Διότι, κινηματογραφικά, αυτή η γοητεία , μεταξύ σταρ και ταινιών, λειτουργεί ως Δούναι και Λαβείν. Καθόσον η γοητεία δεν πορεύεται από μόνη της. Η γοητεία του σταρ μεταφέρεται στις ταινίες , οι ταινίες, όμως, είναι εκείνες που αναδεικνύουν τον σταρ και του υπογραμμίζουν γοητεία.
Αυτό ως βασική προϋπόθεση, ως κάτι από αυγό και κότα και με ποια σειρά γεννήθηκαν.
Αυτή λοιπόν η γοητεία, πιάνει όλα τα είδη. Κι έχει να κάνει με δύο παραμέτρους, όταν μιλάμε για ταινίες σταρ με ζευγάρι. Αφορά είτε στην αποδεδειγμένη χημεία μεταξύ δυο συγκεκριμένων, αφορά όμως και στα αναπάντεχα ζευγαρώματα με σταρ που δεν έχουν ξαναπαίξει μαζί. Και τα δυο αυτά είναι στοιχεία στα οποία δουλεύουν παραγωγοί, σκηνοθέτες, casting directors και σεναριογράφοι, φυσικά, πάνω στο ποιό είδος. Αν επιδιώκουν το δεδομένο ή το αναπάντεχο. Στο αναπάντεχο θα συνδέσεις δυο λαμπερούς που δεν έχουν ξαναπαίξει μαζί. Στο δεδομένο , θα πάρεις δυο δοκιμασμένους που ταιριάζουν απόλυτα.
Κι από όλα τα είδη, αυτό που περισσότερο αντλεί συμπλήρωμα από τη γοητεία των σταρ είναι η αισθηματική κωμωδία.
Το «ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ» είναι ταινία που έχει προκύψει από αυτή τη μελέτη: Ρομαντική κομεντί, ζευγάρι ο ΤΖΩΡΤΖ ΚΛΟΥΝΕΫ με την ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ, δύο αριστείς του είδους, που το έχουν παίξει και με άλλα ζευγαρώματα,, κυριως η Τζούλια, άρα επί του δεδομένου θα στηριχτούν, επιλογή ένα εξωτικό μέρος, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Μπαλί, κι από κει και μετά, το ζεύγος των πρωταγωνιστών καλείται να κάνει παιχνίδι χημείας και γοητείας και χάρης κι οι κινηματογραφιστές να του φτιάχνουν τις υποδομές. Κι ως κομεντί, τα «μαλώματα» είναι πάντα ένας εύσχημος τρόπος για να βγάλεις γέλιο είτε αφορούν σε ξεκίνημα μιας σχέση είτε στο φινάλε μιας ιστορίας λόγω τσακωμών και το πως θα οδηγηθούν στην επαναφορά τους. Πρώην ζευγάρι, με πολυετείς τσακωμούς στο συγκεκριμένο, με κόρη της παντρειάς, με το εξωτικό Μπαλί ως τόπο συνάντησης για το ξετύλιγμα του μύθου και με τη γοητεία του μέρους να έρχεται ως προέκταση της γοητείας των προσώπων και να του ολοκληρώνει το «γκλαμ»
Από το σημείο αυτό και μετά, θα αρχίσει να φαίνεται και το πόσο καλή θα είναι η ρομαντική κομεντί της κινηματογραφικής γοητείας των σταρ.
Κι εδώ, φτάνουμε στο σενάριο.
Χωρίς να προσπερνάμε τη σκηνοθεσία, όπου εκεί ένας Μάικ Νίκολς του παρελθόντος ή ένας Λίο Μακ Κάρει των προπολεμικών, θα αναλάμβανε να κάνει μπαλέτο τη γοητεία των πρωταγωνιστών και να αναδειξει τους αναλαφρους τόνους τους και να τους μεταβάλει σε μοναδικά ερωτεύσιμους για το κοινό. Ο Βρετανός ΟΛ ΠΑΡΚΕΡ έχει τη γνώση, δεν έχει το απολυτο άγγιγμα. Το κρατάμε αυτό ως στοιχείο , το βάζουμε στην άκρη κι επιστρέφουμε στο σενάριο.
Το σενάριο, λοιπόν, φτιάχνει στοιχεία, δημιουργεί πλαίσιο, αφήνει ανοίγματα στο λαμπερό ζευγάρι να παίξουν την κομεντί τους αλλά , δεν τους προσφέρει όμως και την ίντριγκα εκείνη, την περιπλοκότητα την ανάλογη ώστε να γίνει και μια κομεντί ζεύγους με το κάτι διαφορετικό, να έχει κι ένα σενάριο, να είναι ένα, ας πούμε, «pillow talk» βρε παιδί μου, του Ροκ Χάντσον και της Ντόρις Νταίη..
Όμως…Για όσους βιαστούν να πουν αν «το έργο θα μείνει στην Ιστορία», ας μην το πουν. Διότι ο Χρόνος έρχεται κι επανασηματοδοτεί πράγματα. Και πολλές ταινίες παλιές του ανάλογου είδους που ξαναπαίζονται, μετα από δεκαετίες, σε αφιερώματα κι αντιμετωπίζονται ως κλασικές- και καλά κάνουν!- στον καιρό τους δεν είχαν την ανάλογη υποδοχή- εννοώ από κριτική κλπ.
Διότι στο μέλλον μια ταινία με Τζωρτζ Κλούνε»υ και Τζούλια Ρομπερτς, μπορεί να μοιάζει και πανάκριβη, να λένε όλοι «που είναι σήμερα ταινίες σαν κι αυτήν», «που να βρεθούν σταρ σαν κι αυτούς τους δυο’
Εχουν γράψει και κάποια ρολάκια κωμικά για τα ενδιάμεσα, όπως το επεισόδιο στο αεροπλάνο με τη φοβική καρατερίστα, ή η παράλληλη σχέση με τον ιπτάμενο , τον ΛΟΥΚΑΣ ΜΠΡΑΒΟ ( πάντα χρειάζονται κι οι ανταγωνιστές στις αισθηματικές κομεντί, έχουν υπάρξει ηθοποιοί που έκαναν μεγάλη καριέρα στο είδος όπως ο Τονι Ράνταλ ή ο Τζιγκ Γιανγκ), και βέβαια τα εθιμοτυπικά με τους εξωτικούς συμπεθέρους….Είναι σωστή η δοσολογία αλλά όχι ξεχωριστό το σενάριο.
Είναι για να ΛΑΜΠΟΥΝ ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ