Όπως, όμως, έχω γράψει πολλές φορές, στη Δανία, στη Σχολή Κινηματογράφου, δεν αστειεύονται και το σινεμά πρέπει να ξεκινά από το ΣΕΝΑΡΙΟ, από το να έχεις βρει την ιστορία, να έχεις φτιάξει την ιστορία κι αν το σενάριο δεν απαντά σε κινηματογραφικούς κανόνες, επιστρέφεται.. Μέχρι να γίνει κινηματογραφικό. Κι όχι να απαντά σε θέματα εξωκινηματογραφικά, όπως σχολιάζουν τις ταινίες τα έντυπα κι εκείνοι που τους είναι εύκολο το εξωκινηματογραφικό σχόλιο επειδή αγνοείται το κινηματογραφικό. Κι οι κριτικές ή τα σχόλια περιορίζονται στο κοινωνικό κομμάτι και βάσει αυτού «κρίνουν» ενώ δεν είναι αυτό το Ζητούμενο.
Στην ταινία των δύο Δανών έχουμε ένα σοβαρό κοινωνικό θέμα, βιωματικό σε ένα βαθμό από αυτά που συμβαίνουν στη χώρα τους, όμως ανάλογα συμβαίνουν κι αλλού κι έτσι το έργο μπορεί να αγγίξει κι άλλους φτάνει να γίνει Εργο και να λειτουργήσει ως Εργο.
Το έργο αφορά στην γκετοποίηση και στα προβλήματα που αυτή δημιουργεί. Κατάγεται από το «Μίσος» του Κασοβιτς αλλά μέχρι εκεί.
Δύο αστυνομικοί περιπολούν σε μια γειτονιά της Κοπεγχάγης, γκετοποιημένη στις μέρες μας κι ως εκ τούτου υποβαθμισμένη, στην οποία έχει ξεσπάσει επεισόδιο αστυνομικής βίας με θύμα μετανάστη κι απειλούνται εξεγέρσεις και ταραχές. Είναι μια γειτονιά που πληθυσμιακά πλέον ο έλεγχος της έχει περάσει στους μετανάστες. Οι αστυνομικοί πρέπει να εισχωρήσουν εκεί κι ο καθένας ξετυλίγει τον χαρακτήρα του, καθώς μπαίνουν στην υπόθεση και ξεδιπλώνονται συμπεριφορές. Το ξεδίπλωμα της συμπεριφοράς του καθενός οδηγεί την ιστορία παρακάτω, την περιπλέκει , της δίνει κι αστυνομική χροιά διότι πολύ σωστά οι δύο Δανοί σκέφτηκαν ότι από τη στιγμή που θα βάλεις αστυνομικούς για κεντρικούς ήρωες της ιστορίας, πρέπει να ενεργοποιήσεις και το αστυνομικό στοιχείο, αυτό δηλαδή που οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες εκπροσωπούν, ώστε να προχωρήσεις την υπόθεση, να κάνεις το σενάριο ενδιαφέρον, χωρίς να απομακρυνθείς κι από τον αρχικό σου στόχο ο οποίος ήταν κοινωνικός! Και μεταξύ τους τα στοιχεία να συνάδουν το ένα με το άλλο.. κάπως έτσι γίνονται οι συνθέσεις
Και πράγματι , οι δύο αστυνομικοί βυθίζονται στον κόσμο του γκέτο, καθορίζονται από αυτόν κι επηρεάζονται οι ενέργειες τους, συστήνονται πάνω στο τι είναι ο καθένας, όμως το σενάριο τους δίνει χρώματα ώστε να μην είναι μια σκέτη σχηματοποίηση ενώ από την άλλη δίνει και τα πράγματα μέσα από τη μεριά των ανθρώπων του γκέτο, τόσο στα μεταξύ τους όσο κι απέναντι στους δύο αστυνομικούς..
Με βάση την ιστορία που θέλουν να πουν, και με τους δύο ήρωες που έχουν επιλέξει, γράφουν ανάλογα και τις σκηνές ώστε το έργο να γίνει αυτό που θέλουν. Οι σκηνές είναι σύντομες, όλες καταλήγουν σε μια κορύφωση, η ιστορία ως επί το πλείστον συμβαίνει στη διάρκεια της νύχτας…άρα , έτσι ως σκηνοθέτες μπορούμε να πετύχουμε κι ατμόσφαιρα που να είναι συμβατή με τον χαρακτήρα του έργου και με τις σύντομες σκηνές που τις φροντίσαμε να είναι και περιεκτικές , δίνουμε άπλετο χώρο στο μοντάζ να επιφορτιστεί τις αγωνίες και τις εντάσεις που προκύπτουν από τις σκηνές που γράψαμε, από τους χαρακτήρες που επιλέξαμε, από το θέμα που έχουμε να κρατήσουμε ως το τέλος …και κάπως έτσι, φτιάχνουμε μια ωραία ταινία. Η οποία, αφήνει στο θεατή κάτι, ενώ του έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον και στη διάρκεια της παρακολούθησης.
Τωρα..!! Αυτό με το οποίο θα κλείσω δεν είναι ένσταση αλλά ένας προβληματισμός, μια παρατήρηση, ένας εντοπισμός αν θέλετε παρά το ότι δεν έχω να προτείνω και λύση αν και δεν ξέρω καν αν είναι και πρόβλημα ή για ποιούς μπορεί να είναι πρόβλημα. Εχει να κάνει με το εξής: Ότι ωραία και καλά όλα αυτά που είπα ΑΛΛΑ’..αλλά…βλέπουμε πλέον πολλά τέτοια και σε πλατφόρμες, που είναι το ίδιο καλές παραγωγές, πολλά από αυτά είναι τέτοιες ταινίες της ανάλογης θεματικής αλλά και της καλής κινηματογραφικής επεξεργασίας κι αναρωτιέμαι πλέον για το μέλλον και για το που οδηγούμαστε. Κινηματογραφικά εννοώ. Δεν το λέω με απαισιοδοξία, με κάποιο προβληματισμό όμως το λέω.
Κι επειδή σε όλες αυτές τις μεγάλες κινηματογραφικές σχολές Ευρώπης κι Αμερικής κι Αυστραλίας και Καναδά, δεν υπάρχουν διαχωρισμοί δημιουργίας πάνω στο που, σε πιο μέσον δηλαδή, απευθύνεται το καλλιτεχνικό δημιούργημα ή το καλλιτεχνικό προϊόν…
Εξαιρετικοί οι δύο πρωταγωνιστές, ΓΙΑΚΟΜΠ ΛΟΜΑΝ και ΣΙΜΟΝ ΣΙΑΡΣ, επίσης κι ο νεαρός μετανάστης ΝΤΟΥΛΦΙ ΑΛ ΖΑΜΠΟΥΡΙ, στους πρωταγωνιστές μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο τους πρόβαλε το παίξιμο και τους φώτισε ο διευθυντής φωτογραφίας ΓΙΑΚΟΜΠ ΜΕΛΕΡ. Τον Λόμαν, που παίζει τον κακό, τον πιο «καθαρόαιμο» Δανό, τον φωτίζει ανφάς ώστε μέσα στο νυχτερινό να προβάλλεται το ξανθό του πλαίσιο κι οι θυμωμένες αντιδράσεις του, ενώ τον άλλο, τον Σίαρς που το πρόσωπο του είναι γωνιώδες , τον δουλεύει πολύ από τα πλάγια , αξιοποιεί κινηματογραφικά τις κινηματογραφικές γωνίες του προσώπου του.