Αυτό είναι το ένα θέμα που έχουν να αντιμετωπίσουν αυτές οι βιογραφίες.
Το έτερον θέμα είναι η θεωρία του auteur, μέσω της οποίας τοποθετούν τους σκηνοθέτες σε κουτάκια και πάνε έτοιμοι και προκατειλημμένοι να δουν την εντός «κουτακίου» τοποθέτηση για το σκηνοθέτη που ανέλαβε.
Απλώς, με την προκατάληψη χάνεται μεγάλο μέρος διότι ο σκηνοθέτης δεν έχει τους αυτοπεριορισμούς που του βάζουν οι κριτικοί. Κι ένα έργο για κάποιο πρόσωπο μπορεί να του υπαγορέψει διαφορετική σκηνοθεσία από την οποία ήταν συνηθισμένοι οι βάζοντες σε κουτάκια κι εν πάση περιπτώσει όλα αυτά καταλήγουν να εξετάζουν άλλο πράγμα από εκείνο που προβάλλεται στην οθόνη.
Ναι, λοιπόν, ο ΜΠΑΖ ΛΟΥΡΜΑΝ, στον «ELVIS» κάνει μια άλλη σκηνοθεσία από εκείνες που θα νόμιζαν ή θα περιμέναν κυρίως οι του «Μουλέν Ρουζ» επειδή ήταν και μιούζικαλ.
Καμία σχέση!
Δεν κάνει, όμως, ούτε την πεπατημένη αφηγηματική βιογραφία αν κι η βαση του είναι αφηγηματική.
Ο ΜΠΑΖ ΛΟΥΡΜΑΝ είναι σκηνοθέτης εικονοκλαστικός και…ηχοκλαστικός, επίσης, αν μου επιτρέπεται ο όρος. Το ζητούμενο του είναι η εικόνα, σκηνοθετεί για την εικόνα, το όποιο περιεχόμενο στα έργα του είναι δουλειά της εικόνας, πάνω σε αυτή την εικόνα έχει τρομερά προσωπική κι ολοκληρωμένη άποψη, η οποία καταλήγει σε υπογραφή. Την υπογραφή αυτή σαν άλλος Μπομπ Φόσι, την έχει και στο θέατρο . Του Φόσι ήταν η χορογραφική-κινησιολογική, του Λούρμαν είναι η αισθητική σκηνογραφική. Εχω δει μια παράσταση του «LA BOHÈME» του Πουτσίνι, στην Αμερική κι ήταν ακριβώς αυτό.
Διότι ο Μπαζ Λούρμαν, υπογράφει μεν ως σκηνοθέτης αλλά δεν δουλεύει μόνος του. Δεξί χέρι είναι η σύζυγος και πρώτη τη τάξει συνεργάτης, η ΚΑΘΡΙΝ ΜΑΡΤΙΝ, σκηνογραφος κι ενδυματολόγος, όπου αυτή είναι που ξεκινά και στήνει το εκάστοτε όραμα του Λούρμαν. Πάνω στη δουλειά της Μάρτιν στήνεται η ταινία εξού και τα Οσκαρ και για το «Μουλέν Ρυζ» και για τον Υπέροχο Γκάτσμπυ» τα παίρνει αυτή στους τομείς της κι όχι ο Λούρμαν που δεν μπαίνει καν υποψήφιος για τη σκηνοθεσία.
Στο «Elvis» λογικά (?) , για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, αρκετοί περίμεναν κάτι ανάλογο. Εδώ , όμως, είναι που ο Λούρμαν θέλει άλλη προσέγγιση κι ο προσεκτικός αναλυτής μπορούσε να το δει από την αρχή, από το ξεκίνημα της ταινίας. Ότι δηλαδή η βάση που θα του έστηνε η Κάθριν Μάρτιν δεν ήταν ίδια με τις προηγούμενες. Ξεκινάμε από το ότι τα χρώματα ήταν γήινα, επίσης ο τρόπος προσέγγισης του Μέμφις και της Beal Street, στο ξεκίνημα της ταινίας, δεν είχαν αισθητική μιούζικαλ, τα χρώματα στα κοστούμια ήταν πιο «απαλά», ωστόσο το χρώμα έπρεπε να δηλώνει παρουσία κι ήταν πιο κοντά σε αντίληψη κοινωνικών τεχνικολόρ της δεκαετίας 50, ακριβώς της εποχής που τοποθετείται η δράση. Με βάση το γήινο , η προσέγγιση άλλαζε. Κι αυτό φάνηκε επίσημα στο δεύτερο μέρος, στον τρόπος προσέγγισης κι ανάπτυξης του Ελβις Πρίσλεϊ του συγκεκριμένου σεναρίου, ενός σεναρίου που έχει την εικονοκλαστική βάση, ως ένα σενάριο εικόνων δηλαδή, ως ένα σενάριο που θα πει την ιστορία μέσω εικόνων, που το συνυπογράφει ο Λούρμαν με τον ΣΑΜ ΜΠΡΟΜΕΛ και τον ΓΚΡΕΓΚ ΠΗΡΣ, ωστόσο οι εικόνες αυτές ήταν εμποτισμένες και με αρκετή δραματικότητα, εκεί κατα το δεύτερο μέρος που προάγεται η ιστορία.
Κι όλα αυτά έγιναν γιατί? Διότι ο τρόπος κοιτάγματος του Ελβις εδώ ήταν μέσω του περιβόητου (για κάποιους «διαβόητου)ατζέντη του, του γνωστού ως Συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ. Ολο το σενάριο γράφεται με βάση το πως θα το αφηγηθεί ο Πάρκερ. Πως θα δώσει αφορμές, πως θα κάνει τις συνδετικές γέφυρες, κι όλο αυτό με σωστή ισορροπία ώστε ο Πάρκερ να έχει το λόγο αλλά όχι και το υποκειμενικό του πράγματος πάνω στον Ελβις. Είναι ένα πολύ διαυγές ξεκαθάρισμα αντιμετώπισης από μεριάς Λουρμαν και στενών συνεργατών.
Όμως αυτό πρέπει να επισημανθεί, το περί ατζέντης Πάρκερ. Και φαίνεται από το ποιόν επέλεξαν δίπλα στον νεαρό κι άγνωστο ΩΣΤΙΝ ΜΠΑΤΛΕΡ που θα έπαιζε τον Ελβις: Τον ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ επέλεξαν. Και μάλιστα σε ρόλο κακού όπου εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση . Ένα κλισέ που έχει ειπωθεί κατά καιρούς είναι πως ο Τομ Χανκς ναι μεν είναι καλός ηθοποιός αλλά διαρκώς παίζει ρόλους καλού, συμπαθητικού, ευγενικού και λοιπών θετικών, όπου ακόμα και στον «Δρόμο της απώλειας» τον γκάνγκστερ τον έπαιζε ως συναισθηματικό οικογενειάρχη. Μόνο που έτσι ήταν ο γκάνγκστερ , γραμμένος από το σενάριο, ώστε να προβάλει αυτή την εκδοχή του χαρακτήρα και για αυτό το λόγο κατέφυγαν στον Τομ Χανκς. Ακούστε: Ο κάθε ηθοποιός έχει τη δική του καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Αν θελήσεις να του σπάσεις καλούπι πρέπει να βρεις ένα τρόπο , κι αυτό μέσα από τη σύνθεση του ρόλου ώστε να υπάρχει ο διαφορετικός χαρακτήρας αλλά να μην του πειράξεις του ηθοποιού την ιδιοσυγκρασία. Διότι αν πήρες έναν ηθοποιό για να κάνει κάτι διαφορετικό και το μόνο που πέτυχες είναι ότι του περιόρισες τα εκφραστικά μέσα, απλώς είσαι ηλίθιος για σκηνοθέτης. Εδώ λοιπόν βρήκαν έναν υπέροχο τρόπο, με ένα μακιγιάζ που ανέλαβε μεγάλο μέρος της αποστολής, να τον γεράσουν, να τον γεμίσουν προγούλια, να τον κάνουν αγνώριστο και το κείμενο του να κρύβει μεν δηλητήριο ή να γίνεται ύποπτο, με τη φωνή εκείνη που παραπέμπει στον Τομ Χανκς απευθείας.
Με τη φωνή θέλω να ασχοληθώ κι ως προς τον πρωταγωνιστή, τον ΩΣΤΙΝ ΜΠΑΤΛΕΡ. Όχι την τραγουδιστική φωνή που είναι θεσπέσια. Μα με τη φωνή της πρόζας. Εκεί που στο δεύτερο μέρος έρχονται τα πράγματα και ζορίζουν κι απαιτούν. Κι εκεί είναι που φαίνεται ότι ο ΩΣΤΙΝ ΜΠΑΤΛΕΡ έχει ιδιαίτερη αξία και στο πως πήρε το ρόλο. Σαφώς κι η κίνηση σαφώς και το κούνημα της λεκάνης,, των γοφών εννοώ, που ήταν χαρακτηριστικά του Ελβις Πρίσλευ, σαφώς κι ήταν απαραίτητα στοιχεία για να ψάξουν εξονυχιστικά στον ηθοποιό που θα τον έπαιζε, εξού κι ο σκηνοθέτης δείχνει τον ενθουσιασμό του με το πως προβάλλει αυτά τα στοιχεία κινησιολογικής γνωριμίας με το Είδωλο (με την Κάθριν Μάρτιν σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πως θα τον ντύσει ώστε να τονίσει αυτές τις προβαλλόμενες κινήσεις) αλλά.. Αλλά στο δεύτερο μέρος φανερώνονται και τα άλλα. Ο λόγος του κι η φωνή του, όταν κάνει πρόζα είναι τα στοιχεία που θα μετρήσουν όταν κατά τον απολογισμό του έτους θα κοσκινίζουν οι Ηθοποιοί ως κλάδος για να τον προτείνουν για το Οσκαρ ερμηνείας.
Ας σημειωθούν και κάποιοι supporting, ειδικά οι «γονείς» του (ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΞΜΠΟΥΡΓΚ κι ΕΛΕΝ ΤΟΜΣΟΝ, αν κι οι ρόλοι που πλαισιώνουν, όπως και της Πρισίλα, είναι λίγο τρεχάτοι
Ναι. Η ταινία δείχνει ότι αγαπάει το ίνδαλμα της.
»