Θα σταθούμε στο φιλμ που βλέπουμε τώρα, το οποίο τιμήθηκε και με «Σεζαρ» εκ διασκευής σεναρίου κάτι που δεν ίσχυε με το πρωτότυπο στη δική του Ακαδημία την Αργεντίνικη..
Στο γαλλικό, όμως, έχει γίνει μια καταπληκτική δουλειά πάνω στο σενάριο, πάνω στο δικαστικό είδος. Από το αργεντίνικο πήραν το σασπένς και το αίνιγμα κι έφτιαξαν εδώ ένα έργο για «μελέτη» στο δικαστικό είδος. Με τους σεναριογράφους του πρωτοτύπου σε επίσημη αναφορά. Όταν λέω «μελέτη» εννοώ το πως φτιάχνουμε δικαστικά δράματα και στη συγκεκριμένη περίπτωση έργα αστυνομικής υφής, τα οποία διαδραματίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου καθώς ερευνούν μια ιστορία φόνου.
Ένα κορίτσι κατηγορείται ότι δολοφόνησε την επιστήθια φίλη της. Ένα βράδυ, μετά από ένα πάρτι,. Η εισήγηση κι η γνωριμία με το κορίτσι αλλά και με τον τίτλο γίνεται μέσω του βραχιολιού στο πόδι καθώς περιμένει την εκδίκαση της υπόθεσης αλλά και στο φινάλε που βρήκα θεϊκη την έμπνευση, συν το καλό το σεναριακό μάθημα πως όπως ξεκινάς έτσι πρέπει και να κλείνεις. Και η ηρωίδα αυτή παραμένει σε απομόνωση κατ’ οίκον, με το βραχιόλι στο πόδι, και στην υπόθεση εμπλέκονται οι δυο γονείς της, ο μικρός αδελφός της, συμμαθητές μάρτυρες καθώς κι η μητέρα του θύματος, η εισαγγελέας κι η συνήγορος.
Με βάση αυτά τα πρόσωπα κτίζεται το έργο, Αρχιτεκτονικά. Ποια είναι η κατηγορούμενη; Ποιο το γεγονός; Τι την επιβαρύνει; Ποιά η σχέση με το θύμα και με το περιβάλλον…
Και με τη δίκη όπως κτίζεται κι εξελίσσεται να πρέπει να κρατεί διαρκώς αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή κι αυτό όλο έχει να κάνει με το σενάριο, με τις πληροφορίες, με τη δόμηση, με την κλιμάκωση και τις ανατροπές, με τις αντιφάσεις και για να μην είναι ένα δικαστικό παιχνίδι αλλά ένα δικαστικό δράμα οφείλει να ενισχύεται με ενέσεις ψυχολογίας ώστε ο θεατής να ακολουθεί την αγωνία των χαρακτήρων για να μπορέσει να γίνει «μέλος» αυτού του ακροατηρίου.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι χωρίς γερό σενάριο, δεν ξεκινάς να κάνεις δικαστικό έργο. Η ταινία είναι πολύ μελετημένη, ακολουθεί παραδόσεις, η Γαλλία την έχει αυτή την παράδοση στο είδος, ο γαλλικός κινηματογράφος έχει αναδείξει κι έναν ΑΝΤΡΕ ΚΑΓΙΑΤ που τον έφαγαν λαχανο οι ψευτοθεωρητικοί και τα διάφορα «τετράδια», όμως με τα χρόνια κι όταν το γαλλικό σινεμά αποφάσισε να συνέλθει και να ξυπνήσει από το λήθαρο του «auter-ισμού» και να ξαναγυρίσει στα είδη που τα κατέχει, στ σινεμά των ειδών, ο Αντρρε Καγιάτ με τα δικαστικά του δράματα γίνεται και πάλι πολύτιμη πηγή. Διδασκαλίας. Διότι ήταν δικηγόρος, ψωνισμένος με το σινεμά στο οποίο κι αφοσιώθηκε ως σκηνοθέτης-σεναριογράφος. Και τα έργα του είχαν τις αντιφάσεις των ανθρώπων που εμπλέκονταν σε σκοτεινές υποθέσεις είτε ήταν άμεσα δικαστικά είτε αντλούσαν από δικαστική πηγή την υπόθεση.
Αυτήν κληρονομιά είδα εδώ, σε τούτο το έργο και κατάλαβα και τη διαφορά μεταξύ των δυο βερσιόν, της αργεντίνικης και της γαλλικής ,κι η δεύτερη είχε αυτό τον βαθύ εμπλουτσιμό πέραν του ωραίου σασπένς.
Το δικαστικό είδος ,βέβαια, θέλει και μοντάζ ,ωστόσο, με μια σωστά γραμμένη εξέλιξη σκηνών, σειρά σκηνών και διάρκεια σκηνών, αν η περιεκτικότητα είναι τέτοια ,τότε και πάλι το σενάριο βγαίνει μπροστά και γίνει καθοδηγητής του μοντάζ. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σε αυτήν εδώ την ταινία.
Κι ακριβώς, σε ένα δικαστικό δράμα κι ο σκηνοθέτης με τη σειρά του πρέπει να δουλεύει προς την ανάδειξη του δικαστικού «προϊόντος», σε αγαστή συνεργασία με διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ κυρίως αλλά και με τον ήχο αν θέλει έτσι να του δώσει το κάτι επιπλέον, τον ηχο του δικαστηρίου, εφόσον κρίνεται απαραίτητος φυσικά. Ο νεαρός σε ηλικία σκηνοθετης του φιλμ ΣΤΕΦΑΝ NTEMOYΣΤΙΕ το πετυχαίνει διότι αυτός είναι κι ο σεναριογράφος-διασκευαστής του αργεντίνικου σεναρίου κι όπως έχω εξηγήσει πολλές φορές , στις μεταφορές έργων, όταν η σεναριογραφική διασκευή γίνεται από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, πιστώνεται σεναριακά, καταλαμβάνει θέση σκηνοθεσίας. Οπότε και το βραβείο, το «Σεζάρ» στην συγκεκριμένη περίπτωση, για το εκ διασκευής σενάριο, ενέχει και θέση βραβείου σκηνοθεσίας από τη στιγμή που αυτή τη μετατροπή την έχει κάνει ο σκηνοθέτης που είναι ο σεναριογραφος της ταινίας.
Για να κατανοούμε καλύτερα κάποιες έννοιες και να μυούμεθα…
Η κοπέλα που παίζει την κατηγορούμενη, η ΜΕΛΙΣΑ ΓΚΕΡΣ, ήταν η δεύτερη ανάδειξη στα «Σεζάρ» αλλά ως υποψήφια, όχι ως τελική έγκριση, στην κατηγορία της πρωτοεμφανιζόμενης κι έχει μια αφοπλιστική λιτότητα στις συγκινήσεις της.
Στους γονείς είναι άψογοι οι ηθοποιοί αλλά κι οι υπέυθυνοι διανομείς και βασικά ο σκηνοθέτης με την τελική επιλογή του. Με τον ΡΟΣΝΤΙ ΖΕΜ στο ρόλο του πατέρα, που είναι γεννημένος Γάλλος αλλά με καταγωγή από το «Μαγκρέμπ» κάνει τέλειο συνδυασμό με την κόρη, χωρίς να δηλώνεται επιπλέον κάτι αλλά αφήνει να υφέρπει. Κι από την άλλη , με μαμά την ΚΙΑΡΑ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΙ, που καθως ωριμάζει βρίσκει με καθυστέρηση τους βηματισμούς της, κάνει ωραία διασταύρωση με τα χρώματα του μικρού αδελφού κι έτσι συναρμολογείται μια οικογένεια, χωρίς ιδιαίτερες δηλώσεις αλλά που βάζουν επιπλέον πινελιά στο τι άνθρωποι είναι…..
Εξαιρετικές οι ηθοποιοί που παίζουν την Εισαγγελέα και τη Συνήγορο. H «Εισαγγελέας» είναι η ΑΝΑΪΣ ΝΤΕΜΟΥΣΤΙΕ, αδελφή του σεναριογράφου-σκηνοθέτη, κάτι σαν..Τάλια Σάιρ του Κόπολα, η οποία παίζει την Εισαγγελέα με συνδυασμό ψυχρότητας αλλά κι αβέβαιης ευαισθησίας…. Κι η «Υπέρασπιση» είναι η παλαίμαχη ΑΝΝ ΜΕΡΣΙΕ, πολύ επιβλητική ως πεπειραμένη δικηγορος πολλών ετών, με εκείνη τη βαθιά, βραχνή φωνή.