Αυτό το επικαλούνται για να δείξουν ότι είναι πολύ…διανοούμενοί και μόνο από βιβλία τρέφονται άρα υποτιμούν το σινεμά ως κατώτερο του βιβλίου. Ωστόσο, στην προσπάθεια τους να φανούν πνευματικοί με την επίκληση της ανωτερότητας του βιβλίου, το μόνο που μαρτυρούν είναι ότι είναι παντελώς αμόρφωτοι. Διότι τα βιβλία μιλούν με σκέψεις, οι ταινίες δείχνουν πράξεις, συνεπώς δεν υπάρχει σημείο επαφής, είναι παντελώς ανόμοια..
Έτσι κι εδώ, για το βιβλίο άκουγα και κατάλαβα για μυριοστή φορά ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Όταν είδα την ταινία, κατέληξα και πάλι στην πικρή διαπίστωση.
Διότι διάβαζα ή ότι η ταινία δεν είναι σαν το βιβλίο ή σιγά το βιβλίο (εδώ ήθελαν να παραστήσουν ότι είναι ακόμα πιο διανοούμενοι ενώ είναι απλώς άσχετοι με το σινεμά, αφορισμούς περί «μελό» που όταν δεν ξέρουν πως να θάψουν ένα δραματικό έργο το χαρακτηρίζουν «μελό» ενώ για ένα άλλο, με ανάλογες σκηνές αλλά με διαφορετική άνωθεν εντολή μιλούν για «ευαίσθητο» για «ανθρώπινο» , χωρίς να επεξηγούν τίποτα ούτε στη μια περίπτωση ούτε στην άλλη, όπως επίσης και κάποια που διάβασα περί "προβλέψιμων σκηνών στο δικαστήριο"" κι ειλικρινά το συγκεκριμένο με ξεπέρασε.
Θα ήθελα να ηξερα με ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ τι έχει αυτή η ταινία για εκείνους που…έχει. Με Κινηματογραφικούς Ορους όμως. Με ΚΑΝΟΝΕΣ. Με Κανονες Σεναρίου. Με Κανόνες Δομής. Με το πως οικοδομούνται σενάρια κι έργα.
Με το πως μεταφέρονται στο πανί. Ποιος ο ρόλος του σκηνοθέτη και κυρίως , ΚΥΡΙΩΣ, τι εστί ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:::. Και ποιος πιστώνεται ή χρεώνεται τη μεταφορά.
Τι κάνει ο σεναριογράφος διασκευαστής του βιβλίου ώστε να του δώσει πνοή εικόνας, να μετατρέψει τις σκέψεις σε πράξεις και να λειτουργήσει το έργο με τους κανόνες της Τέχνης στην οποία μεταφέρεται, της Τέχνης της Κινηματογραφικής. Πως παίρνει το μυθιστόρημα η σεναριακή διασκευάστρια η ΛΟΥΣΥ ΑΛΙΜΠΑΡ και πως μετατρέπει τις σελίδες σε κινηματογραφικές εικόνες. Τι προτάσσει. Τι επιλέγει. Είναι η διασκευάστρια σεναριογράφος του παρεμφερούς σε ντεκόρ έργου «Τα μυθικά πλάσματα του Νότου» για το οποίο είχε προταθεί για Οσκαρ στον τρόπο της κινηματογραφικής μεταφοράς.
Προφανώς για εκείνη την εμπειρία, την κάλεσαν να πράξει κι εδώ τα της μεταφοράς, αν και το έργο είναι διαφορετικό. Όμως η Αλιμπαρ , είτε από το προηγούμενο ορμώμενη είτε ως ανακατασκευάστρια στη μεταφορά, έδωσε στις σκηνές ένα τόνο μυστηρίου πέραν του αστυνομικού, το οποίο υπαγορεύθηκε προς τη σκηνοθέτη ΟΛΙΒΙΑ ΝΙΟΥΜΑΝ, τι να ζητήσει από τη διευθύντρια φωτογραφίας, την ΠΟΛΥ ΜΟΡΓΚΑΝ. Η δε Μόργκαν, της οποίας είδα πρόσφατα ξανά τον «ΒΑΣΙΚΟ ΥΠΟΠΤΟ»με τον Γκάι Πιρς και τον Πηρς Μπρόσναν έχει μια ροπή, με ικανοποιητικότατα αποτελέσματα, στους μελαγχολικούς φωτιστικούς τόνους στη Φωτογραφία και με μια τάση από- ωραιοποίησης και καταληξης στην ποίηση μέσα από το πως φωτίζει τα «σάπια» χρώματα.
Στο εδώ φιλμ, στο «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ» έχει επικεντρώσει στην εισαγωγική σκηνή που της παρέδωσε η σεναριακή διασκευάστρια, κι είναι η εισαγωγική φράση, η οποία είναι παρμένη από το βιβλίο: Στη διαφορά Ελους και Βάλτου. Πάνω σε αυτή τη διαφορά έχει κεντραριστεί όλη η μεταφορά, όλη η διασκευή, και προφανώς στο βιβλίο, που περιγράφει ΣΚΕΨΕΙΣ (το ξαναλέω και θα το λέω συνέχεια) τα πρόσωπα κι οι καταστάσεις θα αναλύονται πάνω σε αυτή τη διαφορά. Στον κινηματογράφο, στο σενάριο δηλαδή, που θα μετατραπούν οι σκέψεις σε πράξεις, αυτές οι αναλύσεις δεν μπορούν να γίνουν εκ των πραγμάτων. Αυτό αναλαμβάνει η όψη και συγκεκριμένα η φωτογραφία, για λογαριασμό της σκηνοθεσίας, με την επισήμανση του σεναρίου, να φτιάξει την ατμόσφαιρα εξαρχής. Εξού και κρατούν την εισαγωγική φράση ως ένα μπούσουλα και του θεατή σιωπηλώς αλλά κυρίως των συντελεστών, του πως θα φωτίσουν, θα στήσουν, θα επικεντρώσουν, πάνω σε αυτό που επικέντρωσε το σενάριο.
Κι έτσι, αντί να έχουμε την αίσθηση του βάλτου με τις λέξεις , βλέπουμε μια καταπληκτική φωτογραφία να μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα του έλους και του βάλτου, στη μεταξύ τους διαφορά, στην προέκταση αυτής της διαφοράς στην υπόθεση, στην εξέλιξη των χαρακτήρων και στο πως χειρίζεται το αστυνομικό μυστήριο. Ενώ συγχρόνως με την τέλεια διανομή νεαρών κι άφθαρτων προσώπων, πετυχαίνει το νεανικό πνεύμα του κύριου κορμού, του κύριου υλικού, ως το στοιχείο του βιβλίου που η κινηματογραφική μεταφορά θέλει να προβάλει.
Ετσι, βλέπουμε ένα έργο που κυλά με το ρυθμό μιας ιστορίας ίντριγκας, με νεαρά μυθιστορηματικά πρόσωπα, με την ιστορία μιας κοπέλας που αδικήθηκε…Πρωτα από τον βάναυσο πατέρα της, κατόπιν από την εγκατάλειψη της μητέρας και του αδελφού που έφυγαν για να γλυτώσουν από τον κτηνώδη αφέντη, το κορίτσι που έμεινε μόνο και μεγάλωσε στους βάλτους , τον έρωτα που την ξεγέλασε, τον άλλο που την πρόδωσε, τον περίγυρο που την έβλεπε υποτιμητικά να ζει στους βάλτους, εκείνους που την ένιωσαν και τον φόνο που χρεώθηκε και περιμένει τη δικαίωση , την απόδειξη της αθωότητας.
Με απλά λόγια: Μια χαρά υλικό έχει το έργο για να γίνει έργο και να αρέσει σε αυτούς που θα πάνε να το δουν. Εκείνοι που θα το σνομπάρουν θα κριθούν επίσης ανάλογα με το αν έχουν βάση οι κριτικές τους ή είναι απλοί αφορισμοί, σουσουδισμοί, δηθενιές και διάφορα αλλα μη κινηματογραφικά
Τα επιτεύγματα που στηρίζουν την ταινία ξεχωριστά είναι πάνω από όλα η φωτογραφία, με συνακόλουθη τη μουσική του ΜΑΫΚΛ ΝΤΑΝΑ, ο οποίος είχε πάρει το Οσκαρ για τη «ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙ» του ΑΝΓΚ ΛΙ, και η πρωταγωνίστρια ΝΤΑΙΖΗ ΕΝΤΓΚΑΡ ΤΖΟΟΥΝΣ, η οποία έχει κάτι πολύ φρέσκο αλλά και σκεπτόμενο πάνω της. Το βγάζει ως ερμηνεία, αυτό εννοώ
Προσωπικά, στα επιτεύγματα θα πρόσθετα και το μοντάζ το οποίο έχει συμβάλει πολλαπλώς στη ροή, αν και πρωταγωνίστρια είναι η κίνηση της κάμερας.. Ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΣΤΡΑΔΑΙΡΝ παίζει πραγματικά ένα μοναδικά συμπαθές άτομο ενώ όλη η διανομή έχει κάτι το ανανεωτικό και το φρέσκο, όχι μόνο στους νεαρούς αλλά και στους καρατερίστες, όπως το ζευγάρι των Αφρο-Αμερικανών ή οι μορφές του δικαστηρίου ή ο κοινωνικός περίγυρος
Το δε αρχικό υλικό, η σεναριακή βάση του φιλμ, δείχνει μεγάλη επιρροή από την αμερικάνικη λογοτεχνία, μας ταξιδεύει σε ήρωες συγγραφέων του Νότου, κάπου του βρήκα μακρινές συγγένειες με το «Σκιές και σιωπή», όπως είχε αποδοθεί στα ελληνικά το «To kill a mockingbird» της Χάρπερ Λη, που έγινε και σπουδαία ταινία με τον Γκρέγκορυ Πεκ να ταυτοποιείται με τον ηρωα Αττικους Φιντς, τον συνεπή δημοκράτη και να παίρνει το Οσκαρ, αλλά κι εκείνα που ενέσκηψαν στον ψυχισμό των ανθρώπων των «Μπαγιού». Είναι μια κουλτούρα αυτή στα "μπαγιού",συγκεκριμένη κι αλλιώτικη, έχω κάνει μεγάλο τουρ εκεί, οργανωμένο από το Πανεπιστήμιο του Μπατον Ρουζ όπου με είχαν προσκαλέσει και ..ναι…ο ψυχισμός ο ανθρώπινος είναι πιο άγριος (και πιό μυστηριακός)από τον αλιγάτορα που παραμονεύει….