Αυτά όλα τα λέω για να ξέρουμε από που ξεκινάμε να εξετάσουμε το έργο. Το έργο που συγγράφει ο σκηνοθέτης με συνεργάτη στο story (ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΣΙΡΟΤΑ) ,και το οποίο είναι γραμμένο έτσι ώστε να υπάρχει εκείνο το μοντάζ κατά τη συγγραφή του σεναρίου που είναι χαρακτηριστικό των έργων του Μακ Κέι, εδώ όμως αυτό το στοιχείο βρίσκεται σε ύφεση, σε αντίθεση με τα πρωτινά του.. Με τα προηγούμενα του. Το «Μεγάλο σορτάρισμα» και το «Vice».
Τι μεσολάβησε; Θα τα δούμε όλα.
ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ ξεκινάμε. Εργο περιεχομένου. Σε μια περίοδο που τα καθαρώς κινηματογραφικά έργα αναζητούνται με το κιάλι- ΚΑΚΑ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ, το σινεμά δεν διανύει την καλύτερη του περίοδο, τουλάχιστον με ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ Κριτήρια- το έργο αυτό είναι από εκείνα που ξεχωρίζουν. Επειδή εν πάση περιπτώσει έχει κάτι να σου δώσει. Κι αυτό που έχει να σου δώσει είναι πρώτα από όλα περιεκτικό και δεύτερο κι αισθητικό. Εργο περιεχομένου με περιποιημένη κινηματογράφηση.
Σάτιρα είναι, δεν είναι Κωμωδία. Συνεπώς μην το κατηγορούν επειδή «δεν γέλασαν», όσοι δεν γέλασαν. Η σάτιρα δεν είναι κωμωδία. Η σάτιρα φέρνει μειδιάματα κι όχι ξεκαρδίσματα, από τα σημεία εφόδου. Κυρίως μέσω ατάκας, μέσω διαλόγου. Η σάτιρα λοιπόν , η συγκεκριμένη, είναι στην ουσία αλληγορική. Μπορείς να την απλώσεις σε άπειρα ζητήματα φτάνοντας ακόμα και στην Πανδημία και γιατί όχι, κι ας μην είναι αυτό το θέμα της. Βέβαια το θέμα της, ο στόχος του αντικειμένου της είναι ο Πλανήτης, οπότε πάλι μέσα είμαστε αν κι εδώ δεν έχουμε μια οποιαδήποτε οικολογική καταστροφή αλλά την απειλή αφανισμού από έναν αστεροειδή, από έναν κομήτη, σαν κι εκείνον του Χάλεϊ ,που έρχεται καταπάνω μας, στον Πλανήτη, με προοπτική σε ένα εξάμηνο να έχουμε «συγχωρεθεί» όλοι. Να μην έχει μείνει ρουθούνι.
Με τον «κομήτη» ως εύρημα, μπορείς ευκολότερα να οδηγήσεις το έργο στη σάτιρα εφόσον αυτός είναι ο σκοπός σου παρά με μια άλλη οικολογική καταστροφή για την οποία υπάρχουν μάρτυρες, οπότε το σατιρικό κινδυνεύει εκεί να μη σου βγει εύκολα. Ενώ με τον κομήτη, κάνεις πιο εύκολα σατιρικό παιχνίδι κι επιτρέπει στην αλληγορία , σε αυτή τη συγκεκριμένη υποδιαίρεση στην οποία χωρούν και κωμωδίες και δράματα και σάτιρες, να κάνει ασφαλές παιχνίδι.
Έχουμε λοιπόν εδώ μια απειλούμενη καταστροφή την οποία έχει εντοπίσει μια νεαρή επιστήμων και το έχει συζητήσει με τον καθηγητή της. Ηδη, από τον τρόπο ερμηνευτικής κατεύθυνσης, από το πως προσεγγίζουν τους δύο αυτούς ρόλους η ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΡΕΝΣ κι ο ΛΕΟΝΑΝΡΝΤΟ ΝΤΙ ΚΆΠΡΙΟ, έχουμε πάρει σήμα περί σκηνοθεσίας, περί είδους, περί αντικειμένου. Και θέλει φοβερή ερμηνευτική ισορροπία καθώς θα προχωρά η υπόθεση, οι δύο κεντρικοί αυτοί χαρακτήρες θα διαμαρτύρονται απελπισμένα ή και θα συμβιβάζονται απεγνωσμένα, κι αυτό θέλει φοβερά προσεκτικούς τόνους για να μην τους ξεφύγει σε δράμα. Και δεν τους φεύγει. Ούτε των ίδιων ούτε του σκηνοθέτη, διότι δεν το επιτρέπει το ίδιο το σενάριο μια κι οδηγεί την ιστορία σε καταστάσεις εξωφρενικές αφού είπαμε πως αντικείμενο του έργου, είναι η σάτιρα. Σάτιρα της αδιαφορίας, σάτιρα της Εξουσίας, σάτιρα των ΜΜΕ, σάτιρα των fake news τα οποία είναι αυτά που έχουν κυριαρχήσει και δυσχεραίνουν τα πράγματα, σάτιρα ενός κόσμου που είναι αλλού «νυχτωμένος»……Και φτάνουμε κι ως την Πρόεδρο, μια κι η Αμερική στο Σενάριο έχει Πρόεδρο Γυναίκα, κι ο ρόλος της Προέδρου γράφεται ως σατιρική ρολάρα, με πολλά ψήγματα χαρακτήρα, ώστε να παιχθεί από την ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ, η οποία αφήνει την εντύπωση ότι αυτή θα έπρεπε να είναι η μελλοντική Πρόεδρος…Κι αυτό επειδή την κάνει έτσι όπως τη θέλουμε, ‘όπως τη θέλει το σατιρικό σενάριο, το οποίο δεν την εξωραΐζει και πολύ ως Πρόεδρο, την κάνει δώρο στην ηθοποιό να την παίξει με τις δικές της ανέσεις, τις δικές υπαινικτικές ελαφρότητες…Και την κάνει τέλεια. Όπως τέλειοι είναι κι η Λόρενς κι ο Ντι Κάπριο, ο μεγάλος Ντι Κάπριο, απλά οι ρόλοι τους δεν έχουν την εξελιξιμότητα, την εξελιξιμότητα που δεν έχει η ίδια ιστορία η οποία δείχνει κάποτε – κάποτε σαν να επαναλαμβάνεται και σε κάποιους να γίνεται βαρετή..…
Αυτό είναι και το μείον της ταινίας, το «αγκάθι» που ανέφερα στον τίτλο, το ότι κάποιες στιγμές αισθάνεσαι ότι ξανακούς τα ίδια κι ότι το έργο κάπου ξανακόλλησε…Εχω την εντύπωση ότι αυτή τη φορά κάτι συνέβη με το Δόγμα : «Η λογική του Μοντάζ κατά τη συγγραφή του Σεναρίου» που είναι εκφραστής αυτού του δόγματος ο Ανταμ Μακ Κέι, σύμφωνα με τα προηγούμενα έργα του. Και δεν είναι ευθύνη μοντέρ. Είναι ο ίδιος μοντέρ, που ηταν και στο «σορτάρισμα» και στο «vice», ο ΧΑΝΚ ΚΟΡΓΟΥΙΝ. Με το σενάριο έχει να κάνει, σαν να ήταν άλλη η λογική του Μακ Κέι περί μοντάζ, στη συγγραφή τούτου του σεναρίου. Είμαι πολύ περιεργος να δω τι θα πουν οι Μοντέρ όταν έρθει η ωρα της Ακαδημίας, να δω αν εκείνοι έχουν βρει κάτι, μέσα από την Τέχνη τους, που εγώ δεν μπόρεσα να δω.
Στο σενάριο , ο ΜακΚέι έχει χρησιμοποιήσει ρόλους επεισοδιακούς, έχει γράψει δηλαδή πιο πολύ εδώ ως σκηνοθέτης (τον μοντέρ απλώς εδώ δείχνει να τον έχει στο πίσω μέρος της εμπιστοσύνης του-δεν είναι λίγο αυτό για ένα σεναριογράφο-σκηνοθέτη) αλλά αυτοί οι παρενθετικοί ρόλοι είναι για να ομορφαίνουν καταστάσεις με την χρησιμοποίηση ανάλογων ηθοποιών όπως ο ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ, η αγνώριστη από δικές της παρεμβάσεις στο πρόσωπο ή από μακιγιέρ(?) ΚΕΪΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ ως πορωμένη τηλε-παρουσιάστρια και ανάλογος ο παρτενερ της ΤΑΫΛΕΡ ΠΕΡΥ, ο ηθοποιάρας ΜΑΡΚ ΡΑΫΛΑΝΣ σε ρόλο που θα εξυπηρετήσει μακιγιάζ, ο ΡΟΜΠ ΜΟΡΓΚΑΝ ως ο Αφρο-Αμερικάνος καθηγητής και «σύντροφος» των δύο επιστημόνων που προειδοποιούν, και βέβαια ο ΤΖΟΝΑ ΧΙΛ στο ρόλο του «μαμμόθρεφτου» γιου της Προέδρου με τον οποίο κάνει και φινάλε η ταινία.. Με αυτόν και με το αποκαλυπτικό ντεκόρ μιας εξαιρετικής σκηνογραφικής διεύθυνσης.
Στα μεγάλα επιτεύγματα του φιλμ θα βάλω την ΜΟΥΣΙΚΗ του ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΠΡΙΤΕΛ που παίζει με τις νότες του μυστηρίου και του συναισθήματος αλλά και της υπόσκαψης, καθώς και την ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του Σουηδού ΛΙΝΟΥΣ ΣΑΝΤΓΚΡΕΝ που πήρε το ΟΣΚΑΡ για το “LA LA LAND” και φτιάχνει μια απίθανη ΟΨΗ για τούτη εδώ την ταινία. Σε βοηθά να την «καταπίνεις» ακόμα κι όταν η μπουκιά σε κουράζει επειδή θέλει παραπάνω μάσημα…