Το έργο καταρχάς, μόνο κωμωδία δεν είναι. Δηλαδή, αν πάει κάποιος να το δει ώστε να βρει ζωντανεμένη τη Λούσυ του, μια ξεκαρδιστική κωμικό της τηλεόρασης, δεν θα τη βρει, δεν θα γελάσει, παρά μόνο από κάτι υπενθυμίσεις συντομότατες που αναφέρονται σε συγκεκριμένα επεισόδια της πολυετούς κωμικής, τηλεοπτικής σειράς της στη δεκαετία 50 κι αρχές 60(?) τα οποία δεν φτάνουν για να υπενθυμίσουν. Από την άλλη, το δράμα, δεν είναι το δράμα των παρασκηνίων με τις ‘έντονες συγκρουσιακές καταστάσεις που ακόμα κι αν είναι κωμικός το αναλυόμενο πρόσωπο, τον καθιστούν δραματικό χαρακτήρα.
Εδώ έχουμε κάτι άλλο, το οποίο βαραίνει τον ΑΑΡΟΝ ΣΟΡΚΙΝ, ο οποίος είναι αξιολογότατος σεναριογράφος-συγγραφέας, ως σκηνοθέτης δεν το έχει τόσο πολύ, καλύπτεται, όμως, ενίοτε από τη σεναριογραφική πλευρά του, εδώ, πάντως, το πρόβλημα το εχει ο σεναριογράφος Σόρκιν. Στο τι ακριβώς ‘έργο γύρω από την Λουσιλ Μπολ και τον άνδρα της Ντέζι Αρνάζ είναι αυτό που μας παρουσίασε. Ψυχολογικό; Δεν θα έλεγα ότι είδαμε σκηνές κανενός τέτοιου βάθους; Παρασκήνιο; Εδώ γίνεται λίγο της «τρελής». Είναι ένα παρασκήνιο δραματουργικά κατασκευασμένο, δεν θα σταθώ στις ιστορικές-χρονολογικές ανακρίβειες, οι οποίες ως εργοκεντρικό δεν με πτοούν, γνωρίζω τους κανόνες της δραματουργίας και το ότι παρεμβαίνουμε και στα γεγονότα αν οι κανόνες του δράματος το απαιτούν. Δεν μιλώ εδώ για κάτι τέτοιο. Μιλώ για το ότι αυτά που ανασκευάζονται κι επανασερβίρονται, είναι σαν ασήμαντα, μας πετούν έξω από το θέμα «Λούσυ» χωρίς να τα ανεβάζει κάποια άλλη καλλιτεχνική αξία. Δηλαδή, ξαφνικά και στα καλά καθούμενα η έμφαση στο ότι η Λουσυ ήταν κομμουνίστρια.. από που κι ως πού; Κι αν ήταν , θα ήταν κάτι παρασκηνιακό. Κι αν δεν ήταν και κατασκευάστηκε από το σενάριο, πάλι δεν βλέπουμε καμία δραματική κορύφωση της διωγμένης στην μακαρθική Αμερική, κομμουνίστριας. Επίσης, το άλλο με την Τζούντι Χολινταίη, την μεγάλη Τζούντι Χολινταίη, αυτήν που εισηγήθηκε νέο κωμικό παίξιμο κι άνοιξε το δρόμο σε ρόλους και γενιές κωμικών γυναικών που είναι σαν κόρες της και σαν εγγονές της , δεν συμπίπτει καθόλου ιστορικά αυτή η αντιπαλότητα..Κι επαναλαμβάνω, δεν είναι εκεί το θέμα στην ιστορική ανακρίβεια, αλλά στο ότι δεν μας εξηγεί σεναριακά για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η αντιπαλότητα από μεριάς Λουσιλ Μπολ προς το πρόσωπο της Τζούντι Χολινταίη. Δεν καταλάβαμε γιατί. Με ένα φίλο κάναμε δικές μας υποθετικές εξηγήσεις και στην Αμερική, στα 21 χρόνια εκεί, ποτέ μα ποτέ κανείς από εκεί μέσα δεν μου είχε μιλήσει για κάτι τέτοιο ενώ μου έχουν πει για πολλά άλλα…Ούτε εξηγεί ποια είναι η Τζούντι Χολινταιη, σύμφωνα με το σενάριο, ούτε τι ακριβώς τις χωρίζει και την επικαλείται αρκετές φορές και σε καίρια σημεία.
Μένει απείραχτο το παρασκήνιο της εταιρίας «ΝΤΕΖΙΛΟΥ» που ‘ίδρυσαν ως ζεύγος κι η οποία εξελίχθηκε σε κολοσσό οπότε για ποιό παρασκήνιο μιλάμε, υπάρχει το στοιχείο της σχέσης τους και της διαρκούς κόντρας τους αλλά στο μεταξύ τα πρόσωπα και κυρίως η Λούσυ λόγω σεναρίου, δεν μας έχει γίνει τόσο οικεία αφού έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από το κωμικό μας είδωλο, ώστε να μας νοιάζει η συζυγική της κατάσταση, την στιγμή που δεν γελάμε κι όλας.
Ως ένα ΣΕΝΑΡΙΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ μπορεί να προωθηθεί από την Υπεράσπιση και πάνω εκεί να γίνουν κι οι κατάλληλες αγορεύσεις,. Και το λέω πολύ σοβαρά, επειδή ο Σόρκιν δεν είναι κάποιος τυχαίος αλλά και για λόγους καθαρά ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ, τι είδυς σενάριο είναι.
Οπότε, ερχόμαστε και στην Ηθοποιία. Δεν υπάρχει καμία αντίρρηση για την ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ ούτε φυσικά και για τον ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ, ο οποίος καταφέρνει και παίζει ισότιμα το ρόλο του Ντέζι που είναι σχετικά θυσιασμένος, έναντι της Λούσι. Μου θύμισε την περίπτωση του Λώρενς Φισμπερν, στην «Τίνα» με την σαρωτική Αντζελα Μπάσετ ως Τίνα Τάρνερ που είχε καταφέρει με το παίξιμο του να βάλει το ρόλο του Αϊκ δίπλα στο δικό της, κι ας φαινόταν αρχικά θυσιασμένος , και να προταθεί εκείνος για το Οσκαρ, στον «Α’ ανδρικό, κανονικότατα, δίπλα σε εκείνην.. Σε αυτόν ακριβώς τον παραλληλισμό, με οδήγησε η ερμηνεία του Χαβιέ Μπαρδέμ.
Ερχόμαστε στην Νικόλ Κίντμαν. Αναντίρρητα είναι έξοχη. Όμως σε τι ακριβώς; Μα στην ψυχολογική , ακόμα και ωχρή ,ανταύγεια που της γράφει ο Ααρον Σόρκιν, μια διάθλαση για την παρασκηνιακή Λουσίλ Μπολ οπότε δεν εξετάζεται ακριβώς η ερμηνεία πάνω στα πρότυπα της συγκεκριμένης κωμικού όσο πάνω στα ψυχολογικά σημεία της γυναίκας πίσω από την κωμικό. Αν δηλαδή δεν την έλεγαν την ηρωίδα «Λουσιλ Μπολ» και την έλεγαν με ένα κάποιο άλλο, μη διάσημο καλλιτεχνικό όνομα, η ιστορία της κι ο ρόλος της θα ήταν εντελώς στο μέσο όρο . Όμως, τώρα, με βάση το διάσημο όνομα του ρόλου κι η Νικόλ ως ερμηνεύτρια κρίνεται διαφορετικά, λαμβάνονται υπόψη κι άλλες παράμετροι…Πάνω της έχει δουλέψει ενδυματολογία και και φυσικά και μακιγιάζ , στο μακιγιάζ όμως υπάρχει μια αναρώτηση, στο ότι αυτό που έφτιαξαν πάνω στο πρόσωπο της Νικόλ Κίντμαν για να φέρνει προς Λουσιλ Μπολ μεριά, ενίοτε δίνει την εντύπωση μήπως και δεν είναι μακιγιάζ ρόλου κι ότι η Νικόλ ξαναπειράχτηκε. Επειδή κάποτε το συνήθιζε αν και στη συνεχεια το είχε αποκηρύξει. Θέλω να πω ότι είναι ένα μακιγιάζ το οποίο ενίοτε την παραμορφώνει.. Πιο πολύ δηλαδή η κόμμωση την κάνει να φέρνει και να πείθει ως Λουσιλ Μπολ παρα αυτό το συγκεκριμένο μακιγιάζ. Βέβαια κάπως ανάλογο είναι του Χαβιέ Μπαρδέμ, που επίσης σου αφήνει εντύπωση, κάποιες στιγμές του ελαφρώς πειραγμένου. Όμως στην περίπτωση του Μπαρδέμ, η σκηνοθεσία του Σόρκιν είναι τέτοια που επειδή δεν του κάνει πολλά κοντινά πλάνα (και δεν κατάλαβα το «γιατί»- δεν το κατάλαβα σκηνοθετικά εννοώ) δεν φαίνεται και τόσο έντονα.
Στο supporting cast ξεχωρίζουν ο ΤΖ.Κ.ΣΙΜΜΟΝΣ στο ρόλο του καλλιτέχνη του βωντβιλ Γουίλιαμ Φρόλεϋ που έπαιζε δίπλα στη Λουσυ στην κωμική σειρά και η ΝΙΝΑ ΑΡΙΑΝΤΑ ως «Βίβιαν»- φοβερό ντουέτο με τη Λούσυ..Οι ρόλοι των δύο αυτών ηθοποιών έχουν ενδιαφέρον από πλευράς προσώπου-παρασκηνίου-τηλεοπτικού χαρακτήρα.
Στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ο σκηνοθέτης Σόρκιν κατέφυγε στον συνεργάτη του Ντέηβιντ Φίντσερ, ΤΖΕΦ ΚΡΟΝΕΝΓΟΥΕΘ, ο οποίος και τις δύο υποψηφιότητες του για Οσκαρ τις έχει με ταινίες του Φίντσερ, το «Social network» και το «Κορίτσι με το τατουάζ» και πράγματι του έχει φτιάξει μια φωτογραφία , αρκετά σκοτεινή, έτσι όπως προφανώς , σύμφωνα με το σενάριο που έγραψε θέλησε και την όψη της ταινίας ο Σόρκιν.
Οσο για το ΜΟΝΤΑΖ, ο ΑΛΑΝ ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΕΝ του αποδεικνύεται πολύτιμος, ξέρει ότι αυτός αναλαμβάνει να «λευτερώσει» κινηματογραφικά, να κινητοποιήσει τη συγγραφική σκηνοθεσία του Σόρκιν-όπως είχε γίνει και στη «Δίκη των 7 του Σικάγου». Πόσα του ΄όφειλε κι εκεί.