Δεν έχω κανένα πρόβλημα ως κριτικός κι ως άνθρωπος που λατρεύει τον κινηματογράφο με κανένα είδος κι εναντιώνομαι και σε εκείνους που έχουν θέμα με το «φολκλόρ» χωρίς να ξέρουν όμως γιατί έχουν το θέμα, πλην του ότι τους επέβαλαν οι ινστρούχτορες.
Λέω λοιπόν ότι καλώς καμωμένο να θες να αποτεθείς στη διεθνή αγορά, να φέρεις εδώ παραγωγές ξένες η να κάνεις παραγωγές που θεωρείς ή φιλοδοξείς ότι μπορεί να κτυπήσουν πόρτα (καταρχάς εμπορική) του εξωτερικού και το «MONDAY» είναι μια τέτοια περίπτωση.
Διαφέρει στο ότι υπάρχει μια πρωτοτυπία στην αντιμετώπιση, κι ότι δεν είναι ένας έρωτας τουριστικού καλοκαιριού αλλά ένας έρωτας που γεννήθηκε καλοκαίρι σε νησί κι έχει συνέχεια και στο χειμώνα, στην Αθήνα, φτάνει ως τα Χριστούγεννα.
Είναι ελληνική παραγωγή λοιπόν, προφανώς με συμπαραγωγούς εκ του εξωτερικού, έχει για πρωταγωνιστές δυο ξένα ονόματα, που δεν είναι γνωστά ώστε να σου ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες εξωτερικού, είναι όμως άξιοι και οι δύο, κι η ΝΤΕΝΙΖ ΚΟΦ κι ο ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΑΝ ΣΤΑΝ. Μπορούν και στέκουν, και παίζουν και γοητεύουν σαν να ήταν …φίρμες.
Κι η πρωταγωνιστική παρουσία ξένου ζευγαριού υπαγορεύεται από το σενάριο, κι έτσι διευκολύνεται η αναζήτηση αγοράς εξωτερικού με υπακοή στη σύμβαση κι όχι στην αυθαιρεσία, ότι τα δύο πρόσωπα της ερωτικής ιστορίας είναι ξένοι, Αμερικανοί , που βρέθηκαν στην Ελλάδα, γνωρίστηκαν στην Ελλάδα κι έφτιαξαν την ιστορία τους.
Η ταινία, λόγω της ιστορίας αυτής , ξεφεύγει γρήγορα από τις παγίδες κλισέ κι επαναληπτικότητας περί καλοκαιριών διακοπών (το πρόβλημα καταλαβαίνετε ότι δεν έχει να κάνει με το ελληνικό καλοκαίρι ή με το ελληνικό φολκλόρ αλλά με ΤΟ ΠΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ, τα παραπάνω στοιχεία, ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Συνεπώς ας μην κοροϊδεύουν το ελληνικό φολκλόρ ή τις ελληνικές διακοπές αλλά ας στηλιτεύουν, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ, τη σεναριακή χρήση τους.
Εδώ τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Η ιστορία λειτουργεί κανονικά, ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως διαθέτει απόλυτη κινηματογραφική αίσθηση, και στο ρυθμό και στην αφήγηση, στο πως στήνει τον περιβάλλοντα χώρο και στο πως μπορεί κι επισημαίνει πρωταγωνιστές.
Του συμπαρίσταται μια θαυμάσια οργανωμένη παραγωγή, από αυτές βέβαια που φαίνονται όταν θα βγουν έξω ότι δεν ήταν τόσο μεγάλες, ήταν όμως απολύτως αξιοπρεπείς και μπορώ να πω ότι οι σκηνές της Αθήνας, που είναι κατά βάση νυχτερινές, είναι κι έξοχα γυρισμένες και το φιλμ διαθέτει φωτογραφία εξαιρετικού αποτελέσματος (ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΗΣ, κυρίως στην ωραία αίσθηση του νυχτερινού πλάνου είτε εσωτερικού είτε εξωτερικού χώρου- θυμάμαι τη δουλειά του στο «Τετάρτη 4.45», ως προς τα νυχτερινά) όπως εξαιρετικά συμπαρίστανται και το ΜΟΝΤΑΖ (ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΤΡΑΤΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ) που βοηθά στο να πετύχει η ταινία ρυθμό κι ανάσα αναψυχής που επιθυμεί η Σκηνοθεσία.
Ωστόσο , τα ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΕΝΑΡΙΟΥ παραμένουν. Θα πω το θετικό του, για το εύρημα του «γυμνισμού», τόσο στο Νησί όσο και στην Αθήνα, θα πω το θετικό του για το ‘ότι αρχίζει και τελειώνει με το ίδιο εύρημα, σε διαφορετική χρήση φυσικά και σε διαφορετικού τύπου σκηνές, κι αυτό είναι μια συνέπεια που παίρνει πολύ καλό βαθμό, όμως ενδιαμέσως υπάρχουν προβλήματα, που μπορεί μεν να μην επηρεάζουν τη στιγμή της παρακολούθησης αλλά σε αφήνουν με κενά. Είναι κάτι που είχα στηλιτεύσει στο «Suntan» κι εξακολουθώ να το κάνω ως παράδειγμα προς αποφυγή προβλήματος, και συμβαίνει κι εδώ αλλά λόγω διαφορετικότητας της ιστορίας πέφτει λίγο στα μαλακά: Η απουσία προϊστορίας των ηρώων!!!!!. Οτι οι χαρακτήρες δεν έχουν «ηλικία» πριν αρχίσει το έργο, στο ποιοι ακριβώς είναι , δεν μαθαίνουμε επακριβώς την ταυτότητα τους και στην περίπτωση της κοπέλας γίνεται ακόμα πιο έντονο, όταν εμφανίζεται κάποιος από το παρελθόν της, ο οποίος και παραμένει «θολός». Επίσης αυτή η επαναλαμβανόμενη ένδειξη «FRIDAY», χωρίς να μεσολαβήσουν ενδείξεις ενδιάμεσων ημερών, ώστε να φτάσουμε στο «MONDAY», κι από τη στιγμή που ο φιλμικός χρόνος μας φτάνει ως τα Χριστούγεννα και δεν περιορίζεται σε ένα ενδεικτικό τετραήμερο καλοκαιριού, δυσχεραίνει τα πράγματα. Πιθανόν στις ενστάσεις μου να υπάρχουν απαντήσεις. Όμως, όποιες κι αν είναι, δεν έχουν αποτυπωθεί στο φιλμ. Κι αυτό είναι ένα βασικό ελάττωμα. Ένα πρόβλημα που παρατηρείται στα ελληνικά ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ σενάρια, ΟΧΙ ΣΤΑ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ! Στα ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ οι ήρωες δεν είναι «επεξεργασμένοι», δεν έχουν ηλικία πριν αρχίσει το έργο ώστε τα της ηλικίας που δεν είδαμε, να ερχονται να εμπλουτίσουν την «ηλικία» την τρέχουσα, την ιστορία και να δώσουν στους χαρακτήρες αλλά και στο έργο πρόσθετες διαστάσεις . Οι ήρωες τοποθετούνται σε μια ιστορία αλλά δεν εξελίσσονται μαζί με την ιστορία. Το ότι η καλή κινηματογράφηση μπορεί εκείνη τη στιγμή , σε μερικές περιπτώσεις (και το «MONDAY» είναι μία από αυτές) ,να μην το αφήνει να γίνει αντιληπτό, δεν λύνει και το πρόβλημα. Οπότε, όταν υπάρχει αυτό στους κεντρικούς ήρωες, τι να περιμένουμε για τους χαρακτήρες των supporting; Βέβαια, στο συγκεκριμένο έργο, όπως και σε άλλα (και στο «before midnight και στο «La La Land», για να αναφερθώ σε τιμημένα ξένα) το βάρος πέφτει στα ζευγάρια κι όχι στους γύρω τους, δεν ζητεί η υποθεση και ιστορία του περίγυρου, οπότε δεν θα το στηλιτεύσω, αν κι ο ρόλος του Γιώργου Πυρπασόπουλου σήκωνε περαιτέρω αξιοποίηση – αυτό, όμως, δεν είναι θέμα δικό μου, δεν έχω δικαίωμα σε τέτοιου είδους παρέμβαση, τη στιγμή που οι δυο σεναριογράφοι (ο σκηνοθέτης Αργύρης Παπαδημητρόπουλος κι ο συνεργάτης του στο σενάριο ΡΟΜΠ ΧΕΫΣ) ήθελαν το έργο τους ιστορία του ζευγαριού και να δώσουν συγκεκριμένο χώρο στον περίγυρο. Αυτό είναι καλλιτεχνικό τους δικαίωμα, ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟ.
Η κριτική πρέπει να γνωρίζει τα όρια του ελέγχου της.