Ηταν η ώρα να αρχίσει να αλλάζει το πρότυπο του μαύρου της Αμερικής, πρώτα στον κινηματογράφο κι ύστερα στην κοινωνία. Κι αν τα πράγματα συνέβαιναν ανάποδα, ναι, διότι από την κοινωνία ξεκινούν οι αναβρασμοί και εμπνέουν και τον χώρο της Τέχνης, εν τούτοις ο τελευταίος είναι που αναλαμβάνει να το διατυμπανίσει, να το φωνάξει, να το ουρλιάξει σε πολλές περιπτώσεις…Και στο τέλος ΘΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ! Οσο γίνεται…Πάντως με τον ΣΙΝΤΝΕΫ ΠΟΥΑΤΙΕ αυτός ο κόσμος άλλαξε. Χωρίς, φυσικά, να εξιδανικευθεί.
Ο ΣΙΝΤΝΕΫ ΠΟΥΑΤΙΕ ήταν αυτός στον οποίο κληρώθηκε η έλευση του Μεσσία των Μαύρων μέσω του Θεάματος.
Υπήρξαν κι άλλοι. Ενας από αυτούς ήταν κι ο ΧΑΡΥ ΜΠΕΛΑΦΟΝΤΕ με τον οποίο ήταν και πολύ φίλοι, είχαν κάνει κι ένα γουέστερν μαζί το «Οι δυο συνένοχοι».. Μάλιστα ο ΣΠΑΪΚ ΛΗ, του δίνει περισσότερο χώρο του Μπελαφόντε στις αναφορές του, από όσο στον Πουατιέ…τουλάχιστον αν λάβουμε υπόψη την ταινία «Παρείσφρηση» στην οποία χρησιμοποιεί τον Μπελαφόντε…αυτοπροσώπως.
Ο ΠΟΥΑΤΙΕ, όμως, ήταν αυτός που πήρε το χρίσμα από τον χώρο του Κινηματογράφου. Ένα χαρισματικό παιδί από τις Μπαχάμες, με πρόβλημα δυσλεκτικό στην ανάγνωση, που πήγε στο θέατρο κι έφαγε «πόρτα» αλλά δεν το έβαλε κάτω κι επανήλθε, έδωσε ένα πρόσωπο, σε μια εποχή, μετά τον Πόλεμο, τον Β’ Παγκόσμιο, που μοιραία κάποια πράγματα θα άλλαζαν.
Οι προοδευτικοί σεναριογράφοι και σκηνοθέτες έβαζαν νέα ζητήματα, άρχισαν να γράφονται δειλά ρόλοι για μαύρους ηθοποιούς πέραν του υπηρέτη και της μαγείρισσας, όπως για παράδειγμα ο ΤΖΟΤΖΕΦ ΜΑΝΚΙΕΒΙΤΣ που έγραψε το σενάριο του «ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ» (No way out) το 1950 με ήρωα ένα μαύρο γιατρό, στη βραδινή εφημερία που περιθάλπει δύο τραυματισμένους γκάνγκστερ οι οποίοι είναι αδελφοί κι ο ένας πεθαίνει.. Και τότε, ξεσπούν ρατσιστικές επιθέσεις με στόχο τον γιατρό….Κι εκεί μίλησε το «πρόσωπο», η φυσιογνωμία, που συνοδευόταν κι από γλυκιά φωνή κι ονομαζόταν ΣΙΝΤΝΕΫ ΠΟΥΑΤΙΕ…Εκεί μπήκαν βάσεις. Τόσο για τον Πουατιέ στο να ξεκινήσει το πέταγμα του όσο και στους σεναριογράφους για περισσότερη άσκηση και προθυμία σε μεγαλύτερο χώρο για χαρακτήρες της μαύρης Αμερικής, που θα ανανεώσουν και κοινωνικά το ρεπερτόριο.
Σε κάθε τέτοιο, τον Πουατιέ φώναζαν, επαναλαμβάνω όμως ότι κι ο Μπελαφόντε ήταν σταρ από το χώρο του τραγουδιού κι ήδη σε αυτό το άνοιγμα είχε πάρει τα πρωταγωνιστικά του, με την «Κάρμεν Τζόουνς» και το «Νησί στον ήλιο».. όπου τον ήθελαν για ρόλους εραστή με πολύ προσεκτικά βήματα.
Στον Πουατιέ είδαν στην έκφραση την εκπροσώπηση της κοινωνικής διαμαρτυριας. Ερχεται κι η «ΖΟΥΓΚΛΑ ΤΟΤ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ» στην οποία δεν είναι ακόμα πρωταγωνιστής αλλά σηματοδοτεί, και πλέον τα σενάρια το απαιτούν, οι ρόλοι το φέρνουν, «ΕΣΠΑΣΑ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΜΟΥ» του ΜΑΡΤΙΝ ΡΙΤ με το φυλετικό ζήτημα πλέον στις οθόνες, όπου έπαιξε μαζί με τον Κασαβέτη , κι έρχεται , αμέσως μετά,το έργο που τον απογειώνει: «ΟΤΑΝ ΣΠΑΣΑΜΕ ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ» (The defiant ones). Του τολμηρού και προοδευτικού παραγωγού ΣΤΑΝΛΕΫ ΚΡΑΜΕΡ που κυνηγούσε σενάρια και θέματα κι έτσι έκανε ταινίες σαν «Το τραινο θα σφυρίξει τρεις φορές» που σκηνοθέτησε ο Φρεντ Ζίνεμαν ή την ¨Ανταρσία του Κέην» που την είχε δώσει στον Εντουαρντ Ντμήτρυκ και κάποια στιγμή αποφάσισε να τα σκηνοθετεί ο ίδιος και να μην τσακώνεται με τους σκηνοθέτες. Αφού έτσι κι αλλιώς η σεναριακή αναζήτηση, σεναρίου και θέματος με κοινωνική καταβολή κι επιφάνεια, ήταν δικό του..Και το σενάριο αυτό, των ΧΑΡΟΛΝΤ ΤΖΕΗΚΟΜΠ ΣΜΙΘ και ΝΕΤΡΙΓΚ ΓΙΑΝΓΚ που το υπέγραφε ο τελευταίος ως «ΝΕΗΘΑΝ ΝΤΑΓΚΛΑΣ» επειδή ήταν στη μακαρθική «μαύρη Λίστα» και δεν του επέτρεπαν να δουλέψει, το ανέλαβε ο Κράμερ. Να το σκηνοθετήσει. Με ήρωες δύο κατάδικους, ένα λευκό κι ένα μαύρο, που είναι δεμένοι μεταξύ τους με αλυσίδες, κατά τη μεταγωγή τους, κι εκεί καταφέρνουν να δραπετεύσουν…. Κι αρχίζουν τα εμπόδια. Ο Κράμερ με το διορατικό μάτι του κορυφαίου παραγωγού είδε πως ‘ήταν η ωρα για εκτόξευση αυτού του «γοητευτικού και ταλαντούχου μαυρούλη». Για τον άλλο ρόλο πήρε τον Τόνυ Κέρτις και τους συνταίριαξε. Η ταινία έσκισε , ήταν θετική και για τους δυο πρωταγωνιστές, για τον Κέρτις αποκαλυπτική για δραματικό ταλέντο, για τον ΠΟΥΑΤΙΕ, όμως, ήταν Μοιραία! Είδαν στο ρόλο και πάνω του αυτό που εκπροσωπούσε. Πήρε το Βραβείο στο Φεστιβάλ Βερολίνου και στη συνέχεια προτάθηκε και για το Οσκαρ. Δεν το πήρε τότε αλλά ο δρόμος είχε ανοίξει…Οσκαρ πήρε το σενάριο. Κι η φωτογραφία.
Επρεπε να κάνει κι ένα πέρασμα από το Μπροντγουέη, χρώσταγε μια απάντηση, τότε που τον είχαν απορρίψει επειδή δεν ήξερε να διαβάζει. Ελαμψε. «ΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΊ ΣΤΟΝ ΗΛΊΟ» της ΛΩΡΕΝΣ ΧΑΣΜΠΕΡΥ, ένα έργο αποκλειστικά με Αφροαμερικανούς, που τότε τους έλεγαν «νέγρους» κι ο Πουατιέ έφτασε να διεκδικεί και Τόνυ. Το έργο αυτό το έφερε στην Ελλάδα ο Κάρολος Κουν και μετά το ανέβασε η Μιράντα ως Αριστερή με την υποστήριξή της ΕΔΑ και πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Μπάρκουλη, βαμμένοι μαύροι , εννοείται, και στις δύο παραστάσεις, και στου Κουν και στης Μιράντας.
Και δεν αργεί να γίνει αυτό που επρόκειτο από τη Μοίρα να γίνει. Η ώρα του ΟΣΚΑΡ. Με το Φεστιβάλ Βερολίνου, να ανοίγει πάλι πρώτο τον χορό των βραβεύσεων και να αποδεικνύεται εξαιρετικά γούρικο για την οσκαρική και γενικότερη καριέρα του Πουατιέ, 1963 βραβεύεται και πάλι στο Βερολίνο για την ταινία «ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (Lillies of the field) και 1964 να παίρνει το ΟΣΚΑΡ. Οπου στην περίπτωση του, το Οσκαρ δεν ήταν όπως θα ‘ήταν για οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό. Ηταν το άνοιγμα σελίδας, ήταν η σηματοδότηση του τέλους του ρατσισμού στο σινεμά, διότι ο ΣΙΝΤΝΕΫ ΠΟΥΑΤΙΕ γινόταν ο ΠΡΩΤΟΣ στην ΙΣΤΟΡΙΑ άνδρας Ηθοποιός που έπαιρνε και μάλιστα Α’ ανδρικού. Μέχρι εκείνη την ωρα, η μόνη μαύρη εξαίρεση που υπήρχε σε ηθοποιούς, ήταν η supporting της ΧΑΤΙ ΜΑΚ ΝΤΑΝΙΕΛ για το «ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ». Ανδρας, δεν είχε καν προταθεί. Ο ΠΟΥΑΤΙΕ έσπαγε το φράγμα, τα μάγια, την προκατάληψη. Κι ερμηνευτικά στο ρόλο του έβγαζε την απόλυτα δική του προσωπικότητα, που τον έκανε σταρ και τον οδήγησε σε star performance, στην αξιοποίηση αυτής της συγκεκριμένης ιδιοσυγκρασίας. Όταν λέμε σταρ εννοούμε, πως για μια περίοδο, ήταν από τους πιο ακριβοπληρωμένους…Επαιρνε λίγο παρακάτω από την αμοιβή ρεκόρ της Ελίζαμπεθ Τέιλορ του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Το κοινό τον λάτρεψε. Το‘ίδιο κι οι γυναίκες. Κάπως δειλά διότι η προκατάληψη ήταν προκατάληψη. Αρεσε πολύ ως άνδρας.
Η σαιζόν 1967-68 είναι της μεγάλης απογείωσης που ακολουθεί τη διαδρομή που του χάραξε το Οσκαρ, με τρεις ταινίες που τον υπογράμμισαν οριστικά ως ΕΙΔΩΛΟ των Μαυρων της Αμερικής αλλά είδωλο όχι μόνο εκείνων μα και των Λευκών. Κι όχι μόνο της Αμερικης. ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ, ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΙΟΣ ΘΑΡΘΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ είναι οι τρεις ταινίες που τον ειδωλοποίησαν στο ακέραιο , κι έγινε συνώνυμο του «Μαύρου Ηθοποιού». Τους αντιφατικούς-μεστους ρόλους μπορεί να τους είχαν οι συμπρωταγωνιστές, ο Ροντ Στάιγερ φερειπειν ή το ζεύγος Κάθρην Χέπμπορν-Σπένσερ Τραίησυ, όμως η ζεστή προσωπικότητα του Πουατιέ, η ζεστή φυσιογνωμία του, ήταν αυτή στην οποία επικεντρωνόταν η ουσία του φυλετικού ζητήματος που έθιγαν οι ταινίες.
Οπου αυτό το είδωλο δεν περιορίστηκε μόνο στο star performance και στην αναπαραγωγή μιας εικόνας μέσω καλών σεναριων και προσεγμένων συνεργασιών. Πήρε και κοινωνική διάσταση. Ο Πουατιέ έδωσε το παρόν σε όλα.. Στους αγώνες των ομοχρώμων του. Ομως με μέτρο, χωρίς υπερβολη αλλά και με παρουσία. Εκανε και μια κοινοπραξία κάποια στιγμή για προώθηση προοδευτικών σεναρίων και τον έλεγχο της παραγωγής τους από τους ίδιους μαζί με τον Πωλ Νιούμαν, τον Γκρέγκορυ Πέκ και την Μπάρμπρα Στρέιζαντ, μια κινηση όχι μόνο με κινηματογραφικό χαρακτήρα αλλά και προσανατολισμένη εναντίον της πολιτικής του Νίξον.
Υπάρχει κι ένα κομμάτι της προσωπικής του ζωής, από το οποίο κρατήθηκε το δεύτερο σκέλος που ενόχλησε τους λευκους ρατσιστές και προσπεράστηκε το πρώτο που εναντίωσε τους αναλογους ομόχρωμους του: Για τον έρωτα του για μια λευκή. Ο έρωτας με τη λευκή είναι το σκέλος της μεγάλης δύναμης, που έδειξε βαθύτατα αισθήματα, δέχτηκε εκείνος επιθέσεις από τους λευκους ρατσιστές για αυτή την επιλογή, όπως δέχτηκε κι η εν λόγω λευκή, η οποία στάθηκε ηρωίδα δίπλα του, με εξίσου γενναία αισθήματα, κι έμειναν μαζί ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Η λευκή μάλιστα ήταν μια φέρελπις ταλαντούχα ηθοποιός και πανέμορφη κοπέλα, που είχε προλάβει να κάνει και ταινίες, στην Ευρώπη κυρίως δίπλα στον Ζαν Πωλ Μπελμοντό, στον Λίνο Βεντούρα, στον Αλαίν Ντελόν, αλλά και στο ζεύγος Ελίζαμπεθ Τέιλορ-Ρίτσαρντ Μπάρτον, μα και δίπλα στην ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ, στη «ΘΕΙΑ ΖΙΤΑ», στη μόνη καθαρόαιμη γαλλική ταινία που είχε κάνει η Μεγάλη Κατίνα. Η λευκή αυτή είναι η ΤΖΟΑΝΑ ΣΙΜΚΟΥΣ. Η οποία τα παράτησε όλα για χάρη του..Εδωσαν κι οι δυο μια μαχη σχέσης απέναντι στην φυλετική προκατάληψη αμφοτέρων των πλευρών που από μόνη της θα μπορούσε να είχε αποτελέσει σενάριο για ταινία του Πουατιέ, από εκείνες που θα ,κυνήγαγε ο Στάνλεϊ Κράμερ….
Κι αυτή είναι που του αφήνει το τελευταίο λουλούδι…Στον ΑΝΤΡΑ ΣΥΜΒΟΛΟ και ΗΘΟΠΟΙΟ ΣΥΜΒΟΛΟ