Η ταυτότητα της ταινία είναι ο τίτλος που της έχω βάλει στην κριτική. Είναι ο προσδιορισμός της. Από εκεί και μετά, το έργο εξετάζεται με βάση τη δηλωμένη ταυτότητα του, όπως επίσης κι οι βραβεύσεις με βάση το τι αποζητάται από τον ελληνικό κινηματογράφο.
Το «λίγο», «μικρό», και «μίνιμαλ» στην περίπτωση του δεν αποτελούν αδυναμία αλλά ταυτότητα που μπορεί να απορρέει κι από συγκεκριμένη δυνατότητα. Όμως στον Εργοκεντρισμό , τον οποίο πρεσβεύω κι είναι αυτός που με έχει φέρει σε επαφή με τις ανα τον κόσμο Ακαδημίες, κι αυτός μέσα από τον οποίο κρίνω κι αξιολογώ ΟΛΑ τα έργα, δεν μας αφορούν αυτές οι υποθέσεις – μας αφορά το έργο ως έργο. Και το εν λόγω, τα «Μαγνητικά πεδία» δηλαδή ,μπορεί να έχει ως ταυτότητα το «λιγο», το »μικρό» και το «μίνιμαλ» όντως , επ’ αυτών, όμως, δεν έχει ως προσδιορισμό και το… «έλασσον». Δεν κάνει καθόλου το «ελάχιστον» από αυτά που του παρέχεται η δυνατότητα της επιλογής του να κάνει. Ισως αυτό να είναι και που ξαφνικά μέσα στο καλοκαίρι, δείχνει ένα ρεύμα, από συγκεκριμένη ίσως μεριά οπαδών, που όμως όλο κι απλώνεται άρα, το στόμα με στόμα, στην περίπτωση λειτουργεί. Κι από τη στιγμή που λειτουργεί, φυσικά κι αποδίδει. Κι ο λόγος που λειτουργεί είναι επειδή το συγκεκριμένο «μικρό» βρίσκεται σε πληρότητα.
Είναι ένα «έργο δρόμου», «έργο διαδρομής», από αυτά που όταν φέρουν τήν αγγλική ονομασία «road movie», ελκύουν λες και πρόκειται για καλλιτεχνική ταυτότητα, ωστόσο βάσει αυτού του δεδομένου ξεκινά με ένα θετικό πρόσημο συμπάθειας, το οποίο στη συνέχεια έχει λόγους να αγαπηθεί και πέραν της καχυποψίας.
Είναι μια διαδρομή κάπως διαφορετική, αφορά στη συνάντηση μιας γυναίκας κι ενός άντρα στο φέρυ για Κεφαλονιά, εκείνη έχει φυσιογνωμία απόμακρης με τα σκούρα της και την «απομάκρυνση» της, εκείνος κάνει ατύχημα με το αυτοκίνητο , εκείνη προσφέρεται να τον εξυπηρετήσει οδικώς όταν θα αποβιβαστούν κι αρχίζει μεταξύ τους μια προσέγγιση, η οποία περνά από διάφορα στάδια συναντήσεων ατόμων καθοδόν, κυρίως, όμως επειδή ο άνδρας ήρωας, κράτησε από το αυτοκίνητο ένα παράξενο μεταλλικό κουτί, που είναι και το σεναριακό στοιχείο της υπόθεσης.
Στα πλαίσια του «μίνιμαλ», το σεναριακό αυτό στοιχείο δηλώνει μια πρώτη Γνώση περί του τι χρειάζεται ένα έργο, στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι είναι το εύρημα που θα λειτουργήσει ως καταλύτης στη διαδρομή και στη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων. Θα βοηθήσει στο ξεδίπλωμα των ηλικιών των δύο χαρακτήρων ,πριν αρχίσει το έργο, άρα δίνει στους δύο χαρακτήρες ταυτότητα και προηγούμενη ζωή και δεν τους βάζει αυθαίρετα σε ένα…road movie, έτσι για να έχουμε να λέμε.
Το σεναριακό εύρημα του μυστηριώδους κουτιού, ως σύλληψη ευρήματος εμπεριέχει και κωμικό και γκροτέσκο στοιχείο , επιτρέπει την κοινωνική αναφορά στα καθοδόν της διαδρομής και βοηθά τους δυο χαρακτήρες να γνωριστούν μεταξύ τους καλύτερα, να πλησιαστούν, κι η κοπέλα να ανοίξει τα χαρτιά της που παρέμεναν κλειστά, αν κι η ενασχόληση της με δικά της καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα , υποδηλώνει το στοιχείο ευαισθησίας που την ώθησε να κάνει την αρχική πρόταση, να βοηθήσει στη μεταφορά.
Φυσικά, το σενάριο δεν απλώνεται σε παράλληλους διαδρόμους, σε δημιουργίες πλοκής άλλων πραγμάτων κλπ, έχει πλήρη συναίσθηση της ταυτότητας και δεν έχουμε κι εμείς τις αξιώσεις για να το κρίνουμε …επικά. Αλίμονο. Οι αξιώσεις είναι να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα στα υπάρχοντα στοιχεία ώστε να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Μας το κεντρίζουν! Και μας ζεσταίνουν. Και κάπου τους θέλουμε αυτούς τους δυο μαζί, δεν ξέρουμε αν τους θέλουμε ζευγάρι δια βίου, πάντως για φιλαράκια μετά από αυτό τους θέλουμε πολύ!
Αυτό το στοιχείο το επισημαίνω ορμώμενος από το γεγονός πως το Σενάριο συνυπογράφεται από τρία άτομα και τα άτομα αυτά είναι ο σκηνοθέτης και το πρωταγωνιστικό ζεύγος. Αρα, έχουν ζυμωθεί όλοι με αυτό είτε που θα δείξουν είτε που θα παίξουν, έχουν συμβάλει στην ιστορία του, στη μοίρα των προσώπων, στα στοιχεία του καθενός κι όλο μαζί δείχνει ότι έχει βρεί σε μια πολύ καλή στιγμή όλους τους και λειτουργεί. Η κοπέλα, η ΕΛΕΝΑ ΤΟΠΑΛΙΔΟΥ, έχει πάνω της κάτι πολύ ιδιαίτερο, στα πάντα. Στο στήσιμο του σώματος, στην εκφορά του λόγου, στη συναισθηματική διάθεση αλλά και στην έκφραση ακόμα κι όταν φορά τα σκούρα γυαλιά. Οπως επίσης είναι συμπαθέστατος, με αυτό το ιδιαίτερο χαμόγελο ο συν-σεναριογράφος και συν-πρωταγωνιστής ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΙΟΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ. Και κρατούν πολύ ωραία, αμφότεροι, το τσιγάρο. Καπνίζουν πολύ κινηματογραφικά, ο καθένας με βάση αυτό που είναι. Εκείνη ως «στυλ», εκείνος ως «πιάτσα». Και μέσα από το πως δηλώνουν την επαφή τους, στους διάφορους χώρους και στις ενίοτε καταστάσεις που βρίσκονται, δηλώνεται και μια σκηνοθεσία από πλευράς ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΟΥΣΗ με αίσθηση των ηθοποιών και του ρυθμού . Και το ΜΟΝΤΑΖ (Δημ.Πολύζος) τους «παρακολουθεί» διαρκώς. Στη Φωτογραφία (Γιώργος Κουτσαλιάρης) θα ήθελα να μην παραλείψω την αναφορά περί Δυτικής Ελλάδας, την έχει αποτυπώσει , μια αίσθηση βροχής που προηγήθηκε πριν το στήσιμο των πλάνων. Δεν είναι μια «βροχερή» ταινία, είναι μια «δυτικο-ελλαδική», έχει διαφορά
Στα πλαίσια του «μίνιμαλ» είναι κι η ΜΟΥΣΙΚΗ (ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΛΑΝΗΣ) στην οποία διέκρινα μια απόλυτα κινηματογραφική αίσθηση, μια πλήρη κινηματογραφική αντίληψη, η οποία συμβάλει με τη δική της λεπτότητα στη λεπτότητα αυτού που βλέπουμε . Δεν είναι η «θεματάρα», η «κομματάρα» και διάφορα τέτοια soundtrack- άδικα, είναι η μουσική που «βλέπεται» πιο πολύ από το να «ακούγεται» διότι είναι καθαρός κινηματογράφος.