Καλώς ή κακώς, αυτή την ταινία έτυχε να την δω πρώτη φορά μαζί με το «Χωρίς μέτρο». Με μιάς μέρας διαφορά. Δεν φταίει η ταινία για αυτό, δεν φταίω, όμως, ούτε κι εγώ…!
Τις είχα βρεί «όμοιες», όχι, φυσικά από πλευράς θέματος, αλλά ως ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. Η και σχολή αν θέλετε, ακόμα και κατηγορία.
Ταινίες που έχουν κάτι να πουν κι οι δύο, από σεναριογράφο-σκηνοθέτη κι οι δύο, ο οποίος θέλει κάτι να πει και να δείξει, μικρές παραγωγές, από μικρές θυγατρικές εταιρίες (αυτό που λένε μερικοί «ανεξάρτητες»), γυρισμένες με λιτά μέσα.
Η μία με παρέσυρε στη δίνη της, η άλλη έμεινε με το θέμα της.
Η τελευταία είναι ο «Νυχτερινός ανταποκριτής» και σε αυτό το σημείο σταματά οποιαδήποτε σύγκριση, που έτσι κι αλλιώς τις απεχθάνομαι. Απλώς, από μεριάς εντιμότητας με τους αναγνώστες όφειλα να το αναφέρω.
Ο «Νυχτερινός ανταποκριτής» λοιπόν έχει ωραίο σενάριο. Εως και πολύ ωραίο. Βέβαια, δεν μας ξαφνιάζει διότι δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ταινία στην οποία να καταγγέλλονται ή να κατακρίνονται η διαφθορά των ΜΜΕ, η χυδαιότητα της ιδιωτικής τηλεόρασης, η εμπορευματοποίηση της δημοσιογραφίας, το στημένο ρεπορτάζ κλπ, κλπ.
Όμως, το σημείο από το οποίο πιάνει το θέμα ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης Νταν Γκιλρόι είναι πολύ ενδιαφέρον. Επαναλαμβάνω, χωρίς να ξαφνιάζει. Το όποιο ξάφνιασμα το κρατά για παρακάτω κι αφορά στη σεναριακή τεχνοτροπία.
Ενας τύπος, με πολλές φιλοδοξίες για να γίνει παράγων της τηλεόρασης ή γενικώς ισχυρός των ΜΜΕ, σε συνδυασμό με την απελπισία του να βρεί δουλειά, οδηγείται σε μία απόφαση που περιλαμβάνει σκοτεινούς συνεργάτες οι οποίοι θα τρέχουν όλη τη νύχτα στους δρόμους του Λος Αντζελες, θα κυνηγούν και θα καταγράφουν εγκλήματα κι ατυχήματα και μετά θα τα πουλά ο ίδιος σε τοπικό ιδιωτικό (εννοείται! Αμέρικα γαρ) σταθμό, μια και θα τα έχουν μαγνητοσκοπήσει… Ε, κι άμα λάχει μπορούν και να κατασκευάσουν ορισμένα ή και να προκαλέσουν οι ίδιοι κάποια άλλα…. Ολα αυτά, για να κατάφερνε να χωθεί στο αστυνομικό ρεπορτάζ (τίνος ακριβώς….; δεν πολύ-προσδιορίζεται)
Κι ένα κανάλι, που έχει χρέη και θέλει κονόμες κι από εγκυρότητα παίρνει μηδέν ενώ τη λέξη «ηθική» την αγνοεί παντελώς το λεξιλόγιο του, θα ανταποκριθεί. Μόνο που η κυρία η οποία διευθύνει το τμήμα ειδήσεων όπου θα παίζονται αυτά τα σοκαριστικά βίντεο με τα «ρεπορτάζ» της νύχτας, είναι πολύ πωρωμένη, πολύ της πιάτσας, πολύ πρότυπο Φαίη Νταναγουέι στο «Δίκτυο» αλλά σε πολύ μικρότερη εμβέλεια κι από πλευράς σταθμού κι από πλευράς εξουσίας. Κι εκεί θα στηθεί ένα παιχνίδι ωμότητας.
Καλό δεν ακούγεται;
Απλώς, δεν απογειώνεται ως κινηματογράφος. Αυτό που βλέπω είναι πως ο Νταν Γκιλρόι είναι απόλυτα επικεντρωμένος στο σενάριο του κι αυτό ακριβώς θέλει να προβάλει. Και καλά κάνει. Κι ως εδώ καλά. Όμως, είναι πολύ φτηνή η παραγωγή. Φαίνεται από το πώς είναι φωτισμένο το νυχτερινό Λος Αντζελες. Οσο κι αν επιδιώκεται ο ρεαλισμός, η όψη της ταινίας είναι όψη μιάς οποιασδήποτε τηλεταινίας. Κάτι που δεν ίσχυε στο «Χωρίς μέτρο», όπου εκεί τα μοντάζ κι οι ηχητικές επιλογές είχαν αναλάβει να το κάνουν σινεμά περιωπής.. Μέσα στο LA έχει γυριστεί, μέσα στα πόδια τους δηλαδή, δεν τους έχει κοστίσει και τίποτα…
Ωστόσο, το γράψιμο αναπληρώνει κάποιες ελλείψεις κι ατέλειες. Διότι ο Νταν Γκιλρόι ενώ γράφει σενάριο κοινωνικής, θεωρητικά καταγγελίας, δίνει στους χαρακτήρες συμπεριφορές ηρώων από το είδος «θρίλερ». Και κλιμακώνει με ενδιαφέροντα και πάλι τρόπο τα γεγονότα και τα επεισόδια περνώντας στον θεατή ενός τύπου αγωνία σαν κι εκείνη που δοκιμάζει όταν βλέπει ένα θρίλερ, χωρίς ποτέ, όμως, να εκφεύγει της πορείας του. Είναι πολύ προσεκτικά γραμμένο σενάριο και «βασανισμένο» από τον κτήτορα του.
Στην αγωνία περί θρίλερ εντάσσεται κι ο πρωταγωνιστής, ο Τζέικ Τζιλενχάαλ. Μπορεί να μην αναδεικνύεται σε πρωταγωνισταρά, όπως το έχει δείξει και η ως τα τώρα πορεία του κι εδώ με τη ρολάρα που έχει θα έπρεπε, ωστόσο, το στοιχείο που βάζει στην ερμηνεία του, ένας ελαφρός τόνος ψυχοπάθειας, που δεν γνωρίζω αν είναι υπόδειξη του σκηνοθέτη ή επινόηση του ηθοποιού. .., συμβάλλει στην αγωνία αλα θρίλερ. Αν κι από το σενάριο επισήμως, ουδαμού δηλώνεται ότι ο τύπος είναι ψυχοπαθής.
Σε καλή φόρμα βρήκα τη Ρενέ Ρούσο που είχα καιρό να τη δώ. Εδωσε γυναικεία επιβλητικότητα στην πωρωμένη της και μια νότα κουρασμένης σαγηνεύτριας.
Τελικά, είναι ταινία για το νυχτερινό Λος Αντζελες; Και ναι, και όχι. Εμπνέεται από αυτό αλλά το αποτυπώνει με περιορισμό.