα..
Θα σταθώ στην Γκλεν Κλόουζ, που έχει πάρει και την προ-δημοσιότητα, μπας κι είναι η τυχερή της φορά για το Οσκαρ… Δεν είμαι βέβαιος, καθότι πρόκειται για ρόλο «μακιγιαρίστικο», με το πως την έχουν φτιάξει για να φαίνεται «γριά» (συμβάλλει και το κοστούμι), ωστόσο έχει πολύ ωραίες σκηνές ψυχολογικών αντιδράσεων που, από τη μέση της ταινίας κυρίως και μετά, δίνει την εντύπωση ότι αυτή καθοδηγεί την ταινία . Η ηθοποιός έχει ανταποκριθεί και σωματικά στα κελεύσματα του μακιγιάζ κι είναι εντυπωσιακό πως έχει κάνει το σώμα της να βαραίνει, πως έχει πετύχει το χωλό βάδισμα με το ένα πόδι σαν να το σέρνει, δουλεύοντας κυρίως τη μέση της…κι έχει πετύχει και σκληρούς τόνους στη φωνή ακόμα και σε σκηνές τρυφερότητας, κυρίως με τον εγγονό.
Μια ταινία που σίγουρα δεν ανταποκρίνεται σε ξεπερασμένους κώδικες κριτικής.