Εργο πρωταγωνίστριας σημαίνει πως ό, τι έχεις να πεις γύρω από ένα έργο ή έστω από ένα θέμα, είτε σκηνοθέτης είσαι είτε σεναριογράφος, το φτιάχνεις έτσι ώστε τα πάντα να τα πεις μέσω του πρωταγωνιστικού ρόλου-στη συγκεκριμένη περίπτωση του γυναικείου. Από αυτό έπεται πως ουσιαστικά , για να γίνει έτσι το έργο, πρέπει να καταλήξεις σε σενάριο -ρόλος. Ότι δηλαδή όλο το έργο θα είναι αυτός ο ρόλος.
Είτε ο ρόλος-έργο φτιάχτηκε αποκλειστικά για μία και μόνη, συγκεκριμένη ηθοποιό, είτε φτιάχτηκε περιμένοντας να το παίξει μια οποιαδήποτε μεγάλη –πάντως μεγάλη.
Διότι το έργο - ρόλος απαιτεί από την ηθοποιό που θα το αναλάβει ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
Το «Still Alice» είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση και η Τζούλιαν Μουρ δίνει εύκολα την απάντηση στο ερώτημα «τι ταινία θα ήταν αν δεν έπαιζε αυτή;». Απλώς, δεν θα ήταν αυτή η ταινία. Ισως και να μην υπήρχε αν δεν εύρισκαν την Τζούλιαν Μουρ στην πιο ώριμη της ώρα, μια ωριμότητα η οποία διαφάνηκε οριστικά, δυστυχώς για τον κινηματογράφο, στην τηλεόραση. Όταν η Μουρ έπαιξε στην τηλεταινία «Game change» την Σάρα Πάλιν, την ακροδεξιά Αμερικανίδα υποψήφια των προηγούμενων Εκλογών, όπου τιμήθηκε τότε με το βραβείο «Εμμυ». Εκεί είχε φανεί η απόλυτη ωρίμανση προς κάθε κατεύθυνση κι ότι ο ρόλος που θα της έδινε και το Οσκαρ δεν θα αργούσε να έρθει. Είχε παίξει στην τηλεταινία την Σάρα Πάλιν με ένα τρόπο που την υπονόμευε χωρίς να την γελοιοποιεί, που πρόβαλε τα αντιπαθητικά σημεία της χωρίς όμως και να την κάνει αποτρεπτική ως σεναριακή ηρωίδα, που της πρόβαλε και τη γυναικεία πλευρά η οποία κάπου – κάπου σαν να ερχόταν σε ρήξη με το προς τα έξω μοντέλο της συντηρητικής. Εδώ είχαμε επίτευγμα ηθοποιού.
Το «Still Alice» τη βρίσκει έτοιμη για να σηκώσει ένα έργο απολύτως στους ώμους της, που τα πάντα θα εξαρτώνται από αυτήν. Μην το μπερδεύουμε με έργο που είναι ΓΥΡΩ από την πρωταγωνίστρια . Η διαφορά τούτου είναι πως δεν είναι «γύρω» αλλά είναι η ίδια η πρωταγωνίστρια. Βασίζεται σε θέμα ζόρικο , που κολυμπά στα ανοιχτά της νόσου του Αλτζχάιμερ, προέρχεται από βιβλίο, και μέσα από το χτίσιμο ενός πορτραίτου γυναικείου παρακολουθούμε και την εξέλιξη της αρρώστιας στην ειδική περίπτωση.
Η ηρωίδα είναι επιστήμων και προσβάλλεται από πρόωρη εκδήλωση της νόσου. Μέσα από την ηρωίδα θα μάθουμε για το πως εκδηλώνεται, πότε και αν η νόσος αυτή κι αυτό σημαίνει πως η ηθοποιός είναι αυτή η οποία αναλαμβάνει να μας το ζωντανέψει, να μας το «εξηγήσει». Αρα, ως επιστήμων η ηρωίδα έχει να παλέψει με τη Γνώση και την Επίγνωση. Ως Ανθρωπος με τα στάδια που διαδέχονται την Επίγνωση. Αρα, πρέπει να ξεκινήσει απαλά, να δούμε την γυναίκα αυτή στη θέση που κατέχει, οπότε η ηθοποιός πρέπει να είναι έτοιμη για grande εμφάνιση στην αρχή, με αυτό το look να προσπαθήσει να αποδιώξει τα πρώτα σημάδια , τα πρώτα σήματα του κάτι δεν πάει καλά, κι εφόσον είναι πάνω της το έργο αφού αυτή είναι το έργο, καλείται να βρεί τους τρόπους και τις τεχνικές, να κάνει πως αφενός αποδιώχνει και δεν δίνει σημασία κι αφετέρου ως επιστήμων να δηλώνει με το παίξιμο της μια ανάλαφρη ανησυχία, η οποία, όμως, θα πρέπει να κλιμακώνεται κι ερμηνευτικά αφού θα κλιμακωθεί και σεναριακά.
Η Τζούλιαν Μουρ επιβεβαιώνει την ωρίμανση με το πώς προβάλει στην αρχή την ηρωίδα ως γυναίκα κι εδώ την προβάλλει, δεν το προσπαθεί, δεν μιμείται. Και για τη συνέχεια κάνει κάτι εξαιρετικό που το έχω δει, από όσο θυμάμαι μόνο εκεί (ώστε να μην αδικήσω καμμία), κάτι ανάλογο με εκείνο pου είχε κάνει η Βίβιαν Λι στο «Λεωφορείον ο πόθος», το οποίο δεν επανέλαβε και ίσως να μην μπόρεσε καμία άλλη «Μπλανς Ντυμπουά» από τις πολλές που είδα: Σε κάθε πλάνο, ανέβαζε τη δόση της τρέλας ένα χαράκι παραπάνω από το αμέσως προηγούμενο. Μέχρι να φτάσει στο μεγάλο φινάλε και να την έχει δικαιολογήσει απόλυτα.
Κάτι ανάλογο κάνει εδώ η Τζούλιαν Μουρ. Σε κάθε πλάνο, βάζει αδιόρατα ένα παραπάνω σημάδι «χασίματος» στην ερμηνεία της, από αυτό που είχε στο αμέσως προηγούμενο πλάνο.
Για να δικαιολογηθεί και να εμπλουτιστεί η τραγικότητα της περίπτωσης της, χρειάζεται και το προσωπικό και το οικογενειακό κομμάτι. Για να φανεί ότι είναι ακόμα νέα, πρέπει να εξακολουθεί να είναι ποθητή στο σύζυγο ο οποίος, καίτοι επιστήμων κι ο ίδιος, εκπλήσσεται κι αυτός όταν εκείνη του εκφράζει τις υποψίες της. Η Τζούλιαν Μουρ «δουλεύει» ως ηθοποιός και το κομμάτι της Γυναίκας. Τους τρόπους που με την ερμηνεία μια ηθοποιός μπορεί και πείθει εκείνη τη στιγμή ότι είναι ελκυστική κι ας μην πρόκειται για την Αβα Γκάρντνερ. Επιπλέον, επειδή μέσα από τη σεναριακή έρευνα θα προβληθεί και το επιστημονικό στοιχείο που η ταινία το χειρίζεται ως σεναριακό εύρημα, το ότι το Αλτζχάιμερ μπορεί να φωλιάζει και μέσα στο DNA, το σενάριο το περνά μέσα από την ηρωίδα που τη θέλει, όπως είπαμε, επιστήμονα . Δηλαδή την έρευνα θα την προχωρήσει η ίδια. Και για να την απασχολεί ως σημαντικό σημαίνει πως υπάρχουν παιδιά. Αρα η ηρωίδα γίνεται και Μάνα. Αγωνιούσα μάνα. Μήπως και κάποιο από τα παιδιά έχει κληρονομήσει αυτό που κι εκείνη όπως θα μάθει, το είχε εκ κληρονομιάς... Και δεν σταματά εδώ το σενάριο διότι θέλει να κάνει πιο ενδιαφέρουσα ακόμα την υπόθεση άρα και το ρόλο αφού το ξαναλέμε ότι μέσα από αυτόν γίνονται όλα. Η μία λοιπόν κόρη ετοιμάζεται να γεννήσει. Αρα η ηρωίδα έχει να παίξει και την αγωνιούσα ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ γιαγιά!.
Αυτά τα «ολίγα» πιθανόν για κάποιους έχει να κάνει η Τζούλιαν Μουρ στην ταινία και χάρη σε αυτά διακρίνεται, σηκώνει την ταινία και παίρνει και το Οσκαρ. Πριν από κάποια χρόνια δεν θα ήταν ακόμα έτοιμη να τα κάνει. Εδινε τις εξετάσεις της, βαθμολογείτο και προχωρούσε. Στις «Ωρες», για παράδειγμα, που ήταν ο πιο δύσκολος ως τα τότε ρόλος της, έπαιζε υπέροχα μεν αλλά ακόμα υπογράμμιζε. Ειδικά στο κομμάτι της ως «γιαγιά». Τώρα έφτασε! Τώρα όλα έγιναν αβίαστα.
ΥΓ. Ο εκ των σκηνοθετών της ταινίας , ο Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ (ο άλλος είναι ο Γουός Γουέστμορλαντ, ο οποίος ήταν σύζυγος του, ναι! Είχαν παντρευτεί, και τον βοηθούσε στην ταινία), πέθανε, μια μέρα πριν η ταινία «ανοίξει» στην Ελλάδα. Από ΑΛΤΖΧΑΙΜΕΡ.