Διότι η ταινία , συνολικά ως αίσθηση, αφήνει κάτι ανάμικτο, σαν κάτι να του λείπει. Παρόλο ότι έχει γίνει από ανθρώπους που κατέχουν το χώρο και δεν τον κατέχουν έτσι απλά αλλά με κάτι παραπάνω.
Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΚΑΡΦΙΛΝΤ παίζει τον Τζόναθαν Λάρσον. Ποιος είναι ο Τζόναθαν Λάρσον; Είναι ένας καλλιτέχνης του μιούζικαλ που πήγαινε για τα μεγάλα, με τα αγωνίες του, τις φιλοδοξίες του, τις εγκρίσεις κάποιων μεγάλων όπως ο Στήβεν Σοντχάιμ, ο μέγιστος καλλιτέχνης του είδους, κυρίως σε λιμπρέτι και σε στίχους αλλά έχει γράψει και συνθέσεις, κι αυτός ο Λάρσον, κατάφερε να φτιάξει στα 90ς μια νέα κατάσταση την οποία όμως δεν πρόφτασε να χαρεί. Όταν πραγματοποιήθηκε ο θρίαμβος κι ειδικά όταν αναγνωρίστηκε κι επισήμως ,δεν ήταν εκεί για να το ζήσει ο ίδιος. Είχε ‘ήδη «φύγει». Ηταν η εποχή που το Aids θέριζε. Αν και στην περίπτωση του κάποια άλλη αιτία, κάποια επιπλοκή ανέφεραν ως αιτία θανάτου αλλά δεν αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Ο θρίαμβος λεγόταν «RENT». Θεωρήθηκε τότε ως το μιούζικαλ «νέας γενιάς», «το μιούζικαλ της γενιάς MTV», όπως λένε χαρακτηριστικά στην ταινία, που ανέβαινε στο Μπροντγουέι, αν και είχε ανέβει λίγ εκτός Μπροντουέι, ένα με δυο δρόμους από εκεί που χαρτογραφούνται τα όρια του Μπροντγουέι, κι όταν ήρθε η ωρα του απολογισμού, υπήρξε μεγάλο θέμα αν θα μπορέσει να συμπεριληφθεί στα βραβεία «Τόνυ», επειδή το καταστατικό των συγκεκριμένων θεατρικών βραβείων ορίζει ρητώς ‘ότι αφορά στο Μπροντγουέι κι ότι για τα υπόλοιπα νεουρκέζικα θέατρα, τα θέατρα των λοιπών δηλαδή νεοϋορκέζικων περιοχών, υπάρχουν άλλα βραβεία που τα περιλαμβάνουν. Όμως η αίσθηση του «RENT» ήταν τόσο έντονη, μπήκε και το συναισθηματικό στη μέση, κι αυτή η διαφορά του ενός ή δυο δρόμων απλώς διεύρυνε τα όρια της χαρτογράφησης της περιοχής παρά απέκλεισε το «RENT». Και συνετελέσθη ο θρίαμβος. Το είχα δει, η υπόθεση έμοιαζε πολύ με το «La boheme», με την όπερα τοου Πουτσίνι, βασικά με το υλικό το συγγραφικό στο οποίο κι εκείνη βασιζόταν, με το κείμενο του Ανρι Μουρζέ, κι ήταν τοποθετημένο στη Νέα Υόρκη του θεάτρου, της μουσικής και του…Aids…Δεν είχα ενθουσιαστεί αλλά έβλεπα ολοφάνερα πως περισσότερο ενθουσιάζει επειδή εκπροσωπεί τη συγκεκριμένη εποχή του, παρά ως απολύτως καθαυτό.
Αυτά, λοιπόν, όλα που αναφέρω, ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ από την ταινία. Αυτός είναι ο λόγος που επισήμανα στην αρχή της κριτικής κάτι περί «ανάμικτου» και «σαν κατι να του λείπει». Του λείπει όλο αυτό το συγκεκριμένο που θα του έδινε πιο έντονο πλαίσιο, άρα και ψυχή.
Οι δημιουργοί του, κι είναι δικαίωμα τους, δεν το θέλησαν έτσι παρόλο ότι βασίζονται σε σοβαρα βιογραφικά στοιχεία κι είναι απολύτως προσανατολισμένοι στη δημιουργία ενός βιογραφικού μιούζικαλ, νέας εποχής, μια εποχής που έχει ξεκινήσει εδώ και κοντα 50 χρόνια παρα κάτι, με το «A chorus line», το θεατρικό εννοώ, αλλά αυτή τη στιγμή είναι κοντά στο πνεύμα. Στο πνεύμα του «ανεξάρτητου» πλέον σινεμά, που έχει κερδίσει πολλά εδάφη και για λόγους οικονομικούς αλλά και της πλατφόρμας , του σινεμά της πλατφόρμας δηλαδή, με τη νέα αντίληψη που φέρνει και, που σίγουρα, θα φιλτράρει κάποια είδη. Τόσο το «Tick …Tick Boom!!» όσο κι ένα ακόμα φετινό, το «In the heights» που το έχει γράψει ο ΛΙΝ ΜΑΝΟΥΕΛ ΜΙΡΑΝΤΑ, που έχει σκηνοθετήσει τούτο εδώ, χωρίς να το έχει γράψει, ενώ εκείνο που έγραψε για το θέατρο του το σκηνοθέτησε στο σινεμά άλλος, είναι πάνω σε αυτή τη νέα αντίληψη. Βέβαια, το ότι προτίμησαν να κάνουν ταινία τη βιογραφία του Τζόναθαν Λάρσον γύρω από το «Rent» κι όχι να μεταφέρουν το «Rent» στην οθόνη, ίσως κάτι να λέει..
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται κατά ένα περίεργο τρόπο πάνω σε εκείνο , στου Λάρσον δηλαδή, περιλαμβανομένων των ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ αλλά , όπως είπα, βλέπουμε κυρίως τα συμπαρομαρτούντα. Όπως το μετέτρεψε σε κινηματογραφικό σενάριο ο θεατρικός συγγραφέας ΣΤΗΒΕΝ ΛΕΒΕΝΣΟΝ.
Τα τραγούδια , τα οποία φυσικά και κατάγονται από τον Λάρσον είναι υπέροχα, είναι «μιουζικαλοειδή», μερικά είναι και θεσπέσια κι είναι ωραία σκηνοθετημένα από τον Λιν Μανουελ Μιράντα ο οποίο έρχεται από το Μπροντγουέι με διαθέσεις να ανανεώσει κι αυτός του μιούζικαλ, έρχεται όμως και με θητεία στα τραγούδια, ήταν υποψήφιος για Οσκαρ τραγουδιού στο κινουμενο σχέδιο «Μοάνα».. Είναι άνθρωπος με γνώση κι άποψη δηλαδή πάνω στο τραγούδι και δη στο θεατρικό ή στου μιούζικαλ- ή και στα δύο. Με αντίληψη μιούζικαλ τα έχει σκηνοθετήσει, ένα μάλιστα, που είναι κι από τα χαρακτηριστικά του Λάρσον, το «Sunday», που είναι τραγούδι μιουζικαλ και παίζεται σε μία καφετέρια, στο προσωπικό και στους πελάτες της, έχει αποδοθεί εξαιρετικά, εμπνευσμένα και έντονα.
Ολη λοιπόν η ταινία συμπυκνώνεται κι επικεντρώνεται στον πρωταγωνιστή που είναι διαρκώς παρών και σαρώνει, κυριολεκτικά σαρώνει την ταινία. Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΚΑΡΦΙΛΝΤ δείχνει το τεράστιο ταλέντο του αλλά και τις σπουδές του που έχουν να κάνουν με καταπληκτική μαθητεία στα είδη και ιδού τα αποτελέσματα. Βγάζει πληθωρικότητα, νεύρο, εκφραστικότητα προσώπου, σώματος και φωνής . Όταν θα έρθει η ‘ώρα των Οσκαρ θα μιλήσουμε και περί « αφαίρεσης» .
Να σημειώσω τον ΜΠΡΑΝΤΛΕΫ ΓΟΥΙΝΤΦΟΡΝΤ ως «Στήβεν Σοντχάιμ», όπου, προς στιγμήν, νόμιζα ότι έπαιζε ο ίδιος ο Σοντχάιμ..Επίσης τις χορογραφίες και το μοντάζ που τους αναλογεί.