Δεν θα κρίνω από εδώ την ταινία του Ντέηβιντ Λυντς του 1984, που είχε θεωρηθεί μεγάλη αποτυχία, παρόλο ότι κι αυτή όπως κάθε αμφισβητούμενη ταινία, έχει κάποιους «fan» που την πριμοδοτούν. Στις μεγάλες αποτυχίες, άλλωστε, ειδικά όταν βασίζονται σε μεγάλες παραγωγές, δεν είναι βέβαιο πάντα ποιος είναι ο φταίχτης. Μπορεί να είναι συνδυασμός και πολλών παραγόντων. Από ασυμφωνία μέχρι κακοδιαχείριση.
Η ταινία του ΝΤΕΝΙ ΒΙΛΝΕΒ δεν διατρέχει κανένα τέτοιο κίνδυνο διότι στη δική της περίπτωση, το φιλμ που είδαμε χαρακτηρίζεται από μεγάλη, από αξιέπαινη συγκρότηση. Εκεί πάνω κερδίζεται και το στοίχημα. Δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι αυτό το έργο που βλέπουμε τώρα στις οθόνες μας δηλώνεται ως 1ο μέρος, άρα θα ακολουθήσει κι άλλη ταινία, και ίσως αυτό να έχει βοηθήσει σε μια καλύτερη οικονομία, ή…εξοικονόμηση , του βιβλίου του Φρανκ Χέρμπερτ. Το ότι το άπλωσαν , δεν το στρίμωξαν.. Αν κι αυτή η επισήμανση περισσότερο αφορά στους οπαδούς του βιβλίου διότι η έννοια «κινηματογραφική μεταφορά» έχει δικούς της κανόνες και διδασκαλίες. Ωστόσο, συνηγορεί και το marketing σε αυτού του είδους τη διαφήμιση.
Η ταινία που βλέπουμε έχει συγκρότηση κι εξαιρετική κινηματογραφική αφήγηση από τον Ντενί Βιλνέβ , ο οποίος, ως σκηνοθέτης, την έχει οργανώσει εξαιρετικά, στο πως θα την κλιμακώσει, στη σωστή στιγμή παρουσίασης των ευρημάτων και στο ότι όλο αυτό φυσικά του δίνεται από ένα σενάριο, βγαλμένο από το βιβλίο, που το συνυπογράφει ένας εκ των ικανοτέρων , ο ΕΡΙΚ ΡΟΘ (μαζί με τον ΤΖΟΝ ΣΠΑΪΤΣ), όπου έχει βάλει το χεράκι του κι ο ίδιος ο Βιλνέβ, επισήμως στους τίτλους της ταινίας ως συν-σεναριογράφος, άρα μέσα στο σενάριο έχει προσδώσει και σκηνοθετική ροή ώστε να την ακολουθήσει στη διάρκεια των γυρισμάτων και να φανεί ως αποτέλεσμα στην ταινία.
Η ταινία ανήκει στο είδος του science fiction, της «επιστημονικής φαντασίας» όπως συνηθίσαμε να τη λέμε και διαδραματίζεται στο 10.000 μΧ, στον Πλανήτη Αράκις, όπου ο κεντρικός ήρωας που είναι νεαρό παιδί, είναι ο κληρονόμος της δυναστείας των Ατρειδών, κι έχει να αντιμετωπίσει σε αυτό τον Πλανήτη, τους κακούς που τον επιβουλεύονται αλλά έχει και δικά του ζητήματα, ζητήματα ενδοσκόπησης , ζητήματα ενόρασης, ζητήματα και Μεσσιανισμου ακόμα αν είναι αυτός που έρχεται να παλέψει για τον Πλανήτη.
Αυτό είναι χοντρικά το θέμα. Τον κεντρικό ήρωα, συνοδεύουν χαρακτήρες, οι οποίοι είναι γραμμένοι στη γλώσσα του είδους, η προϊστορία τους είναι αρκετά περιορισμένη, δεν θα έλεγα ότι γίνονται τρομερά οικείοι στυς θεατές, μια και το έργο ενδιαφέρεται να δείξει τον Αράκις κι οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον ήρωα να γίνουν φορείς της δράσης.
Όλα αυτά, όμως, γίνονται με ένα τρόπο, που χωρίς να προκαλούν σεναριακό θαυμασμό, δεν δηλώνουν κι αδυναμία. Είναι πολύ σαφή τα όρια που έχουν τεθεί για το τι είδους ταινία θέλουν να κάνουν κι αυτό πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στον σκηνοθέτη. Ο οποίος Βιλνέβ, προσωπικά τουλάχιστον, έχει κερδίσει την εκτίμηση μου πάνω στο είδος αυτό που διαπιστώνω από ταινία σε ταινία ότι το κάνει με ένα πολύ προσωπικό αλλά και καθόλου συγκεχυμένο τρόπο.
Δείχνει ότι είναι ένας σκηνοθέτης που τον ενδιαφέρει η όψη. Σε όλες τις ταινίες. Δίνει μεγάλο βάρος στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΓΚΡΕΙΓΚ ΦΡΕΪΖΕΡ) και στη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ. Κι αυτό φυσικά δεν το κάνει αυθαίρετα ώστε να εντυπωσιάσει αλλά το προβάλει σαν να είναι-και καταλήγει να είναι-δραματουργικά στοιχεία της ταινίας. Ο Πλανητης Αράκι, οι απεραντοσύνες οι γεμάτες από άμμο, το χρώμα της άμμου, η σκηνοθεσία της άμμου, ο ΗΧΟΣ της άμμου, είναι στοιχεία τα οποία καταφέρνει να προβάλει ως ψυχή του έργου. Μιας άμμου εντελώς διαφορετικής ως χρώμα και φως από εκείνη φερειπειν του «Λώρενς της Αραβιας» , μια άμμος που είναι φωτογραφικά και σκηνογραφικά πιο κοντά στο ύφος του «Blade Runner 2049», με ανάλογα σκοτεινιασμένους φωτισμούς και στα εσωτερικά της. Τα οποία εσωτερικά, έχουν την τραχύτητα που συναντάμε σε ταινίες που αναφέρονται σε προϊστορικές ή βαριές μεσαιωνικές εποχές , σαν να γυρίζουν όλα πίσω κι ας βρισκόμαστε στο αχανες, μακρινότατο μέλλον..Η παρέμβαση της Σκηνογραφίας πάνω σε αυτή την τραχύτητα και σε ό,τι περπατήσει πάνω σε αυτή την άμμο ή θα πετάξει πάνω από αυτή την άμμο, είναι η παρέμβαση του είδους science fiction, όπου τα πάντα λειτουργούν με μια δική τους πρωτοτυπία- τι να πούμε για τα διαστημόπλοια που είναι σαν σιδερένια ιπτάμενα έντομα..Τι να πούμε όμως και για τα ευρήματα της σκηνοθεσίας όταν θέλει να μας υποβάλει στο τι ζει κάτω από την άμμο κι η άμμος να αρχίζει τότε να κυματίζει και να φουσκώνει σαν να ήταν θάλασσα…Εχει πολύ καλή κάμερα ο Γκρέιγκ Φρέιζερ..Και το ΜΟΝΤΑΖ υποτάσσεται ευλαβικά στα πλάνα της για να προσφέρει στον Βιλνέβ το ρυθμό που αρχιτεκτονικά όρισε.
Τα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ (ΤΖΑΚΛΙΝ ΓΟΥΕΣΤ, ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΟΡΓΚΑΝ) γίνονται άλλοτε προέκταση αυτής της αισθητικής της άμμου και της «τραχύτητας» (το κατέχει καλά το τελευταίο η Γουεστ, αν θυμηθούμε τα κοστούμια της στο «Revenant») κι άλλοτε έρχονται να σπάσουν χρωματικά την ομοιογένεια αυτή και να δείξουν μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ομάδα και τότε δουλεύει μια αισθητική που μπορεί να κατάγεται κι από τα κόμικς..Το ΜΑΚΙΓΙΑΖ έχει γίνει απολύτως μέρος αυτής της συνεργασίας εξού και δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω τον ΣΤΕΛΑΝ ΣΚΑΑΡΣΚΑΡΝΤ και την ΣΑΡΛΟΤ ΡΑΜΠΛΙΝΓΚ.
Ο ΧΑΝΣ ΖΙΜΕΡ έχει μπει για τα καλά στη σκηνοθετική λογική της αφήγησης και κάνει εξαιρετικά συνοδευτική μουσική δράσης που δίνει «τέμπο» στην ταινία και συνεργάζεται θαυμάσια με το Μοντάζ και με τους Ηχους-φυσικά!. Θυμίζει συνεργασίες του με Νόλαν, κυρίως στη «Δουνκέρκη»
Ο ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ, είναι ακριβώς το αγόρι όπως το θέλουν για διάδοχο του Μεγάλου Οίκου. Μια μοντέρνα φυσιογνωμία που ταιριάζει σε αυτό το είδος, που ταιριάζει σε αυτό το σκηνικό, και δεν θα ταίριαζε αν ήταν ιστορικό έργο «εποχής». Στη μοντέρνα φυσιογνωμία του, ο φακός στέκει υποστηρικτικά. Από εκεί και πέρα, δεν είναι έργο με ρόλους τέτοιους ώστε να μιλήσω για ερμηνείες, χωρίς αυτό να μειώνει τη δουλειά των ηθοποιών σε αυτό που ανέλαβαν να κάνουν, όπως για παράδειγμα ο ΟΣΚΑΡ ΑΪΖΑΑΚΣ ή ο ΤΖΟΣ ΜΠΡΟΛΙΝ ή ο ΤΖΕΗΣΟΝ ΜΟΜΟΑ, που τον έφτιαξαν «πολεμιστή». Ο φίλος μας ο ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ, ένα κοντινό πλάνο ήταν αρκετό για να τακτοποιήσει κι όλα τα υπόλοιπα. . Στις γυναίκες είχαν πιο έντονα στοιχεία, κυρίως στο ρόλο της ΡΕΜΠΕΚΑ ΦΕΡΓΚΥΣΟΝ και στην ιδιαιτερότητα της ΖΕΝΤΑΓΥΑ.
Σε γενικές γραμμές είναι ταινία που λειτουργεί με βάση την περιπέτεια και λόγω καλής κλιμάκωσης και συγκρότησης παρακολουθείται ευχάριστα μέχρι το τέλος παρά τη διάρκεια της που ίσως και να ξεπερνά τις 2,5 ωρες. Η ΟΨΗ ΣΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΕΝΙ ΒΙΛΝΕΒ ΕΧΕΙ ΒΑΡΥΤΗΤΑ