Η παραγωγή έχει να κάνει με την ΝΤΙΣΝΕΫ, και με την απόφαση να κάνουν ταινία βασισμένη στο βιβλίο της ΝΤΟΝΤΙ ΣΜΙΘ «Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας» από το οποίο θα τραβήξουν και θα απομονώσουν την ηρωίδα Κρουέλα Ντε Βιλ, που έγινε σύμβολο κακιάς και θα πουν την ιστορία της.
Πέντε σεναριογράφοι έχουν δουλέψει πάνω σε αυτό, στη μετατροπή αυτού του αρχικού υλικού σε σενάριο που να συνδυάσει τα ασυνδύαστα αλλά τελικά να καταφέρει να τα συνδυάσει κι η ανάθεση δόθηκε στον σκηνοθέτη ΚΡΑΙΓΚ ΓΚΙΛΕΣΠΙ, ο οποίος έχει στο σακίδιο του το «Εγώ, η Τόνια». Τι ήταν το «Εγω η Τονια»; Ουσιαστικά ένα έργο πάνω στη σχέση αφόρητης μάνας και «πνιγμένης» κόρης.. Αυτό το «άγγιγμα» ζητούσαν φιλόδοξα από την παραγωγή της ταινίας ώστε η «CRUELLA» να μην είναι ένα σκέτο blockbuster, να μην είναι ένα σκέτο παραμύθι, όμως, από την άλλη να μη χάσει την επαφή με το είδος που λέγεται παραμύθι και να είναι αναγνωρίσιμη η καταγωγή της, οι καταβολές δηλαδή της Ντίσνευ, πρώτα του είδους «κινούμενο σχέδιο», καρτούν δηλαδή, από το οποίο ξεκίνησε κινηματογραφικά η φάση με την Κρουέλα Ντε Βιλ και με «Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας» και κατόπιν με την ταινία «ανθρωποποίησης» των καρτούν με την Γκλεν Κλόουζ, που έβγαλε και δύο παραγωγές.
Κι έτσι λοιπόν, μαθαίνουμε την ιστορία και την προϊστορία, την παιδική ηλικία, το πως το μικρό κοριτσάκι έχασε τη μητέρα της, πως βρέθηκε στο δρόμο , πως έμπλεξε με δυο κλεφτρόνια, πως βρέθηκε στον Οίκο Μόδας που διεύθυνε η σκοτεινή Βαρώνη, πως ξετύλιξε κουβάρια κι ανακάλυψε μυστικά, πως έγινε η ίδια σχεδιάστρια πρώτου μεγέθους, πως…πως..πως..και πως έφτασε στις αποκαλύψεις.
Ολο το έργο είναι σε ένα κλίμα σκοτεινού παραμυθιού. Το παραμύθι δηλώνεται διαρκώς με όλες τις απαραίτητες διογκώσεις ώστε να λειτουργεί ως τέτοιο και να υπενθυμίζεται. Και από την άλλη όλο , σχεδόν όλο, είναι σε μια ατμόσφαιρα νύχτας. Ώστε να γίνεται «σκοτεινό». Χωρίς να χάνει την ιλαρότητα του, την ευχαρίστηση που οφείλει να προσφέρει, συγχρόνως με το σασπένς που κι αυτό έχει την παιδικότητα του αλλά και μια σειρά από ευρήματα ώστε να καταφέρει να λειτουργήσει. Ισως κάπου εκεί να χρειάστηκαν οι πέντε σεναριογράφοι. Για όλη αυτή τη μετατροπή αλλά το ζωντάνεμα τους, που είναι κι αυτό από το οποίο ξεκίνησα, έχει να κάνει με τον σκηνοθέτη τον Κραιγκ Γκιλέσπι, ο οποίος φρόντισε τη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ να αποδοθεί μέσω σκηνικών, που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο σε ένα κλίμα μαγείας, όσον αφορά στην αρχική έπαυλη, που γίνεται κι έπαυλη για φινάλε και κατόπιν στους χώρους της σκοτεινής Βαρώνης και του ατελιέ της, που δεν περιορίζεται σε ένα και μοναδικό ντεκόρ. Για όλη αυτή τη δουλειά, προσέλαβαν τη σκηνογράφο της «ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΗΣ» , την ΦΙΟΝΑ ΚΡΟΜΠΙ που ήταν κι υποψήφια για το Οσκαρ στην ταινία του Λάνθιμου. Στα πλαίσια δηλαδή του άλλου αγγίγματος και του σκηνοθέτη Γκιλέσπι παιζόταν και το σκηνογραφικό στήσιμο. Για μια άλλη διάσταση κι όχι με ένα υπεύθυνο σκηνογραφίας που να ειδικεύεται, ας πούμε, στα «θεσμικά» έργα της Ντίσνεϋ.
Και για τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ο Γκιλέσπι έφερε μαζί του, τον διευθυντή φωτογραφίας που είχε στο «Εγώ, η Τόνια», κι είναι ΕΛΛΗΝΑΣ, τον ΝΙΚΟΛΑ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ. Ο οποίος στην «Τόνια» με τις κινήσεις της κάμερας είχε δώσει στον μοντέρ τη δυνατότητα να φτάσει ως την πεντάδα του Οσκαρ. Ελληνας εκ Βελγίου ο ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ, το έχει με τους «ερεβώδεις» φωτισμούς, δική του δουλειά στη φωτογραφία ήταν κι η «ΜΟΣΧΑΡΟΚΕΦΑΛΗ» που έφερε το ΒΕΛΓΙΟ στη 5άδα του Ξενόγλωσσου Οσκαρ, με φωτογραφία σκοτεινή και ρεαλιστική και ξαφνικά βρίσκεται σε αυτό της Ντίσνευ. Τι ήθελαν από αυτόν; Τη φωτιστική προσέγγιση ΕΙΔΟΥΣ, και πάνω από όλα εκείνη την κίνηση της κάμερας που θα κάνει το έργο να φαίνεται πως κυλά με ρυθμούς παραμυθιού χάρη στα πλάνα που θα παραδώσει ο διευθυντής φωτογραφίας στον Μοντέρ.
Η Μεγάλη Επένδυση της Σκηνοθεσίας είναι στα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη δουλειά, ένας άθλος, όπου Σκηνοθεσία κι Ενδυματολογία γίνονται Ένα. Είναι ολοφάνερο πόσο έχει επενδύσει ο σκηνοθέτης στην ενδυματολόγο για όλα αυτά τα σύνθετα που καλούνται να στηθούν. Η παρουσία της ΤΖΕΝΥ ΜΠΕΒΑΝ στο Ενδυματολογικό καθίσταται πρωταγωνιστική. Διότι η Τζένυ Μπέβαν κουβαλά μεγάλη ιστορία και μεγάλη..ανατροπή , που κάνει την ενδυματολογική της παρουσία ακόμα πιο σημαντική: Είναι πολύ ενδιαφέρον, στα πολύ νιάτα σου να έχεις πάρει το ΟΣΚΑΡ για το «ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ» του Τζέημς Αϊβορυ, ένα έργο εποχής κι αποθέωσης της δαντέλας, αυτό να σου δίνει «ειδικότητα» κι ο Τζέημς Αϊβορυ να σε έχει μόνιμη ενδυματολόγο στις επόμενες ταινίες του κινούνται λιγο έως πολύ σε αναλογο κλίμα, και να μην είναι μόνο ο Αϊβορυ αλλά να σε ζητάνε κι οι άλλοι που έχουν «εποχή» και «δαντέλα», από τη «Λογική κι ευαισθησία» και το «Gosford Park» ίσαμε το «Λόγο του Βασιλιά, και 30 χρόνια μετά το πρώτο σου Οσκαρ κι όλη αυτή την εντρύφηση στη δαντέλα, σε μια σχετικά προχωρημένη ηλικία να κάνεις κοστούμια χεβιμεταλάδικα, να σπας το καλούπι σου και να παίρνεις το δεύτερο σου Οσκαρ για το «MAD MAX». Μιλάμε λοιπόν για μεγάλη ενδυματολογική γκάμα.
ΚΙ εδώ αναλαμβάνει την καταγωγή του είδους και το γύρω από την αισθητική των σκυλιών Δαλματίας ως υπόδειξη, συγχρόνως με κοστούμια που να είναι συμβατά με την σκοτεινιά του παραμυθιού, παραλλήλως να ανταποκρίνονται στο σεναριακό κάλεσμα περί Ραπτικής 1965, σε αυτά να δίνεται προέκταση και διόγκωση είδους και να έχεις και κοστούμια για τις πρωταγωνίστριες που να φαντάζουν ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΗΛΩΝΕΙ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Μελετώντας τη δουλειά αυτή, κάπου χάθηκα. Κάποια στιγμή έχασα τα όρια μεταξύ Σκηνοθεσίας κι Ενδυματολογίας.
Σε αυτό όλο το πλαίσιο, είχαμε και τις ερμηνευτικές αριστείες. Η ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ είναι αποδεδειγμένα ταλαντούχα, έχει γκάμα και νεύρο. Εχει απόλυτη συναίσθηση ειδών κι έχει κι απρόβλεπτο παίξιμο στο πως ερμηνεύει ηρωίδα παραμυθιού, στο πως κρατά τις ισορροπίες. Το ότι ο θεατής μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες του να τα φέρει όλα αυτά σε ισορροπία, είναι κι αυτό προς τιμήν της. Όπως κι η άλλη ΕΜΜΑ, η ΤΟΜΣΟΝ, την οποία χάζεψα για τις αφαιρέσεις της, για το αφαιρετικό της παίξιμο απέναντι στην καρικατούρα, αυτό ας πούμε που δεν έχει η Γκλεν Κλόουζ, την αφαίρεση, κι απορούν θλιμμένα οι θαυμαστές της γιατί δεν παίρνει Οσκαρ. Η Εμμα Τόμσον κάνει την απόλυτη αφαίρεση, όπως είχε κάνει κι η Κάθυ Μπέητς, βέβαια ,στο «Misery»- άλλο δυνατό παράδειγμα!- που την καρικατούρα την είχε μετατρέψει με τις αφαιρέσεις της σε ψυχολογημένο χαρακτήρα.
Πολύ συμπαθητικά και συντονισμένα με την Στόουν , και καθοδηγημένα από την σκηνοθεσία , τα δυο παιδιά που παίζουν τα συντρόφια-κλεφτρόνια, ο ΤΖΟΕΛ ΦΡΑΫ κι ο γεματούλης ΠΟΛ ΓΟΥΟΛΤΕΡ ΧΑΟΥΖΕΡ, καθώς κι επιμέρους εμφανιζόμενοι που έχουν ορίσει μοναδικά την καρικατούρα του ρόλου τους
Η Μουσική του ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΠΡΙΤΕΛ , υποψήφιου δυο φορές για Οσκαρ σε φυλετικά δράματα του Μπάρυ Τζένκινς, δείχνει άλλη μια υπέρβαση επιλογής συνεργάτη, από τον οποίο ζητήθηκε μουσική που να συνοδεύει περιπέτεια αλλά με ενορχήστρωση τέτοια ώστε ο ήχος να γίνεται ανάλαφρος κι όχι βαρύς.
Με άλλα λόγια, βλέπουμε πως συγκεντρώθηκαν άνθρωποι από άλλους χώρους για να κάνουν διαφορετικό αυτό το παραμύθι αλλά από κάτω υπήρχε παραγωγή που ήξερε τι ήθελε κι υπήρχε και σκηνοθέτης του πως να πετύχει αυτή τη σύνθεση και να δώσει το κάτι παραπάνω στην ταινία.