Ναι, οι «Οχθες» έχουν τον τρόπο να σε κατακτούν εξ αρχής. Από το πρώτο κιόλας μέρος. Είναι θέμα σεναριακής δομής και κινηματογραφικού μοντάζ. Στο δεύτερο μέρος, αν και κατά τη λύση σου φαίνεται ελαφρώς πιο αδύναμο από το πρώτο, παρόλα αυτά ανακουφίζεσαι που όλα πήγαν κατευχήν, όπως το είχαν υποσχεθεί.
Είναι ωραίο το «μπάσιμο» που μας κάνει στην ιστορία, μας αρπάει σχεδόν από τα μούτρα, κατά την έκφραση της πιάτσας και κρατεί την περιέργεια μας σε εγρήγορση με μόνη τη διαφορά ότι η περιέργεια δεν έχει να κάνει με ικανοποίηση κενού ενδιαφέροντος αλλά και ουσίας.
Μια ιστορία, λοιπόν, στον Εβρο, με ένα μοναχικό φαντάρο, που από ανθρωπισμό κάνει τα στραβά μάτια στους πρόσφυγες που διαβαίνουν τις νύχτες από τα περάσματα του ποταμού ενώ καραδοκούν οι Αρχές αλλά κι οι δουλέμποροι.
Σε όλους επιχειρεί να δώσει , και το καταφέρνει σε αρκετά υψηλό ποσοστό, ανθρώπινο περιεχόμενο, το ίδιο και στη δομή της ιστορίας. Κι έχει κι ένα συμπαθέστατο κεντρικό ήρωα αλλά κι ένα πρωταγωνιστή, τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, που γνωρίσαμε στη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, ο οποίος έχει πολλά κι ειδικά προσόντα για το σινεμά. Ένα πρόσωπο κινηματογραφικότατο, εκφράσεις που ζωγραφίζουν συναισθήματα (καμμία σχέση δηλαδή με τον Ταχάρ Ραχίμ στη «Μαχαιριά»), και συγχρόνως δραματικότητα στην εκδήλωση των αντικρουομένων συναισθημάτων. Δεν είναι δηλαδή μόνο «φάτσα», είναι και ηθοποιός. Με γοητεία στο φακό-προσόν που το τονίζω μια και μιλάμε για σινεμά! Αυτό που πρέπει, όμως, κάπως να το δουλέψει, διότι σε μερικά σημεία απαιτεί διόρθωμα, είναι η άρθρωση του. Ειδικά στις χαμηλές «νότες» του.
Όμως επειδή καταφέρνει και ταυτίζεται πλήρως με το ρόλο, μας κάνει ακόμα πιο συμπαθητικό τον ευαίσθητο άνθρωπο που υποδύεται. Όπως επίσης σημειώνω και την Ελενα Μαυρίδου στον επίσης ενδιαφέροντα ρόλο της κοπέλας, η οποία έχει πολλή αλήθεια στο παίξιμο της.
Ο Καρκανεβάτος κατορθώνει να μας δώσει ένα δράμα της εποχής μας, αυτό που συμβαίνει στον Εβρο με τα περάσματα, το οποίο δίνει από την ανθρώπινη εκδοχή εκείνων που θέλουν να διεισδύσουν στο σωτήριον άγνωστον, κι αυτό μας το κάνει προσφέροντας ικανοποιητικό κινηματογράφο κι όχι κηρύγματα. Το σενάριο, στο δεύτερο μέρος, μπορεί να μην έχει πολλά «γεμίσματα», έχει όμως διαρκή ανέλιξη, ένταση, τρυφερότητα και ταύτιση με την ιστορία.
Συγχρόνως, αναπληρώνει τα όποια κενά, με το σεναριακό εύρημα περί ναρκών, που ολοκληρώνουν, χωρίς να «κηρύττουν», τις συμβολικές διαθέσεις της ιστορίας. Πιο πολύ κι από τον Εβρο κι από το σύνορο κι από το σμίξιμο αλλά και το διαχωρισμό Ανατολής και Δύσης, το εύρημα της νάρκης και της διαρκούς παγίδευσης, είναι στην αντίληψη μου, το πιο καταλυτικό.
Στα κινηματογραφικά του προσόντα, ξεχωριστά στην πρώτη σειρά βάζω το μοντάζ (Κενάν Ακάουι), το οποίο ακολουθεί,( σε μερικά σημεία σου δίνει την εντύπωση και να υπαγορεύει), το γράψιμο, αλλά και στην κινηματογραφική ροή, που, χωρίς να φαίνεται, πάει τρεχάλα την ιστορία, χωρίς κόμπους. Ακόμα κι όταν το σενάριο «μαγκώνεται».
Επίσης η φωτογραφία (Δημήτρης Κατσαίτης) αποτυπώνει τη μελαγχολία της περιοχής γύρω από το ποτάμι.
Σκηνοθετικά ο Καρκανεβάτος το έχει περιποιηθεί πολύ και θάθελα να αναφερθώ και στα ανεπαίσθητα σημεία, αυτά που συμβάλουν στην επίτευξη μιάς ατμόσφαιρας μέσω καταστάσεων, όπως η σκηνοθέτηση του στρατιωτικού θαλάμου όταν πάνε για ύπνο οι φαντάροι-είναι τόσο αληθινή η σύντομη σκηνή, όπως και μια σκηνούλα που δεν χρειάζεται κουβέντες από το σενάριο για να εκφράσει τη μοναξιά ή την απομόνωση εκεί πάνω: Λέω για τη σκηνή που πάνε οι δύο φαντάροι να τα πιούν, και το «μπάρ» ή το ταβερνείο είναι μια καντίνα του επαρχιακού δρόμου, με ένα μουσαμά για προφύλαξη από τον αέρα και τη βροχή.
ΚΙ επίσης, το φινάλε, που δεν το αποκαλύπτω κι ο Καρκανεβάτος δείχνει να μη φοβάται τα κλισέ των θεωρητικών ή των κριτικών (λεπτομέρειες δεν αναφέρω για να μην τη χαλάσω στους θεατές αφού η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες) και προσφέρει στον θεατή την κάθαρση μέσα από την αγαλλίαση.