Το συγκεκριμένο δεν είναι απαραίτητο για τις διευκρινίσεις που θέλω να κάνω, είναι όμως ενδεικτικό για κάποια πράγματα γύρω από τα έργα. Κι επειδή την εμπορικότητα δεν την επικαλούμαι αλα καρτ, εξηγώ ότι ο λόγος δεν είναι αυτός.
Η «Χαμένη Κόρη» είναι ένα έργο δύσκολο. Κι είναι δύσκολο επειδή είναι δύσκολη κι η πρωτογενής πηγή. Κι αναφέρομαι στο μυθιστόρημα της Ιταλίδας συγγραφέως ΕΛΕΝΑ ΦΕΡΑΝΤΕ «La figlia oscura». Είναι ένα βιβλίο που όταν το διαβάζεις μόνο σε σινεμά δεν μπορεί να πάει το μυαλό σου. Διότι είναι γραμμένο ακριβώς με τον «αντικινηματογραφικό» τρόπο που διαχωρίζει το λογοτεχνικό μυθιστόρημα από το κινηματογραφικό σενάριο. Βασική αρχή πως στο μυθιστόρημα περιγράφονται ΣΚΕΨΕΙΣ ηρώων. Βασική αρχή προς το Σενάριο ότι στο κινηματογραφικό σενάριο δείχνονται ΠΡΑΞΕΙΣ ηρώων. Αυτά τα δύο, για να έλθουν σε επαφή, χρειάζεται εφόσον μιλάμε για μεταφορά στην οθόνη βιβλίου, τις σκέψεις να τις μετατρέψουμε σε πράξεις.
Και σε ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα , ακόμα και της κλασικής λογοτεχνίας, η δουλειά , όσο κι αν παραμένει δύσκολη, φαίνεται βατή. Μπορεί να μην είναι αλλά πάντως φαίνεται.
Σε ένα μυθιστόρημα όμως σαν την «Χαμένη κόρη», το «La figlia oscura», αμφιβάλεις ακόμα και για τον ίδιο τον εαυτό σου. Διότι το βιβλίο αυτό είναι εντελώς μα εντελως «αντισεναριακό» κι «αντικινηματογραφικό» κατεπέκταση, διότι περιγράφει μόνο σκέψεις. Κι οι σκεψεις δεν είναι σκέψεις δράσης, είναι σκέψεις ψυχισμού. Πως να μετατρέψεις τον ψυχισμό σε δράση, σε πράξη αν θέλετε ή σε εικόνα;
Εδώ λοιπόν η ΜΑΓΚΙ ΤΖΙΛΕΝΧΑΑΛ έρχεται και παίρνει το πιστοποιητικό της, το ενδεικτικό της με πολύ καλό βαθμό, όχι μόνο επειδή καταπιάστηκε με το πιο δύσκολο, αυτά δεν είναι σωστα πράγματα ειδικά στην Τέχνη όπου οφειλει να μετράει μόνο το αποτέλεσμα.. Όπως και στο Σχολείο όταν συμβαίνουν δεν είναι σωστα διότι προδίδουν χατιράκια ή μεεροληψία από μεριάς δασκάλου..Τον βαθμό προβιβασμού τον παίρνει ακριβώς επειδή βρήκε τον τρόπο αυτές τις σκέψεις να τις μετατρέψει σε εικόνα.
Διότι το έργο σκάβει στα έγκατα μιας γυναίκας, από τη συγγραφέα του, την Ελενα Φεράντε , ακριβως όπως σκάβει κι ο Μπέργγκμαν και μην κοιτάτε που κάποιες σουσούδες παριστάνουν τις «μπεργκμανικές», ειδικά στην «Περσόνα» δεν έχουν καταλάβει ούτε περί τίνος πρόκειται. Σύμφωνα με αυτά που λένε περι του έργου. Απο εκεί καταλαβαίνεις αν ο άλλος έχει καταλάβει ή πουλάει δηθενιά.
Η Τζιλενχάαλ ανέλαβε μόνη της, σενάριο και σκηνοθεσία, να μετατρέψει σε πράξεις τις σκέψεις των γυναικών της Φεράντε , χωρίς να ξεφύγει από την αρχική πηγή. Είναι ολοφάνερο το στοίχημα. Ειδάλλως θα μπορούσε να έχει πάρει τη ραχοκοκαλιά του μυθου από το βιβλίο και να έχει φτιάξει ένα ολοτελα καινούργιο, δικό της έργο. Η Τζιλενχααλ φτιάχνει δική της την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου κι αυτό επαναλαμβάνω είναι άθλος
Το έργο έχει για ηρωίδα μια γυναίκα, μεσόκοπη, μορφωμένη, που κάνει τις μοναχικές διακοπές της κάπου στην Ελλάδα (τα δελτία Τύπου, όχι το σεναριο επακριβως, μας ενημέρωσαν ότι προκειται για τις Σπέτσες) και μια μέρα,εκεί στην παραλία του ξενοδοχείου συμβαίνει ένα περιστατικό οικογενειακό κι από εκεί αρχίζουμε να συστηνόμαστε οι θεατές με τον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας και σιγα σιγα να καταλαβαίνουμε πόσο έντονα την κυνηγά το παρελθόν της κι η νεανική της περίοδος όπου τότε στήθηκαν οι βάσεις, εξού κι ο ρόλος του εαυτού της σε νεότερη ηλικία, έρχεται και γίνεται καθοριστικός, σαν κύριος supporting ρόλος δίπλα στο ρόλο της πρωταγωνίστριας κι άλλοτε παράλληλα, μόνιμα σχεδόν ως αναφορά, ξετυλίγονται οι σχέσεις με τις έννοιες μητρότητα, παιδικότητα, συντροφικότητα, αισθαντικότητα, σεξουαλικότητα…..
Εδώ παίζεται όλο το πράγμα κι αυτό που ζητά η ταινία είναι ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ. Ερμηνευτικές αποχρώσεις. Η ΟΛΙΒΙΑ ΚΟΛΜΑΝ παίζει με μια ανεξάντλητη παλέτα αποχρώσεων, κι η ΤΖΕΣΙ ΜΠΑΚΛΕΪ ως νεότερος εαυτός της έχει προβάλει μια πιο σκληρή εκδοχή, της νεότητας κι απειρίας.
Η Γκίλενχαλ πιστώνεται γενικώς την έννοια ΜΕΤΑΦΟΡΑ, αυτό της αναγνωρίστηκε από Ενώσεις Κριτικών και Κινηματογραφικές Ακαδημίες και όπως έχω εξηγήσει πολλές φορές, συνήθως όταν τη μεταφορά την κάνει σε σεναριο και σκηνοθεσία το ίδιο πρόσωπο, συνήθως την πιστώνεται σεναριακά. Όχι παντα αλλά συνήθως. Διότι η μεταφορά εχει να κάνει και με το είδος του βιβλίου.
Όχι, δεν είναι ένα ευχάριστο έργο. Και δεν είναι ευχάριστο όχι επειδή είναι δυσάρεστο αλλά επειδή του λείπει η δράση.
Είναι όμως ένα έργο που έτσι και πιάσει τα κουμπιά του θεατή και κυρίως του θεατή θηλυκού γένους-κακά τα ψέματα!- είναι έργο ακριβώς πάνω στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, ο αρσενικού γένους μόνο ως κριτικός μπορεί να σταθεί, να το αναλύσει και να το ζυγιάσει αλλά να το νιώσει όχι, μπορεί όμως να «νιώσει» τη δουλειά της καλλιτέχνιδος κι αυτό είναι πέραν φύλου.
Σίγουρα, παρεξηγήσιμη εικόνα έβγαλε προς τα έξω η εν Ελλάδι δημοσιότητα της ταινίας περί γυρισμάτων στις Σπέτσες κλπ, περί του ότι η Ελλάδα έγινε Χόλυγουντ κλπ και κάποιοι θεατές θα νόμισαν ότι πρόκειται για κάτι σαν το ….. “Mamma mia”.
To θέμα, όμως , είναι πως το κοινό, από ένα έργο που έδειχνε να εξαρτάται άμεσα από τα σχόλια και τις κριτικές, όχι δεν ίδρωσε αλλά πήγε και το έκανε και σουξέ.. Αυτά είναι!!!