Τι είναι λοιπόν αυτή η ταινία; Η οποία εκτός των άλλων είναι και πρώτη ταινία σκηνοθέτη, του ΒΛΑΝΤΙΜAΡ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ…Ναι, πρώτη ταινία μεν αλλά ο σκηνοθέτης έχει προϊστορία στα οπτικά εφφέ και στο Χόλυγουντ.. Και τη γνώση του πάνω στην τεχνική του είδους, την κάνει σε ένα ιδιότυπο έργο, χαμηλού προϋπολογισμού, με ελάχιστα πρόσωπα, πάνω στα βουνά της Ισλανδίας, στους τόπους κτηνοτροφίας…
Ετσι λοιπόν η ταινία μας βάζει από την αρχή σε ένα κλίμα, στο οποίο συμβάλλουν η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ κι ο ΗΧΟΣ κι έχει σημασία διότι ο πρωτοεμφανιζόμενος στη Σκηνοθεσία Γιόχανσον, τα γνωρίζει πολύ καλά από την προϊστορία του σε άλλες ειδικότητες κι αυτά συντελούν στη δημιουργία οπτικών εφφέ.. Η μεν φωτογραφία μας βάζει υποβλητικά σε εκείνη την κρύα ατμόσφαιρα της Ισλανδίας και των «χειμαδιών» (θυμηθείτε κα το «Rams» του 2015 και τα περίεργα παιχνίδια που παίζει με το σινεμά η ισλανδική κτηνοτροφία), ο δε Ηχος έχει δέουσα σημασία διότι οι άνθρωποι είναι λίγοι, είναι μεταξύ τους σαν αποξενωμένοι κυριαρχούν τα βουνά κι ο λόγος δεν πολυχρησιμοποιείται. Οταν χρησιμοποιηθεί, θα έχει κι αυτός την αποτελεσματικότητα του, στο μεταξύ, όμως, την ατμόσφαιρα την έχει φτιάξει η χρήση του φυσικού ήχου-και φυσικά και του φυσικού φωτός. Μας έχουν υποβάλει σε μια ατμόσφαιρα και σαν να φοβόμαστε διαρκώς ότι σαν να πρόκειται κάτι να ξεσπάσει σε αυτό το ζευγάρι των κτηνοτρόφων, που ζουν απομονωμένοι εκεί πάνω. Όταν μάλιστα, κατά τη μέση της ταινίας, εμφανίζεται στο σκηνικό και τρίτο πρόσωπο, τότε είμαστε στις άκρες των νυχιών μας περιμένοντας τι και καλά μπορεί να συμβεί..
Γιατί τα περιμένουμε όλα αυτά; Διότι αυτή η έλλειψη επικοινωνίας στο ζευγάρι δεν μας κάνει και πολύ φυσιολογική, το βλέμμα της ΝΟΟΜΙ ΡΑΠΑΣ μας βάζει διαρκώς σε σκέψεις και το γεγονός της γέννας μιας προβατίνας και του τρόπου αντίδρασης του ζευγαριού, κι ειδικά της κοπέλας, μας υποβάλλουν ακόμα περισσότερο. Σε μια αγωνία αλα θρίλερ.
Αυτό όλο λοιπόν είναι επίτευγμα του άγνωστου σκηνοθέτη , που έχει να κάνει με τις προαναφερθείσες κινηματογραφικές ιδιότητες του, έχει όμως να κάνει και με το ότι μας παραξενεύει, μας προβληματίζει, δεν μας ικανοποιεί απολύτως αλλά κι οι ψύχραιμο τουλάχιστον θεατές , δεν μπορούμε και να το απορρίψουμε..
Μας βάζει σε ένα κλίμα περί μητρότητας, μας βάζει σε ένα δεύτερο περί απιστίας, όταν εμφανίζεται το τρίτο πρόσωπο, και μας αφήνει άφωνους, τον καθένα ανάλογα με την κουλτούρα του, την υπομονή του αλλά και την αγάπη του για το σινεμά, με αυτό που δίνεται στο τέλος. Και σε αυτό όλο τελικά που όριζε και συμβόλιζε το έργο κι αυτό παραπέμπει σε κάποιο μύθο, σε κάποιο ΤΟΠΙΚΟ μύθο, σε αυτά τα περίεργα των Βορείων που διαφέρουν εντελώς από τα περίεργα ημών των Μεσημβρινών, αν και κάποιοι μύθοι στις Κυκλάδες, στις δικές μας Κυκλάδες, δεν θα πάω σε πιο μακρινά…, δεν διαφέρουν και πολύ από κάποιους ανάλογους μύθους του Βορείου Ημισφαιρίου. Είναι ένα έργο στο οποίο ο Σκηνοθέτης δουλεύει 100 ο/ο με την αφαίρεση, σαν να αφαιρεί από τον οπτικών εφφε εαυτό του διαρκώς πράγματα μέχρι να καταλήξει σε ένα κουκούτσι το οποίο δεν είναι εφφετζίδικο, είναι απλώς η μήτρα που τα γέννησε τα εφφέ. Δεν θα πω τίποτε άλλο πάνω σε αυτό διότι είναι κι όλη η ουσία του έργου , σαν μια χρήση από την ανάποδη των οπτικών εφφέ που γίνεται σκηνοθεσία και τελικά το έργο αν και ιδιότυπο αν κι ιδιόρρυθμο αν και προκλητικό στο αν θα ληφθεί σοβαρά από θεατές του υποδεκάμετρου και την ρεαλιστικής επεξήγησης στα πάντα κι από εκείνους που νομίζουν ότι ο ρεαλισμός είναι καλά και ντε η πανάκεια στην Τέχνη- αν είναι ΔΥΝΑΤΟΝ!!!!!!, εκτιμάται. Στο τέλος το έργο εκτιμάται. Βασικά από τις Ακαδημίες, οι οποίες, αν μη τι άλλο δεν το προσπερνούν και μας στέλνουν ένα σήμα για την κινηματογραφική μας επιμόρφωση και διεύρυνση των οριζόντων μας και των κρίσεων μας.
Πάντως , ευχάριστο έργο για θεατές, δεν το λες.. Κυρίως γυρω από το θέμα του αν δίνει ή δεν δίνει κάποια εξήγηση….Για να είμαστε σωστοί και ΠΡΙΣΜΑΤΙΚΟΙ.