Κι ήταν εύρωστο το πρώτο μέρος. Εβλεπα στο « A MOST VIOLENT YEAR» μια αμερικάνικη ταινία από εκείνες που έδειχναν να κατάγονται από τον κινηματογράφο των 70ς, με το κοινωνικοποιημένο αστυνομικό (είδος) και με την ατμόσφαιρα του δρόμου που την υπαγόρευαν χρώματα μελαγχολίας. Μια αίσθηση ψύχρας και μια πρώτη επιμέλεια. Και με θέμα που έβγαινε από ένα κεφάλαιο της εποχής της εγκληματικότητας στη Νέα Υόρκη, που ο κινηματογράφος δεν το είχε πολυχρησιμοποιήσει. Γύρω από το λαθρεμπόριο καυσίμων. Και με ένα μετανάστη που έχει τακτοποιηθεί οικονομικά αλλά παλεύει να σώσει την επιχείρηση του από εκείνους που την επιβουλεύονται, στην οποία εμπλέκονται πολλοί, ακόμα κι από το συγγενικό περιβάλλον, έστω και το έμμεσο.
Η ταινία θυμίζει απόλυτα 70ς ενώ η υπόθεση διαδραματίζεται στο 1981. Όχι, ατμόσφαιρα 1981 δεν διαθέτει. Διαθέτει όμως την ατμόσφαιρα του σινεμά που είπαμε. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για λάθος αλλά για επιλογή. Καθότι μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν πήγαινε να αναστήσει μια συγκεκριμμένη χρονική στιγμή αλλά να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο κινηματογράφο. Κυρίως της σχολής Σίντνει Λιούμετ- και όχι μόνο.
Αυτός ο κινηματογράφος, ως ένα βαθμό αναστήθηκε. Ισως γι αυτό παρασύρθηκαν κι οι κριτικοί, προπαντός της Αμερικής, και κάποιοι έσπευσαν να την βραβεύσουν κι ως καλύτερη ταινία του έτους..Το αποτέλεσμα, ως καθαυτό φιλμ, δεν είναι τόσο υψηλό. Το σενάριο πλέκει καλά την ιστορία , αναδύει μέσα από αυτήν και τους χαρακτήρες, όλα σε μια αλα 70ς- θα το ξαναπώ!-αυστηρότητα και λιτότητα, αλλά στο β’ μέρος βλέπω και το σενάριο να επαναλαμβάνει στοιχεία άρα να μεταβάλλεται κι αυτό σε αργό. Λέω «κι αυτό» διότι ήδη υπάρχει ‘ένα πρόβλημα ρυθμού στη σκηνοθεσία. Αυτό το πρόβλημα το έχω δεί σε όλες μέχρι στιγμής τις ταινίες του Τζ. Σ. Τσάντορ. Είναι κι αυτός από τους σεναριογράφους-σκηνοθέτες που είναι περισσότερο σεναριογράφοι και λιγότερο σκηνοθέτες. Όμως και το σενάριο δεν του βγαίνει πάντα, αν κι εδώ δείχνει, σεναριακά τουλάχιστον, να ανακάμπτει μετά το «φιάσκο», του «Όλα τέλειωσαν» όπου εκεί δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα γι αυτό κι έσπευσαν να του «γεμίσουν» τα κενά με αναλύσεις οι κριτικοί, πως αυτό το «τίποτα» είναι δημιούργημα «ηρεμίας». Εδώ έχει πράγματι ανακάμψει αλλά η έλλειψη σκηνοθετικού ρυθμού κάνει και το σενάριο να φαίνεται ακινητοποιημένο.
Το κέρδος από την ταινία είναι το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Ο Οσκαρ Αιζαακ κι η Τζέσικα Τσαστέιν. Κι οι δύο μαζί κι ο καθένας μόνος. Είναι άφθαρτοι, αποπνέουν κινηματογραφικότητα, δένουν υπέροχα μεταξύ τους και περιμένουμε πολλά κι από τους δύο. Ο Οσκαρ Αιζαακ φέρνει μια δική του προσωπικότητα, πολύ κινηματογραφική, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Η δε Τζέσικα Τσαστέιν είναι από τις πολύ καλές της γενιάς της, διαμορφώνει κι εμπλουτίζει συνεχώς την υποκριτική της κι έχει ένα τρόπο να σε ξαφνιάζει σε κάθε ταινία με τις υποκριτικές επινοήσεις της. . Το μόνο , ελαφρώς ανησυχητικό, είναι πως ως προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία δείχνει να παίζει σε όμοια γήπεδα με την Κέιτ Μπλάνσετ κι η τελευταία είναι ακόμα πολύ νέα για διαδοχή.
Κλείνω με τα κοστούμια, που κι αυτά περισσότερο εξυπηρετούσαν ατμόσφαιρα και λιγότερο συγκεκριμένη χρονολογία. Ειδικά το παλτό του Οσκαρ Αιζαακ, που συνδυάζει «καμηλό» σε με τόνους κιτρινωπούς, πολύ το….ζήλεψα