Ο Καταλανός ΣΕΣΚ ΓΚΑΫ, ο οποίος είναι Σεναριογράφος-Σκηνοθέτης, το πετυχαίνει θετικά αλλά κι οριακά. Κι αυτό χάρη στη διπλή ιδιότητα, ακριβώς του σεναριογράφου σκηνοθέτη, όπου από το γράψιμο καταφέρνει και κρατά ρυθμό, μεταφέρει ρυθμό, κάτι που δεν μπορεί να το κάνει με τη σκηνοθεσία και με ένα μοντάζ που δεν είναι και πολύ…επιστρατευμένο.
Όμως, με τη σεναριακή του ιδιότητα του δίνει ρυθμό κι αυτή η σεναριακή ιδιότητα, τι προσφέρει κυρίως; Πρώτον ότι γνωρίζει πολύ καλά το έργο, διότι είναι θεατρικό που το έχει γράψει ο ‘ίδιος. Κάτι σαν Σακελλάριος να πούμε. Και συγχρόνως, είναι και σκηνοθέτης του κινηματογράφου κι έχει κάνει πετυχημένα φιλμ, για το «Τρούμαν» μάλιστα, είχε πάρει και «Γκόγια», στην Ισπανία. Το Ισπανικό Οσκαρ. Και το είχε πάρει και για Σκηνοθεσία. Αντίθετα, στο «Οι γείτονες από πάνω», για σκηνοθεσία δεν προτάθηκε καν ενώ προτάθηκε για το γράψιμο του σεναρίου καθώς κι ως καλύτερο φιλμ-χωρίς να κερδίσει.
Προφανώς, επειδή το θεατρικό έργο ήταν δικό του κι επειδή κυρίαρχο στοιχείο είναι οι ατάκες και μέσα από αυτές ορίζονται τα πάντα, δεν θέλησε να το «πειράξει», δεν ήθελε να χαλάσει τις ατάκες του, ή μάλλον, ήθελε να κρατήσει αυτό ακριβώς: Το ρυθμό της ατάκας. Και προφανώς κι η θεατρική του επιτυχία έχει να κάνει με αυτό. Για την Ιστορία, ανεβάστηκε και στην Αθήνα από τον Δημ. Μαλισόβα
Ως προικισμένος σεναριογράφος σκηνοθέτης, στην κινηματογραφική μεταφορά έχει δουλέψει το ρυθμό της ατάκας και μέσα από εκεί προσδίδεται η όποια κινηματογραφικότητα. Δεν αρκεί για να καλυφθεί πλήρως, όμως, τη στιγμή που πρόκειται για έργο συναισθημάτων και σχέσεων, και με ύφος κομεντί, το αποτέλεσμα του το πέτυχε.
Η υπόθεση έχει να κάνει με δύο ζευγάρια. Όπως και το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;». Οπου και στις δυο περιπτώσεις, το ένα ζευγάρι είναι το κεντρικό της ιστορίας, το άλλο είναι που έρχεται σε δραματουργική ενίσχυση του πρώτου.
Κι εδώ το κεντρικό ζευγάρι, έχουν χάσει μεταξύ τους εκείνο το κάτι που τους συνέδεε, έχουν ρουτινιάσει κι η σύζυγος θεωρεί ως υπόδειγμα το ζευγος του πάνω ορόφου. Ο μουντρούχος σύζυγος δεν τους πολυγουστάρει, πόσο μαλλον όταν εκείνη του ανακοινώνει ότι τους έχει καλέσει για δείπνο.
Δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία στο είδος «εργο ζευγαριών», στην εξελιξη, στο τι θα συμβεί και στο πως θα γίνουν οι τακτοποιήσεις, ε/είναι όμως ευχάριστα φτιαγμένο, με καλή διάθεση κι οι ρόλοι με τις ατάκες ανεβάζουν και το κέφι των ηθοποιών στο να ανταποκριθούν.
Στα «Γκόγια» της Ισπανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ξεχώρισαν οι Ισπανοι Κινηματογραφιστές, τον ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΣΑΝ ΧΟΥΑΝ, που παίζει τον γείτονα και του έδωσαν το «Γκόγια» β’ ανδρικού. Κι όχι τον ΧΑΒΙΕΡ ΚΑ’ΜΑΡΑ. Τον πρώτο βρήκαν πιο κινηματογραφικό, πιό απέριττο
Ως μονοσάλονο , που κρατά την ταυτότητα του, υπηρετείται από φωτογραφία, που είναι όλα φωτεινά και φωτισμένα, όπως θα πρέπει να είναι κι η σκηνή του θεάτρου όταν το φιλοξενεί. Η φωτογραφία είναι αποτελεσματική, δεν είναι όμως από εκείνες τις περίτεχνες φωτογραφίες πλατό, που έχουν φωτίσει κατά καιρούς θεατρικές μεταφορές σε μονοσάλονα έργα που τήρησαν τη συνθήκη, κι αναφέρομαι στις φωτογραφίες των ταινιών «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» και «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα» (δεν αναφέρω τη μοναδική φωτογραφία ντεκόρ του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» διότι ήταν ασπρόμαυρο κι επικρατούσαν άλλοι κανόνες), ή αν πάω πίσω στο Χρόνο στο «Η πλειοψηφία του ενός» (αν κι εκεί δεν ήταν μονοσάλονο-είχε όμως κρατηθεί η θεατρική αλλαγή των πράξεων σε ενιαίο φωτισμό), που φτιαχνόταν από τον διευθυντή φωτογραφίας είτε περίτεχνη σύνθεση είτε μια σηματοδότηση ατμόσφαιρας που να καλύπτει τις χρονικές εναλλαγές μέσα στο διαμέρισμα.