Ο Σεναριογράφος-Σκηνοθέτης τη σκηνοθεσία τη βγάζει μέσα από το σενάριο του και το σενάριο ταυτοχρόνως του υπαγορεύει σκηνοθεσία. Είναι εκεί όπου η σκηνοθεσία κρίνεται κι αναλύεται μέσα από το θέμα, μέσα από την εξέλιξη του θέματος, μέσα από τις αποχρώσεις με τις οποίες το θέμα εκτίθεται κι αναπτύσσεται . Δεν έχει σχέση με τις άλλες κατηγορίες σκηνοθετών, που δουλεύουν με σενάρια άλλων κι έχουν άλλα πράγματα να δείξουν και να κανουν ή με εκείνους που προσθέτουν τη δική τους Σεναριακή πινελιά στο σενάριο άλλων, ούτε με εκείνους τους σκηνοθέτες που είναι εικονοκλάστες και δουλεύουν κυρίως με το διευθυντή φωτογραφίας ή με τον σκηνογράφο ή με τον ενδυματολόγο όπως ο Βισκόντι που τη σκηνοθεσία την περνούσε μέσα από τα κοστούμια, ή με τους blockbuster-ίστες που έχουν ως βάση τον ήχο και το μοντάζ.
Ο Σεναριογράφος-Σκηνοθέτης λέει την ιστορία του, συνθέτει την ιστορία του, συντάσσει την ιστορία του, ζωντανεύει τους ανθρώπους ταυτοχρόνως σε σελίδα κειμένου και σε πλατό γυρίσματος. Η Σφραγίδα του είναι οι υποθέσεις του κι οι ιστορίες του οι οποίες καταλήγουν να είναι και σκηνοθεσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλούμε για «μεγάλο σκηνοθέτη» με τη..σεναριακή έννοια. Τέτοιοι είναι ο Γουντυ Αλλεν, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο Μπιλυ Γουάιλντερ, ο Τζων Χιούστον, ο Τζότζεφ Μάνκιεβιτς, ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Ολιβερ Στόοουν,ο Πέδρο Αλμοδόβαρ ο Ρόμπερτ Μπέντον, ο Πωλ Μαζέρσκυ, ο Ρίτσαρντ Μπρουκς, ο συνονόματος του Τζέημς και πολλοί πολλοί ακόμα.
ΔΕΝ ανήκουν σε αυτή την κατηγορία παρόλο ότι ως αποτέλεσμα μπορεί να τη θυμίζουν, ο Ηλίας Καζάν, ο Βιτόριο Ντε Σίκα, ο Λουίς Μπουνιουέλ ο Κεν Λόουτς διότι αυτοί σκηνοθετούν με συνέπεια επιλογής θέματος ή στράτευσης, σενάρια άλλων. Εκεί η σκηνοθεσία αποκτά άλλη διάσταση , έχει να κάνει με την προσβασιμότητα.. Παρόλο ότι πολλοί μπερδεύονται και τους πιστώνουν το περιεχόμενο. Μόνο που το περιεχόμενο τους πιστώνεται για τον τρόπο που το σκηνοθέτησαν. Το ίδιο κι ο Αλφρεντ Χίτσκοκ που πολλοί δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς κάνει, του πιστώνουν το σασπένς της υπόθεσης ενώ το ξεχωριστό στον Χίτσκοκ είναι το πως σκηνοθετεί αυτό το σασπένς που έγραψε κάποιος άλλος.
Ζητώ συγγνώμη για το μακρύ πρόλογο αλλά δεν μετανιώνω διότι το ήθελα για τον Ασγκαρ Φαραντί, που είναι ίσως ο σημαντικότερος εκτός Ευρώπης κι Αμερικής σεναριογράφος-σκηνοθέτης των ημερών μας, , ένας stοry-teller , όπως θα τον λένε πολλοί , ή ένας «παραμυθάς», όπως θα τον λέγαμε εμείς, στη δική μας γλώσσα, με την έννοια της αφήγησης αλλά και της διήγησης ιστοριών.
Αυτό είναι που τον έχει κάνει ξεχωριστό τον Φαραντί, τα έργα του. Είναι ο ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ ενός καλλιτέχνη που επιβάλλεται με τα έργα του, με τις ιστορίες και με το πως μας τις αφηγείται σεναριακά και μας τις διηγείται σκηνοθετικά. ‘ Η και το αντίστροφο..
Ετσι λοιπόν, μετά από το «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ» και ο «ΕΜΠΟΡΑΚΟΣ» που έφεραν το Ιραν στην κατάκτηση του Οσκαρ δυο φορές, την ώρα που οι διπλωματικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εχθρικές και τη δεύτερη μάλιστα δεν μπορούσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης να ταξιδέψει και να παραστεί στην απονομή λόγω εμπάργκο, ανοίγει την όρεξη, με μια ακόμα ωραία ιστορία, αντάξια των προηγουμένων ή αν θέλετε, αυτών που περιμένει πλέον το κοινό εκείνο, το οποίο ενδιαφέρεται για τα έργα του. Αυτή τη φορά τον ανάλαβαν να τον βραβεύσουν οι Κάνες.
Τι ιστορία μας λέει και μας δείχνει αυτή τη φορά ο Φαραντί; Θα τη χαρακτήριζα «Τραγωδία ενός παρεξηγημένου ανθρώπου». Η οποία δεν καλύπτει πλήρως εξού κι ο Φαραντί είναι πολύ σημαντικός ως αφηγητής ιστοριών -σκηνοθέτης διότι δίνει τεράστιες αποχρώσεις στα πρόσωπα, στις καταστάσεις και φυσικά και στους χώρους που οι άνθρωποι αυτοί ζουν και κινούνται, τους ολοκληρώνει την εικόνα, τα βιώματα και στο τέλος τέλος και τον χαρακτήρα. Δεν βασίζεται στην συμπτωματολογία.
Ο ήρωας εδώ είναι ένας έντιμος νέος που έχει πάει φυλακή επειδή δεν μπόρεσε να αποπληρώσει ένα χρέος. Με προσωρινή άδεια βγαίνει και βρίσκει στο δρόμο του μια τσάντα. Η τσάντα αυτή περιέχει 17 νομίσματα. Με αυτά τα χρήματα μπορεί να αποπληρώσει την οφειλή και να καθαρίσει μια για πάντα. Όμως έρχεται η συνείδηση και του υπαγορεύει να την επιστρέψει, να την παραδώσει. Όμως σε όλη αυτή την ως τώρα διαδρομή έχουν εμπλακεί πρόσωπα. Συγγενικά, οικογενειακά, αισθηματικά αλλά και κοινωνικά, πιστωτές και καρχαρίες. Κάθε βήμα που πάει να κάνει ο ήρωας προς την ολοκλήρωση της καλής πράξης έρχεται και προσκρούσει σε εμπόδια με φορέα κάποιο πρόσωπο από αυτά που εκπροσωπούν κάτι κι ανήκουν στις ομάδες που προανέφερα. Από την κάτοχο της τσάντας που δεν κατάγγειλε αμέσως την κλοπή επειδή φοβόταν τον άντρα της διότι είχε μέσα χρήματα, αυτά που βρήκε ο «ήρωας» τα οποία κρατούσε κρυφά από εκείνον…Ως τους πιστωτές , την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, τους λογής λογής μάρτυρες, τα πρόσωπα που αγαπούν, τα πρόσωπα που φοβούνται, τα πρόσωπα που διστάζουν…Ουσιαστικά το σενάριο μέσα από αυτή την κλιμάκωση που δεν αφήνει στιγμή το θεατή σε ησυχία, φτιάχνει μια ολόκληρη κοινωνία..Ενα έργο που είναι το ιδιο το Ιράν.. Τα κοινωνικά ζητήματα, οι θεσμοί, οι προκαταλήψεις…Τίποτε δεν αφήνει, όπως δεν αφήνει και στις προηγούμενες ταινίες του. Είναι πολύ ενδιαφέρον το συναίσθημα που αφήνει κλείνοντας την ταινία, μια ιδιαίτερη αντίληψη πάνω στην κάθαρση που ανάλογη ήταν και στις δυο άλλες μεγάλες ταινίες του που προανέφερα…Κι είναι ενδιαφέρον επίσης και το πως παίζει με το μνημείο του Ξέρξη, με ένα τόσο σεναριακό ντεκόρ που συνέλαβε η σεναριακή - σκηνοθετική φαντασία του, στο να του δώσει ρόλο.
Τεχνικά (όχι .. «τεχνολογικά»- μην μπερδεύεστε) ο τρόπος που πετυχαίνει την αφηγηση-διήγηση έχει να κάνει με το πως ξέρει να χωρίζει τις σκηνές, να φτιάχνει μικρές σκηνές, να έχουν όλες επισήμανση κι εξέλιξη περιεχομένου, να πηγαίνουν όλες υποχρεωτικά την ιστορία παρακάτω, να επισημαίνεται στην κάθε μία κι ένα στοιχείο προς εξέλιξη χαρακτήρα, κι όχι μόνο του κεντρικού ήρωα, που θα οδηγήσει και σε σύγκρουση, και τελικά το μοντάζ είναι εντελώς μέσα στο μυαλό του καθώς γράφει αυτό που σκηνοθετεί και σκηνοθετεί εκείνο που έγραψε. Ετσι φτιάχνει τη δική του φόρμα αφήγησης, που καταλήγει στην υπογραφή «Ασγκαρ Φαραντί» κι είναι που παίρνουν διαπιστευτήρια κι ο ίδιος και το έργο. Ο ίδιος από το έργο τα παίρνει. Διότι η ολοκλήρωση με τι έχει να κάνει; Με το ότι δημιούργησε φόρμα. Αν δεν δημιουργήσεις φόρμα, Τέχνη δεν κάνεις, διότι ακόμα δεν ξέρεις πως να μαζεύεις τα στοιχεία ή πως να τα μετατρέψεις σε εκφραστικό μηχανισμό, να τους δώσεις μορφή. Διότι ιδέες όλοι μπορεί να έχουμε, πόσοι , όμως, μπορούμε να τις μετατρέψουμε σε καλλιτεχνικές πράξεις; Δηλαδή σε ΕΡΓΑ.
Η διανομή του είναι καταπληκτική. Ο πρωταγωνιστής ΑΜΙΡ ΤΖΑΝΤΙΝΤΙ έχει γλυκύτητα αθωότητας και καταλαβαίνεις ότι είναι ηθοποιός κι όχι ένα ωραίο χαμογελαστό αγόρι, όταν συνοφρυώνεται, όταν η αδικία τον ξεπερνά, όταν πάει να θυμώσει. Εξαιρετικοί όλοι οι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν, δεν ξέρουμε τα ονόματα, σημειώνω ξεχωριστά την κοπέλας που κάνει την αγαπημένη του επειδή μου έκανε εντύπωση ότι η φυσιογνωμία της, εγγράφεται και τον καρατερίστα που παίζει τον ταξιτζή-μάρτυρα- μα τι αληθινό παίξιμο εκεί ειδικά που γίνεται κατήγορος του εκπρόσωπου των Αρχών, στέλνει συγκίνηση γνήσια..
Θα κάνω όμως και μια επισήμανση, ένα «εύρημα» της δικής μου αξονικής. Αφορά στ σενάριο. Αυτό το συνεχές κι επαναλαμβανόμενο εμπόδιο στη διαδρομή του ήρωα ,όπου σε κάθε βήμα τον περιμένει η παρεξήγηση, μήπως και δεν βοηθά να λειτουργήσει το δράμα στο έπακρο, μήπως του λείπει μία «διοχέτευση» ξεγελάσματος.