«Το κλουβί με τις τρελλές» ήταν η επιτομή της διεθνούς αναγνώρισης, έφτασε μέχρι την υποψηφιότητα του Οσκαρ Σκηνοθεσίας, χωρίς η Γαλλία να το έχει υποβάλλει στην κατηγορία της «Ξενόγλωσσης»(νυν «Διεθνούς»). Ηταν η αναγνώριση κι η επισήμανση της Σκηνοθεσίας πάνω στο είδος, πως ο σκηνοθέτης μεταχειρίζεται λεπτότητα στη διαχείριση των εξτρημ κωμικών καταστάσεων και δεν παύει ούτε στιγμή να προσφέρει διασκέδαση, χωρίς να εκτρέπεται ενώ το ίδιο το θέμα- «κωμωδία τραβεστί», όπως διαφημιζόταν τότε- ενείχε κινδύνους.
Όμως της κωμωδίας εκείνης, είχαν προηγηθεί άλλες του ίδιου σκηνοθέτη που έδειχναν πόσο καλά κατέχει ο Μολιναρό το ειδος, πω το αντιλαμβάνεται κινηματογραφικά αλλά και πως ξέρει και να το μεταχειρίζεται κινηματογραφικά.
Μία από αυτές ήταν τούτος εδώ, ο «ΚΑΚΟΣ ΜΠΕΛΑΣ» (L’ emmerdeur), που στα ελληνικά σημαίνει κάτι σαν «σπαστικός» με τη σωστή έννοια- κατάληξη του ελληνικού τίτλου, δηλαδή «κακός μπελάς» και βασίζεται στο θεατρικό έργο του ΦΡΑΝΣΙΣ ΒΕΜΠΕΡ «Το συμβόλαιο»…
Από το έργο αυτό προέκυψαν και «Τα φιλαράκια», τελευταία ταινία του Μπίλυ Γουάιλντερ με Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου κι εδώ θα ήθελα να κάνω μια διευκρίνιση, σχετικά με την έννοια «remake» και την πηγή του. Όταν έχουν πουληθεί σε πολλές χώρες τα δικαιώματα ενός θεατρικού έργου, δεν μιλάμε υποχρεωτικώς για «remake». Το μεταχειριζόμαστε ως όρο κυρίως αν έχουν αγοραστεί τα δικαιώματα του κινηματογραφικού σεναρίου. Όταν όμως τη σεναριακή διασκευή την έχει κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας του θεατρικού, όπως συμβαίνει εδώ με τον Φρανσίς Βεμπέρ, τότε, ναι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο.
Κι εδώ, θα ξεκινήσουμε και πάλι από τον συγγραφέα και το σενάριο αλλά σίγουρα έχουμε τη σφραγίδα εποπτείας του σκηνοθέτη, βλέποντας μια τέτοια κινηματογραφικότητα.
Το λέω επειδή το μυαλό, καθώς παρακολουθούμε την ταινία, αδυνατεί να συλλάβει την πιθαανότητα ότι αυτό το έργο μπορεί να ήταν θεατρικό. Είναι τέτοιος ο κατατεμαχισμός κι η εναλλαγή χώρων και σκηνών ώστε πραγματικά να αναρωτιέσαι πως μπορεί να ήταν στη Σκηνή. Βέβαια, η πείρα σου επιτρέπει να υποπτευθείς κάποια πράγματα, αν δεν έχει τύχει να το δεις και θεατρικά ανεβασμένο, όμως δεν σου μένει παρά να θαυμάσεις την κινηματογραφικότητα της απόδοσης.
Η κωμωδία έχει ως βάση τη συνάντηση σε ένα ξενοδοχείο, σε διπλανά δωμάτια. Τόπος δράσης το Μονπελιέ. Ενας εκτελεστής έχει πάει με αποστολή να καθαρίσει κάποιον που πρόκειται να καταθέσει στη δίκη του και πρέπει να τον προλάβουν πριν αποκαλύψει στοιχεία κι ονόματα. Στο διπλανό δωμάτιο , με συγκοινωνούσα πόρτα , όμως, κάνει απόπειρα αυτοκτονίας ένας που τον έχει παρατήσει η γυναίκα του..Κι η μοίρα τους φέρνει υποχρεωτικά κοντά, κι ο επίδοξος αυτόχειρας, που πραγματικά είναι μπελαλής κι ανυπόφορος, διαρκώς τραινάρει την υλοποίηση της αποστολής του άλλου……μια και τον μπλέκει με τα δικά του τα οποία δεν έχουν τελειωμό.
Εδώ τώρα είναι που συγγραφική και σκηνοθετική αξία γίνονται ΕΝΑ, ως αποτέλεσμα μιας ζηλευτής συνεργασίας , διότι σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα και μάλιστα ο δεύτερος έχει αναλάβει να μετατρέψει τον λόγο σε εικόνα, τις σκέψεις σε πράξεις, με άλλα λόγια να δουλέψει εντελώς διαφορετικά το έργο του από το πως το είχε δουλέψει στο θέατρο.
Είναι καταπληκτικό το πως μετατρέπονται σε επεισόδια δράσης εκείνα που θα «συζητούσαν» στο θέατρο, όμως, μέσω της ατάκας και της σκηνικής κατάστασης θα έβγαζαν το γέλιο ενώ τώρα το γέλιο πρέπει να βγει κι από τις εικόνες, από τον τρόπο που θα δειχτεί.
Καθότι η δράση, μεταφέρεται συχνά πυκνά κι έξω από το ξενοδοχείο, και φυσικά όλο και ξαναγυρίζει σε αυτό, είναι αξιοθαύμαστη η δοσολογία , κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται η υπόθεση και μαζί της οι χαρακτήρες, δηλαδή ο «Μύθος» και τα «Ηθη» ενώ οι ατάκες , οι «λέξεις» εχουν συντονιστεί με την εικόνα, με τη διασκευή κι είναι τόσες όσες χρειάζονται για να επεξηγούν και να συνοδεύουν την εικόνα, ώστε να μην την φορτώσουν με λόγο και την κάνουν φλύαρη.
Κάπου , όμως, εμφανίζεται κι η «διάνοια», το περιεχόμενο κι έτσι το έργο γίνεται κωμωδία ουσίας κι όχι «σλάπστικ» ενός ατέρμονου κυνηγητού ανατροπών των σχεδίων. Χωρίς να απεμπολεί τη βάση-παράδοση των Γάλλων στο είδος της φάρσας, την οποία εδώ χρησιμοποιεί ως παράδοση για την τεχνική του γραψίματος με τα ευρήματα των συμπληρωματικών χαρακτήρων, όπως η περίπτωση του νευρολόγου-αντεραστή.
Για την υποκριτική, που είναι μέρος της «όψης» και ο σκηνοθέτης είναι ο μέγας αρχηγός κι υπεύθυνος για την όψη, έχει προσληφθεί ένα δίδυμο, που ενώ δεν ανήκε εκ προοιμίου στο είδος της κωμωδίας, η καλή συγκυρία το έφερε έτσι ώστε να τους βγεί κι αυτή η εκδοχή. Το δίδυμο αυτό είναι ο ΛΙΝΟ ΒΕΝΤΟΥΡΑ με τον ΖΑΚ ΜΠΡΕΛ. Τους είχε χρησιμοποιήσει δυό χρόνια πριν ο Κλωντ Λελούς στο «Η περιπέτεια είναι περιπέτεια» και με αυτό το δίδυμο έδινε μια άλλου τύπου διάσταση στην κωμική περιπέτεια στην οποία ανήκε το είδος της ταινίας του-του Λελούς.
Η επιτυχία, τουλάχιστον στον τομέα αυτόν, ήταν τέτοια ώστε να το δίδυμο να θεωρηθεί ιδεώδες και για αυτούς τους ρόλους. Βέβαια, για τον Λίνο Βεντούρα, έναν από του κινηματογραφικότερους ηθοποιούς του γαλλικού σινεμά (αν και Ιταλός, τη μεγάλη καριέρα στη Γαλλία την εκανε και σχεδόν «πολιτογραφήθηκε» Γάλλος) ο οποίος μέσα από τα αδρά χαρακτηριστικά του πρόβαλε μια σκληρή εικόνα (όχι όμως βίαιη, κάπου ενυπήρχε και μια γλυκύτητα), εξού και το αστυνομικό είδος τον πήγε τρέχοντας και τον σκηνοθέτησαν οι καλύτεροι του είδους στη Γαλλία. Η θητεία του εκείνη με τον Λελούς (με τον οποίο έκανε κι άλλη μια υπέροχη ταινία, μεικτού είδους, κι αστυνομικό κι αισθηματικό αλλά και ανάλαφρους τόνους αλα κομεντί, την «ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ» - la bonne année) κι η μεταχείριση του στη συνέχεια από τον Μολιναρό, του έδωσαν την ευκαιρία, με το ίδιο ύφος να μπορεί να παίξει και κομεντί και να την παίξει τόσο καλά, χωρίς να πάει να κάνει τον καραγκιόζη, αντίθετα, η σκηνοθέτηση του από τους ικανούς και ειδικά εδώ από τον εξειδικευμένο Μολιναρό, τον έκανε άνετο , «βλοσυρό», κωμικά λανθάνοντα. Ο Ζακ Μπρελ το κωμικό λίγο το υπερβάλει, όμως κι εδώ υπάρχει σκηνοθετική κατεύθυνση διότι το κωμικό του είναι απελπισμένο και συνάδει με τα λοιπά του ήρωα.. Βέβαια δεν είναι Τζακ Λέμον…
Για τη συμβολή του ΜΟΝΤΑΖ σε όλο αυτό, τι να πώ:: Το ζεύγος ΡΟΜΠΕΡ και ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΝΑΡΝΤΟΝ έχουν μοντάρει εκπληκτικά, εκπληκτικές κωμωδίες της γαλλικής παραγωγής, που πολλές από αυτές οφείλουν στο ζεύγος την τηρηση του μέτρου και την αξιοποίηση του αστείου έως τα όρια της εκτίναξης(θυμάμαι το «Θεριό» με τον Μπελμοντό και τη Ράκελ Γουέλς, το μοντάζ στην υπηρεσία του αστείου)
Τη φωτογραφία την έχει κάνει ο ΡΑΟΥΛ ΚΟΥΤΑΡ, ο αγαπημένος του Γκοντάρ κυρίως αλλά και παιδί της «νουβέλ βαγκ» κι εδώ καταφέρνει και συνδυάζει τόσο τη φωτιστική όψη ενός ξενοδοχείου στα μέτρα της κωμωδίας όσο και την γκριζάδα του Μονπελιέ, όταν παρίσταται σχετική ανάγκη.. Δεν το είδε, όπως είχε δει το Κάπρι υπέρλαμπρο κι ολοφώτεινο, στην «Περιφρόνηση». Κι ας είχαμε εδώ, κομεντί….