Θα το έκανα με αυτή την ταινία -με όλες το κάνω δηλαδή- αλλά εδώ, υπάρχει ένας ακόμα λόγος: Από που αντλείς ώστε αυτό που σου ανατέθηκε να το κάνεις πιο περιποιημένο, να δείξεις αν κατέχεις γνώσεις και φαντασία ώστε να συστηθείς και το τι θα έκανες αν σου ερχόταν στα χέρια- ή, ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ – όταν βρεθει στα χέρια σου κάτι καλύτερο.
Κι όλο αυτό θα το πω με ένα όνομα, του άγνωστου για την ώρα ΙΤΑΛΟΥ σκηνοθέτη ΦΕΡΝΤΙΝΑΝΤΟ ΤΣΙΤΟ ΦΙΛΟΜΑΡΙΝΟ. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους του και λογικά δεν ταιριάζει να βασιστούμε σε αυτό που είπα παραπάνω, ότι του «ανατέθηκε» διότι στα credits δηλώνεται κι ως συγγραφέας, ως ο άνθρωπος που έγραψε το story, την υπόθεση τρόπον τινά. Κι είναι πολύ πιθανό να το πήγε βόλτα, να το πέρασε από ατζέντηδες σε ατζέντηδες μέχρι που τελικά βρέθηκε πρόθυμο το NETFLIX.
Ενας νόμος των ατζέντηδων σεναρίου, είτε μιλάμε για ολοκληρωμένο σενάριο είτε για story, είναι το εξής: «Εν πρώτοις δεν εξετάζεται αν το σενάριο είναι καλό ή κακό όσο αν παρουσιάζει ενδιαφέρον στο να το αγοράσει ή να ενδιαφερθεί να το προωθήσει κάποιος». Μελετήστε τη φράση και θα καταλάβετε την ουσία των διαφορών.
Γι αυτό και ξεκίνησα από τον σκηνοθέτη ενώ η καλλιτεχνική, κινηματογραφική ιδεολογία μου, είναι το σενάριο. Επειδή το story το έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Στη μετατροπή του σε σενάριο συνεργάσθηκε, σύμφωνα με tα ίδια credits o KEBIN ΡΑΪΣ.
Ο Φερντινάντο Τσίτο Φιλομαρίνο έγραψε λοιπόν ένα story, πάνω στο είδος της περιπέτειας, ένα σενάριο δράσης, όπου το σασπένς στηρίζεται στη δράση. Σε όλο το σενάριο, από το ξεκίνημα της ιστορίας, μέχρι το φινάλε, υπάρχει ένα διαρκές ερωτηματικό «τι παίζει εδώ πέρα;». «Τι συμβαίνει;»
Ο σκηνοθέτης -συγγραφέας δούλεψε πάνω σε αυτό. Πάνω στο είδος. Σε μια ιστορία μυστηρίου που διαδραματίζεται στην Ελλάδα, ξεκινά με ένα τροχαίο που συμβαίνει σε ζεύγος τουριστών κάπου στο Μέτσοβο, το οποίο τροχαίο δεν είναι και τόσο αθώο, η κοπέλα σκοτώνεται, ο άνδρας βρίσκεται παγιδευμένος και φτάνει στο σημείο να απειλείται η ζωή του, ακόμα και μέσα από την ίδια την Αστυνομία, στη συνέχεια ακόμα και μέσα από το διπλωματικό σώμα.
Στα παιδιά που θα δίδασκα θα τα παρότρυνα να δουν πως δουλεύεται ένα σενάριο κι ένα story, το οποίο ανήκει στο ψυχαγωγικό είδος, στην περιπέτεια θριλερ, όταν μάλιστα η εξέλιξη της ιστορίας έχει να κάνει με διαδρομή. Με την διάσχιση μιας χώρας, της Ελλάδας συγκεκριμένα, από το Μέτσοβο μέχρι την Αθήνα. Με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, όπου σε κάθε σκηνή, σε κάθε μέρος, καθώς ο ήρωας ψάχνει να βρει την άκρη του, να μάθει την αλήθεια αλλά και να γλυτώσει τη ζωή του, έχουμε κι ένα επεισόδιο που πάει παρακάτω την ιστορία εντείνοντας όμως το αίνιγμα.. Αυτό συμβαίνει διαρκώς και σε όλη της διάρκεια της περιπλάνησης-διαδρομής-διαφυγής, σε αυτό το ταξίδι.
Ένα σενάριο λοιπόν, που ανήκει στο ψυχαγωγικό είδος, κι όχι σε κάτι άλλου είδους φιλοδοξιών, με τη διαφορά ότι η φιλοδοξία όπως και το επίτευγμα δεν γνωρίζουν είδη, μπορούν να απαντούνται παντού.
Ως εδώ λοιπόν δεν θα είχα πολλά να πω, αν έμενα μόνο στο σενάριο. Αυτό που με ενδιέφερε και παρακολουθούσα είναι πάνω στο σενάριο τι δουλειά έκανε αυτός ο σκηνοθέτης.
Κι είναι δύο πράγματα (υπάρχει κι ένα τρίτο, το πως έγραψε στις σκηνές ώστε να βοηθηθεί το μοντάζ και να δίνει στην ταινία διαρκή αέρα, αλλά αυτό το συναντάμε συχνά, υπάρχουν παγκοσμίως καταρτισμένοι κινηματογραφιστές που και στα ελαφρα έργα πετυχαίνουν αποτελέσματα εξού κι οι θεατές διασκεδάζουν χωρίς να αναλογίζονται τον κόπο, σωματικό και πνευματικό, που μπορεί να προηγήθηκε) στα οποία άξιζε να γίνει ένα μάθημα.
Το ένα είναι η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ, το άλλο είναι η ΔΙΑΝΟΜΗ , το casting. Εδώ καταλαβαίνει κανείς πόσο ο σκηνοθέτης ψάχτηκε.
Η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ δεν είναι ελληνικά τοπία ατάκτως ερριμμένα. «Φωνάζει» «σκηνοθετίλα» και «σεναρίλα». Οι location managers, που ΄ήρθαν στην Ελλάδα για ρεπεράζ, και προφανώς συνεργάστηκαν και με ντόπιους, παρέδωσαν σημεία , όλης της διαδρομής από το Μέτσοβο ως την Αθήνα, τα οποία βρίσκονται, στην εκάστοτε δεδομένη στιγμή, σε απόλυτη συνάρτηση είτε με την ατμόσφαιρα που επιδιώκει η σκηνοθεσία είτε με την ένταση όπως προκύπτει μέσα από τη δράση. Ανάλογα τη σκηνή. Οι χώροι δεν είναι ποτέ τυχαίοι, δεν είναι ένα οποιοδήποτε οδοιπορικό που γυρίστηκε στην Ελλάδα. Το κάθε μέρος ,υπακούει στα κελεύσματα της εκάστοτε σκηνής. Κι η Διεύθυνση Φωτογραφίας αυτό το προβάλει, ο Ταϊλανδός διευθυντης φωτογραφίας ΣΑΓΙΟΜΠΟΥ ΜΟΥΚΝΤΗΠΡΟΜ, αυτός που φώτισε τοσο ατμοσφαιρικά την εξοχή του ιταλικού Βορρά στο «ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙς ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ» (εκεί δούλευε ως βοηθός κι ο σκηνοθέτης και ίσως από εκεί να κρατά η γνωριμία τους) (από το ίδιο φιλμ είναι κι η γνωριμία με τον Μοντέρ ΒΑΛΤΕΡ ΦΑΖΑΝΟ – πόσο διαφορετικό μοντάζ ανάμεσα στις τις δυο ταινίες ένεκα διαφορετικών απαιτήσεων της κάθε μίας) (κι η ενδυματολόγος ΤΖΟΥΛΙΑ ΠΙΕΡΣΑΝΤ είναι από το ίδιο φιλμ , του Γκουαντανίνο σε σεναριακή διασκευή ΤΖΕΗΜΣ ΑΪΒΟΥΡ) (γι σκεφτειτε ότι μια παρέα μέσα από ένα φιλμ έβαλαν μπρος ετούτο που είναι τόσο μα τόσο διαφορετικό, στην παραγωγή συμμετέχει κι ο ίδιος ο Γκουαντανίνο!!!- αυτό για να καταλάβουν οι «κολλημένοι τι πράγμα είναι ο κινηματογράφος και το πως ακριβώς γίνεται) έχει προβάλει τις σκηνογραφικές επιλογές του ΕΛΙΟΤ ΧΟΣΤΕΤΕΡ και του ΝΤΑΡΙΟ ΝΟΛΕ’ με ανάλογη φροντίδα. Εχει πιάσει την ατμόσφαιρα και της Ελλάδας, όπως και της Ιταλίας, σε μια συγκεκριμμένη εποχή του χρόνου, και βλέπουμε πως ξεκινάει από το «κρύο» Μέτσοβο και πως σιγά σιγά το «ζεσταίνει» καθώς κατεβαίνουμε Νότια. Οι επιλογές των χωρων ακολουθούν ή υποβάλλουν αυτή την «ευλυγισία» της φωτογραφίας στη διάρκεια της διαδρομής. Ανάλογη φροντίδα συναντάμε και στους εσωτερικούς χώρους, θα ήθελα να σταθώ στο σπίτι του κυνηγού που με την επιλογή των σκευών, των επίπλων, των χρωμάτων, το διάκοσμο γίνεται χώρος φιλοξενίας και ασύλου, ακριβώς όπως εκείνη τη στιγμή πρέπει να νιώσει ο ήρωας- και μαζί του κι οι θεατές, για λογαριασμό του. Όπως επίσης θα αναφερθώ και στην επιλογή εκείνου του ανθοστόλιστου σπιτιού, κάπου γύρω από το Κολωνάκι ή τον περιφερειακό, που με τα χρώματα των ανθέων που το περιβάλλουν φτιάχνει μια ανάσα μέσα στην κλιμακούμενη ένταση και στη λύση του αινίγματος καθώς πάμε για φινάλε.
Το δεύτερο που είπα ότι θα ήθελα να συζητήσω με τα παιδιά των κινηματογραφικών σπουδών είναι το θέμα της ΔΙΑΝΟΜΗΣ. Το ότι ήρθαν στην Ελλάδα και δεν ήξεραν από πρόσωπα.. Οι Ελληνες casting directors ANNA NIKOΛΑΟΥ και ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΑΠΤΗΣ , που υπογράφουν, επέλεξαν πρόσωπα αλλά αξίζει να σταθούμε στο τι υπέγραψε ο Ιταλός σκηνοθέτης
Θα ξεκινήσω από τον σκηνοθέτη ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΙΑΝΟ, που τον έβγαλε πολύ ζεστό ως ηθοποιό στο ρόλο του φιλόξενου κυνηγού, θα σταθώ στην ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ , που στον αντιπαθητικό ρόλο που της έδωσε την βοήθησε να αποβάλει κάθε τι αντιπαθητικό από πάνω της, θα σταθώ στον καλό ηθοποιό ΠΑΝΟ ΚΟΡΩΝΗ που τον είχα ξεχωρίσει στη διανομή του «Chevalier» της Τσαγγάρη, εις πείσμα των δημοσίων σχέσεων που ήθελαν να κλέβει την παράσταση ο…Ρουβάς (από που κι ως πού?) και θα κλείσω με μια ΥΠΟΚΛΙΣΗ που θα ήταν κι ο λόγος για το ότι θα το έκανα μάθημα το κεφάλαιο αυτό σε Σχολή: Στον ΜΑΚΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ‘ Η μάλλον, στον σκηνοθέτη ΦΙΛΟΜΑΡΙΝΟ, που είδε στον Μάκη Παπαδημητρίου, κάτι «άλλο» και τον έβαλε να παίξει έναν εκτελεστή. Και παρόλο ότι ο ρόλος είναι σύντομος, ο ΜΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ενσαρκώνει τέλεια αυτό που εδώ του αρνούνται και τον έχουν καταδικάσει στην τυποποίηση. Διότι στην Ελλάδα δεν είναι μόνο ότι πολλοί σκηνοθέτες πάσχουν από σεναριακή άγνοια, μα υποφέρουν και στο θέμα της διανομής, άλλωστε διανομή με σενάριο συγγενεύουν, και παίρνουν τον Μάκη Παπαδημητρίου έτοιμο, να επαναλαμβάνει από ταινία σε ταινία κι από σκηνοθέτη σε σκηνοθέτη, ένα συγκεκριμένο τύπο που του κάνει και κακό, τον τυποποιεί και δεν τον ανανεώνει.
Βέβαια, από την άλλη, στους ξένους και δη στους πρωταγωνιστές, έχουμε ένα θέμα. Στην περίπτωση της ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ μόνο ως ενδυνάμωση του ξεκινήματος της ταινίας μπορεί να γίνει δεκτή η επιλογή, όλο το υπόλοιπο είναι καταστροφικό για την ίδια που, όπως κι η Μπρη Λάρσον, δεν έχουν επιβεβαιώσει ως καριέρες τα Οσκαρ που κέρδισαν κάπως βιαστικά… Και για τον βασικό και κύριο πρωταγωνιστή ΤΖΩΝ ΝΤΕΗΒΙΤ ΓΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ, θα είχα να αναρωτηθώ ως προς το μέχρι που φταίει ο ρόλος από πλευράς σεναρίου και αν είναι έτοιμος για να σηκώσει στους ώμους ταινία αποκλειστικά δική του.
Αυτά α ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ θα είχαν πω για το φιλμ και δεν θα ασχολιόμουν ούτε με το Netflix και τους εχθρούς του ούτε και με την χαμηλή αυτοεκτίμηση των άλλων που είναι εκ προοιμίου έτοιμοι να κοροϊδέψουν ο, τιδήποτε ξένο γυρίζεται στην Ελλάδα.
Τωρα, ως προς τον τίτλο «Μπέκετ» ειλικρινά δεν κατάλαβα ποιος executive μπορεί να το σκέφτηκε. Ναι, είναι το όνομα του ήρωα αλλά υπάρχει ο ένας και μοναδικός «ΜΠΕΚΕΤ» το ιστορικό φιλμ με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Πήτερ Ο’ Τουλ, και δεν καταλαβα, επαναλαμβάνω, γιατί του έδωσαν αυτό τον τίτλο, από το όνομα του ήρωα, ενώ αρχικά διαφημιζόταν με άλλον.