Τι είναι το «TIMBUKTU»;
Είναι ένα φιλμ, που μας βάζει στην κουλτούρα του τζιχαντισμού και στην παρέμβαση αυτής σε άλλες κουλτούρες.
Δεν μας δείχνει εικόνες πολεμικής βίας όπως έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε γύρω από τέτοια θέματα, προφανώς επηρεασμένοι από τις αμερικανικές ταινίες που συνήθως καταφεύγουν σε αυτές τις θεματολογίες για λόγους θεάματος, μεταξύ «καλών» και «κακών».
Η ταινία αυτή διαφέρει επειδή τη βία του τζιχαντισμού την υποβάλει και δεν την επιβάλλει κι επι πλέον η αφρικανική προέλευση της, της προσφέρει και στοιχείο αυθεντικότητας.
Ναι, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις στο σινεμά ένα γεγονός που έχει συμβεί πραγματικά, στο πως το ίδιο το σινεμά το διαχειρίζεται όταν έρχεται από το φυσικό του χώρο, εκεί που συνέβη.
Η ταινία του άγνωστου μέχρι στιγμής στη Δύση Αφρικανού σκηνοθέτη Αμπντεραμάν Σισακό όλα αυτά τα έχει.
Σε πολύ ήρεμους τόνους και με ήρεμο ρυθμό θα έλεγα, μας δείχνει ένα περιστατικό που συμβαίνει στο Μάλι, του 2012, όταν εισβάλουν οι τζιχαντιστές. Οι οποίοι εφαρμόζουν αμέσως τους δικούς τους περιοριστικούς κανόνες σε ό, τι έχει να κάνει με την απόλαυση ακόμα και για πράγματα όπως το τραγούδι η το ποδόσφαιρο. Οι κτηνοτρόφοι, αγρότες αλλά και νομάδες κάτοικοι της περιοχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, παίρνουν το δρόμο της φυγής. Ένα ζευγάρι όμως στο οποίο επικεντρώνεται ο μύθος έρχεται αντιμέτωπο με το δίλημμα να αφήσει τον τόπο του ή να μείνει και να υποστεί πνευματική αλλοίωση.
Αυτό που εκτίμησα, πάνω από όλα στην ταινία, από πλευράς περιεχομένου, είναι η οικουμενικότητα της. Τι κάνεις σε αυτές τις περιπτώσεις όταν δεχτείς επίθεση ή εισβολή ή Κατοχή κι υποχρεούσαι να φύγεις ή αν μείνεις να αλλαξοπιστήσεις με ό, τι αυτό σημαίνει. Το μυαλό μου που πήγε ; Στην Ανατολική Θράκη, όταν μετά την καταστροφή της Σμύρνης διατάχθηκε η εκκένωση της από τους Ελληνες, στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, χωρίς να βρίσκεται σε κανένα σημείο της ούτε ένας Τούρκος στρατιώτης αφού είχε ενταχθεί ΟΛΟΚΛΗΡΗ στο ελληνικό κράτος το 1918 κι είχε στείλει και βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο του 1920. Επειδή είναι η μία γιαγιά μου από εκεί, από τη Σηλυβρία, πάντα ρώταγα «τι θα παθαίνατε αν μένατε, αν δεν συμμετείχατε στην εκκένωση;». Η απάντηση είναι πως ξεκινάς από την αλλαγή πίστης , αποδέχεσαι τον βίαιο προσηλυτισμό, με ό, τι αυτό συνεπάγεται κι από κει και πέρα… Κύριος Οίδε
Όταν λοιπόν βλέπεις το «Timbuktu» και κατά την παρακολούθηση του οι ερεθισμοί που δέχεται το μυαλό σου από την ταινία, κάνουν να αναπηδούν εικόνες άλλες και παραλληλισμοί με φαινομενικώς άσχετα πράγματα, εκεί είναι που νιώθεις, συνειδητοποιείς, κατανοείς τις έννοιες «οικουμενικότητα» ή «Καθολικότητα». Διαφορετικά περιορίζεσαι στο caso, στο μεμονωμένο περιστατικό δηλαδή , ή εκτρέπεσαι στην προπαγάνδα- μιλώ για τον δημιουργό
Από πλευράς καθαρώς κινηματογραφικής, το «Timbuktu» εκτιμάται πως δεν καταφεύγει σε ξένα δάνεια περί κινηματογράφισης της ιστορίας που θέλει να πει, αλλά ακολουθεί ρυθμούς δικούς τους, τους ρυθμούς που φαντάζεσαι ότι γεννά το ίδιο το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία, ένα περιβάλλον ήρεμο, αργό, χαλαρό, φωτισμένο διαρκώς από τον ήλιο, ο οποίος θα πρέπει να ήταν και πολύ οδυνηρός για τον διευθυντή φωτογραφίας, να φωτίσει σε τόσο «ηλιόλουστες» συνθήκες. Και βέβαια, μας προσφέρει εναλλακτικά της «δροσιά» φωτίζοντας τα αντίσκηνα ως εσωτερικούς χώρους των ηρώων με φωτισμούς εναλλακτικούς, ή περνώντας το απογευματινό φως ως σύμβαση κι όχι ως εξωτισμό. Ως σύμβαση για να μας βάλει στην ατμόσφαιρα των ηρώων κι όχι να μας δείξει τα δειλινά της Αφρικής που γοητεύουν τον ξένο κινηματογραφιστή, ακριβώς επειδή είναι ξένος.