Γράφω τον συγκεκριμένο πρόλογο επειδή το φιλμ εμπεριέχει στοιχεία που τα τελευταία χρόνια έχουν λειτουργήσει απωθητικά για κάποιους από εμάς . Και πρώτα από όλα τα «κόμικς» όπου σε τέτοιο βασίζεται κι αυτή η ταινία, όπως συνέβαινε και με όλα εκείνα της Marvell, που είχε καταντήσει ρουτίνα για μας να τα σχολιάζουμε με βαρεμάρα, σαν να υποδήλωνε και μια υπόκρυφη τεμπελιά από μέρους μας, ρουτίνα και για τον τρόπο με τον οποίο τα έκαναν.
Ξαφνικά, τούτο εδώ είναι αλλιώς. Φαινόταν κι από το trailer αλλά από πιτσιρίκος, επειδή από μικρός πήγαινα πολύ σινεμά, είχα μάθει να μην τα εμπιστεύομαι. Όταν με γοήτευαν αφηνόμουν στη γοητεία τους, στη γοητεία του trailer, την οποία είχα μάθει να αντιμετωπίζω ως … «ανεξάρτητο κράτος». Εδώ είχαμε ένα ελκυστικό trailerπου σε έκανε να θέλεις να δεις την ταινία. Και, ω του θαύματος, ό, τι ήταν το trailer, αποδείχτηκε πως ήταν κι η ταινία.
Είναι αλλιώς λοιπόν διότι ως ανάλαφρη διασκεδαστική ταινία, ακολουθεί ατραπούς καθαρώς κινηματογραφικές. Ακολουθεί την γραμμή των κατασκοπικών ταινιών, κυρίως των παρωδιών αυτών και μας παρουσιάζει μια παρωδούμενη σημερινή κατασκοπική ταινία, που δεν είναι άλλη από την παρωδία της παρωδίας δηλαδή τον Τζέιμς Μποντ.
Οι ταινίες Τζέιμς Μποντ, που λατρέψαμε, τι ήταν στην ουσία τους; Παρωδίες κατασκοπικών ταινιών. Μιλώ για το πώς έγιναν στην οθόνη κι όχι για το πώς τις έγραψε τις ιστορίες τους ο Ιαν Φλέμινγκ. Που και πάλι…
Αυτή ήταν η ομορφιά του Τζέιμς Μποντ. Παρωδούσε ένα είδος ακολουθώντας , όμως, τους κανόνες του . Οι δικές του καινοτομίες που έφτιαξαν σχολή και μύθο, ήταν τα γκατζετάκια, οι συμπεριφορές του ήρωα, το χιούμορ οπωσδήποτε, το κοσμοπολίτικο περιβάλλον αλλά και το λούσο ώστε να γυαλίζουν την όψη.
Οι ταινίες εκείνες γέμισαν τις οθόνες με διάφορους τέτοιου τύπου πράκτορες, που έσπευσαν να μιμηθούν τον 007 κι η δεκαετία 60 μας χόρτασε με αυτά. Και τα συνέχισε η Ιστορία όσο άντεχαν.
Πάνε χρόνια που το είδος μου είχε λείψει. Μοναδική εξαίρεση οι γαλλικές παρωδίες του Μισέλ Χαζαναβίσιους όπου ανακάλυψα τόσο τον σκηνοθέτη όσο και τον πρωταγωνιστή Ζαν Ντυζαρντέν, οι οποίοι επανέφεραν το είδος που τελούσε εν υπνώσει, εκείνες τις κοσμικές , κατασκοπικές υπερβολές με τον Φρέντερικ Στάφορντ και άλλους, που τις παρώδησαν πότε στο Ρίο, πότε στο Κάιρο. Όπως και τις ταινίες του Μπελμοντό ενός ιδιαίτερου τύπου.
Δεν είχα δει τίποτε άλλο σε αυτό είδος τα τελευταία αρκετά χρόνια και πραγματικά μου έλειπε-το ξαναλέω.
Σε τούτο τα βρήκα όλα. Το είδα σαν να καταγόταν από τις ταινίες Τζέιμς Μπντ της εποχής Ρότζερ Μουρ κυρίως και στο σενάριο μέσα να υπάρχει και μυαλό. Φαντασία, γραφή, πολλά. Είδα τα εφφέ να ενσωματώνονται πλήρως και να αποκτούν ξαφνικά κι αυτά «μυαλό» και να μην είναι εφφέ για τα εφφέ. Είδα σκηνοθεσία από τον Μάθιου Βον και αισθάνθηκα να μου μεταδίδει το κέφι με το οποίο έκανε την ταινία. Υπέροχες σκηνογραφίες με κυρίαρχο χρώμα το ιλουστρέ καφέ ανοιχτό, τα εφφέ να περνούν και στη σκηνογραφία αλλά να υπαγορεύονται κι από το σενάριο και γενικά..τι να λέμε λεπτομέρειες όταν οι «δύο ευχάριστες ώρες» εκπλήρωσαν την υπόσχεση τους.
Βεβαίως κι είναι σαφές ότι είναι παρωδία που γυρίστηκε στο σήμερα κι όχι στο χτές εξού και η τεχνολογία είχε παραπάνω θέση από όση θα είχε αν γυριζόταν λίγο παλιότερα. Και ποιος είναι εναντίον της τεχνολογίας; Ισα-ίσα. Αρκεί να εντάσσεται στο έργο κι όχι να το καπελώνει...
Κι επειδή στην αρχή αναφέρθηκα σε στοιχεία- πείτε τα και «κλισέ»- των blockbustersτης ρουτίνας, θα βάλω και τη διανομή στο τραπέζι, το castingδηλαδή. Σε πόσα δεν έχουμε δει τον Σάμιουελ Τζάκσον και τον Μάικλ Κέιν να κινούνται σαν κουρασμένες φιγούρες κι αυτοί, των ταινιών τύπου Marvell; Εδώ ήταν υπέροχοι. Όπως υπέροχος άλλωστε ήταν ο Μάικλ Κέιν και στους ορεξάτους «Batman» του Κρίστοφερ Νόλαν.
Ετσι συνέβη κι εδώ. Ο Κόλιν Φερθ ήταν πανάξιος στο πως είχε δώσει ανάλαφρους τόνους στο παίξιμο του, χωρίς να μορφάζει, χωρίς να ευτελίζει. Επαιζε με τη λιτότητα ενός κατασκοπικού φιλμ αλλά πόσο διαφορετικές οι αποχρώσεις του από εκείνο που έκανε στο «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλυ» που ήταν κατασκοπικό γνήσιου τύπου κι όχι παρώδηση.
Τέλος, να πώ ότι μου άρεσε πολύ ο πιτσιρικάς, ο Εγκσι, που είναι ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής του έργου, ονόματι Τέιρον Ετζερτον, ο οποίος έχει και πονηράδα και τσαχπινιά κι αφέλεια και στο δεύτερο μέρος που το σενάριο τον ορίζει κληρονόμο, μια χαρά σήκωσε την ταινία στους ώμους του κι ανέδειξε τα παραπάνω στοιχεία.