Κι από την PIXAR θα ξεκινήσω, η οποία αποδεικνύεται ότι δεν είναι απλώς η νούμερο 1 εταιρία παραγωγής ταινιών κινουμένου σχεδίου αλλά είναι και μια ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΙΔΕΩΝ, από μεριάς καλλιτεχνών και θεμάτων για την υπηρεσία πάνω στο είδος.
Κι αυτό που συμβαίνει με το «LUCA» είναι ότι άνοιξε την πόρτα στους ΙΤΑΛΟΥΣ κι έφεραν στην PIXAR τις δικές τους φρέσκιες ιδέες, αυτές τις ιδέες που είναι τόσο απαραίτητες στην καλλιτεχνική δημιουργία κι είναι αυτές που διευρύνουν τα όρια ενός είδους αλλά και μας Τέχνης.
Το «LUCA» είναι ένα φιλμ κινουμένου σχεδίου που έχει τον τρόπο να κατακτά, να γοητεύει αλλά και να τέρπει και τον θεατή εκείνον που από μόνος του δεν θα πήγαινε σε ταινία του είδους αν δεν επρόκειτο να συνοδεύσει παιδιά.
Κι η PIXAR που μας έχει προσφέρει ένα σωρό από ευφάνταστα, πρωτότυπα κι ανανεωτικά για το είδος φιλμ, κάνει ένα ακόμα βήμα.
Διότι ο θεατής που δεν ανήκει στην σταθερή πελατεία του animation αλλά εδώ θα γοητευθεί, είναι ότι θα το «πάθει» με ταινία που δεν αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του είδους, δεν πήγε να γίνει μικρομέγαλη ούτε να παραστήσει τη βαριά Τέχνη μέσα στο κινούμενο σχέδιο. Θα το ευχαριστηθεί επειδή θα το απολαύσει.
Την υπογραφή βάζει ο ΕΝΡΙΚΟ ΚΑΖΑΡΟΖΑ, καθαρόαιμος Ιταλός, Γενουάτης, που εργάζεται χρόνια στην PIXAR, στο διεθνές αυτό «χωνευτήρι» , ήταν και στο “Coco”, όπου εκεί είχαμε την μεξικάνικη κουλτούρα να διεισδύει στο είδος αλλά στο εγχείρημα συμμετείχε κι ο Ιταλός, και τώρα του έδωσαν την ευκαιρία να ηγηθεί, σε κάτι δικό του. Με συνεργασία βέβαια στο σενάριο και κάποιων μη Ιταλών..
Αυτό το δικό του για το οποίο του έδωσαν το πράσινο φως είναι γεμάτο Ιταλία κι ως φύση, κι ως πνεύμα , κι ως χρώματα. Και φυσικά, κι ως ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ.
Στον κόσμο του βυθού αναφέρεται, από τον κόσμο του βυθού ξεκινάει, με ένα πλάσμα του βυθού, που η οικογένεια του (μπαμπάς, μαμά, γιαγιά, -famiglia δηλαδή, ειδάλλως τι ιταλικό θα ήταν?) του δίδαξε να φοβάται τον κόσμο της Επιφάνειας, πως είναι εχθρικός για τα πλάσματα της θάλασσας κι επιθυμεί την εξόντωση τους…Ελα, όμως, που τον θαλασσο-πιτσιρικά τον ελκύει. Τόσο ο ίδιος ο κίνδυνος όσο κι η άγνοια του κινδύνου και φυσικά το απαγορευμένο. Κάποια στιγμή θα «σπάσει» το νόμο και θα επιχειρήσει να ξεμυτίσει από τη θάλασσα. Αυτομάτως θα φύγουν από πάνω του τα «λέπια» και τα χρώματα και θα ανθρωποποιηθεί, αν και στην αρχή δυσκολεύεται το σώμα από ύπτιο να σταθεί κατακόρυφο. Εκεί στην ακτή , όπου ο «Λούκα» θα σπάσει το νόμο, βρίσκεται ένα αγόρι. Θα του μάθει να στέκεται στα πόδια του, θα τον περιμένει κι όταν ξαναπάει. Ο Λούκα ξαναμπαίνει στη θάλασσα για να γυρίσει στην οικογενειακή εστία (έχει πλάκα το πως έχει στήσει την famiglia ως απολύτως «ιταλική», θα τον κατσαδιάσουν ο μπαμπάς κι η «μάμμα», η τελευταία θα του βάλει και περιορισμούς του κανακάρη της, ως γνήσια Ιταλίδα «μάμμα», αν και των πλασμάτων του βυθού, η γιαγιά θα είναι αυτή που θα τον καλύψει. Η οποία πρέπει να είχε κάποιο παρελθόν με την Επιφάνεια…. Διότι ο μικρός θα ξαναπάει. Κι ο φιλος θα είναι εκεί και θα τον περιμένει. Και θα του προτείνει βόλτα , με πρώτο ελκυστικό στοιχείο τα..βεσπάκια Τη ΒΕΣΠΑ. Αυτή η ΒΕΣΠΑ!!! Τι παγκόσμια ιταλική αναφορά στη μεταπολεμική κουλτούρα. Οπου το πρότυπο του «διακοπές στη Ρώμη» , στο οποίο η πριγκίπισσα κάνει την πρώτη της βόλτα στην πόλη ως θνητή, και την κάνει με το βεσπάκι του δημοσιογράφου, εδώ χρησιμοποιείται αλλά αλλιώς. Χωρίς καθόλου αναφορά στην ταινία αλλά αυτονομείται ως αναφορά σε μια κουλτούρα κι όχι ως «σινεφιλ» ευκολία. Και με κίνητρο τα βεσπάκια, θα αμολυθούν τα δυο φιλαράκια μέσα στη χώρα. Σε ένα ψαροχώρι. Οπου ο Λούκα δεν πρέπει να προδοθεί ότι είναι ψάρι…Κι είναι απίστευτα τα ευρήηματα του τι συμβαίνει όταν πέφτει πάνω του νερό….
Και κάποια στιγμή, η ιταλική famiglia , θα αποφασίσει να δράσει, είναι απολύτως βέβαιοι τι έχει κάνει ο κανακάρης τους. Όπως κι ο Λούκας, έτσι κι αυτοί μόλις βγουν στη στεριά, «αποχρωματίζονται», ανθρωποποιούνται, κι αρχίζει ένα ιταλικό κυνήγι του πιτσιρικά, που την έχει κάνει λαχείο με το φιλο, με τη βέσπα, με τη ζωή των ανθρώπων…
Δεν λέω άλλα….
Χρώματα, μουσικές, τραγούδια, ΙΤΑΛΙΑ παντού, αισθητική κι ηθογραφική σημειολογία, μια χάρη, μια ανεμελιά, κι ένα συναίσθημα ελευθερίας αλλά και προσέγγισης και κατανόησης όμως και άμυνας …
Και το καθαρά κομμάτι του animation, η εξέταση δηλαδή της ταινίας από τη μεριά της ίδιας της Τέχνης του Κινουμένου Σχεδίου, έχει απολύτως το ιταλικό άγγιγμα, στα πρόσωπα, στις φυσιογνωμίες, στα σουλούπια, στα ρούχα, στη σκηνογραφική απεικόνιση ειδικά στην κεντρική πλατεία του ψαροχωριού..
Ιταλικό κι αμερικανοποιημένο ταυτόχρονα, όπως και το «Coco» που παρέμενε τόσο μα τόσο μεξικάνικο μέσα στην αμερικανοποίηση του.